Με πολύ ενδιαφέρον άκουσα τις τοποθετήσεις στο Δημοτικό συμβούλιο Αγίου Νικολάου για το θέμα της Σπιναλόγκα.

Δεν ήθελα να κάνω καμία παρέμβαση για το ευρύτερο μνημειακό σύνολο όπως δεν έκανα έως τώρα. Ακούστηκαν όμως πράγματα που μου επιβάλουν να σας πω την γνώμη μου.

Κατ’ αρχήν θέλω να πω ότι ήταν από όλους τους δημοτικούς συμβούλους εμφανή η αγωνία και θέλω να πιστεύω και η αποφασιστικότητα για την ανάγκη ανάδειξης της κληρονομιάς μας.

Αυτό είναι το πρώτο βασικό επίπεδο για κάθε θετική πρόσληψη. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να είναι και αλλιώς.

Η φυσική και πολιτιστική μας κληρονομιά ως αδιάσπαστη ενότητα και ως ότι πολυτιμότερο  διαθέτουμε  δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι πεδίο γραφειοκρατικής αντιπαράθεσης. Υπάρχουν τόσοι τομείς που η αντιπαράθεση έχει θετικά αποτελέσματα και αυτό άσχετα ότι είθισται να λέγεται το αντίθετο. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι οι διαφορετικές απόψεις και η ζύμωσή τους πάνε τις κοινωνίες μπροστά. Η κληρονομιά μας δεν πρέπει να αποτελεί ένα τέτοιο πεδίο.

Οι όποιες διαφορετικές απόψεις είναι θεμιτές και πρέπει να υπάρχουν και να συζητούνται στα πλαίσια των πολλών επιστημών της κληρονομιάς, στα πλαίσια της επιστημονικής κριτικής. Μιας επιστημονικής κριτικής που οφείλει να διεξάγεται με ανοιχτό τρόπο προς την τοπική κοινωνία. Αυτό γιατί οι τοπικές κοινωνίες αποτελούν αδιάσπαστο οργανικό μέρος  του κάθε μνημειακού συνόλου.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η “μνημειακή αναφορά” του ανθρώπου αποτελεί μια βιο-κοινωνική διαδικασία που άπτεται του ψυχισμού των γενών, των τοπικών κοινοτήτων, κοινωνιών. Μια διαδικασία που εξελίσσεται δυναμικά και πολυδιάστατα, παράλληλα με την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης από την πολύ βαθιά προϊστορία και χαρακτηρίζει την ανθρώπινη αντίληψη και εξέλιξη ως κάτι το μοναδικά ανθρώπινο.

Μια διαδικασία που συντελεί στην ανάπτυξη της ανθρώπινης ατομικής και συλλογικής σκέψης και κοσμοαντίληψης. Άσχετα αν είμαστε ικανοί να το συνειδητοποιήσουμε ή όχι, είναι αποδεδειγμένο ότι η ανθρώπινη σκέψη και πρόσληψη της πραγματικότητας θα ήταν πολύ πίσω εξελικτικά δίχως την μνημειακή αναφορά μας.

Στο Δημοτικό συμβούλιο ακούστηκαν δυο πράγματα που δεν είναι σωστά.

Ακούστηκε  στο Δ.Σ. από ορισμένους, ότι φέρει ευθύνη η συνάδελφος υπάλληλος της ΕΦ.Α.ΛΑΣ Γεωργία Μοσχόβη. Αυτή είναι πέρα για πέρα λάθος προσέγγιση που εδράζεται στην μη κατανόηση του θέματος. Η Συνάδελφος έχει να επιδείξει αξιόλογη δουλειά. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι είναι η μόνη υπεύθυνη για την κληρονομιά μας της Ύστερης αρχαιότητας – Μεσαίωνα για υποθέσεις όλου του νομού. Κυρίως για δοσμένες από τον νόμο αυτοψίες, σωστικές ανασκαφές που δεν μπορούν να περιμένουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είναι πρακτικά αδύνατον να μπορέσει κάποιος να ανταπεξέλθει.

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα .

Αφού κυρίως το ΥΠ.ΠΟΛ.Α πάνω από δέκα χρόνια για να μην πούμε είκοσι, γνώριζαν τον φόρτο που απαιτεί η ενασχόληση με το θέμα της προετοιμασίας και της στοιχειοθέτησης, γιατί δεν ενισχύθηκε με επιστημονικό προσωπικό η  ΕΦΑΛΑΣ;

Το ΥΠ.ΠΟΛ.Α ως γνώστης των θεμάτων δεν μπορεί να μην το γνώριζε.

Τι έκανε;

Σε ανάλογες περιπτώσεις έχουμε ολόκληρες πολυμελείς ομάδες αρχαιολόγων και άλλων επιστημόνων της κληρονομιάς (δηλαδή από ανθρωπολόγους, μουσειολόγους έως γεωλόγους και βοτανολόγους, δασολόγους κλπ)  που για χρόνια προετοιμάζουν πολυεπίπεδα την όποια πρόταση.

Με άλλα λόγια είναι προσβολή στους ίδιους μας τους εαυτούς το να ζητάμε “αποδιοπομπαίο τράγο”.  (Αν έβλεπα έστω και ελάχιστη ευθύνη θα το έλεγα δημόσια όπως το κάνω για άλλα θέματα όπου βάλλεται η  φυσική και ιστορική κληρονομιά μας όπως κάνω με την καταστροφή του κηρυγμένου επίσημα αρχαιολογικού μνημειακού τοπίου του Ισθμού  Ιεράπετρας που προκαλείται από την απαράδεκτη επιστημονικά χωροθέτηση βιομηχανικού αιολικού πάρκου εντός του, ή π.χ. με την χρονίζουσα παρακώληση από τις κρατικές υπηρεσίες της κορυφαίας διεπιστημονικής έρευνας του Ανακτορικού συνόλου του Πετρά Σητείας κλπ).

Το αντίθετο.

Ο Δήμος μας οφείλει ένα μεγάλο ευχαριστώ για την δουλειά της συναδέλφου. Οφείλει επίσης να πιέσει ώστε το Υπουργείο να εξασφαλίσει το απαραίτητο προσωπικό. Χωρίς ανθρώπους, χωρίς επιστήμονες δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα.

Μία άλλη παράμετρος.  Ξοδεύτηκαν από τους τοπικούς και κρατικούς θεσμούς πολύ μεγάλα ποσά σε φανφάρες και σε εντελώς περιττές δημόσιες σχέσεις. Αλήθεια, πόσα χρήματα επενδύθηκαν στην συνάδελφο ή σε άλλους επιστήμονες;

Σε πόσα συνέδρια  στάλθηκε η συνάδελφος για να αποκτήσει μια τέλεια εικόνα για τις διεθνείς επιστημονικές εξελίξεις του τομέα της κληρονομιάς;                                                                                   Σε πόσα σύγχρονα ενταγμένα μνημεία υπό την UNESCO στάλθηκε η συνάδελφος ή άλλα μέλη της ομάδας προετοιμασίας για να μπορέσουν να μελετήσουν και με αυτό τον τρόπο να ζυμωθούν νέες προσεγγίσεις;

Τη νέα γνωσιακή προσέγγιση προσπαθήσαμε να φέρουμε στην παγκόσμια κοινότητα, στην ανθρωπότητα; Πώς βοηθήσαμε τους επιστήμονές μας να κάνουν ένα απαραίτητο άλμα. Μιλάω δηλαδή για στρατηγικές, μεθοδολογίες και πρακτικές που δεν αγοράζονται στα σούπερ μάρκετ ούτε προκύπτουν από την άριστη τεχνική γνώση κάποιου δοσμένου κλάδου των επιστημών της κληρονομιάς.

Από την άλλη αποτελούν γελοίο κόστος για ένα κράτος ή περιφέρεια.

Φυσικά, εκφράσεις αυτού του προβλήματος απαντούν παντού στην Ελλάδα. (Θεσσαλονίκη, Ισθμός Ιεράπετρας, Ακρόπολη). Εδώ εδράζεται και η βαθιά αιτία της αντιπαράθεσης της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας με πρακτικές  του Υπουργ. Πολιτισμού.

Έγινε κατανοητή από τις τοποθετήσεις ορισμένων δημοτικών συμβούλων μια κάποια  δυσανασχέτηση για το ότι ορισμένοι συντοπίτες προχώρησαν σε ανοιχτή κριτική, καταγγελίες κατά την διάρκεια της προετοιμασίας κλπ.  Όλοι ξέρουμε τις διαφορετικές απόψεις που δημοσιεύθηκαν και στον τύπο. Όμως η όλη κριτική έγινε από γνώστη ορισμένων πλευρών του θέματος.  ήταν κριτική του “καφενείου” αλλά εμπεριστατωμένη κριτική που ως τέτοια μόνο βοηθάει για την καλύτερη προστασία και ανάδειξη.

Σε αυτά τα θέματα δεν χρειάζονται εγωισμοί. Αντίθετα πρέπει να γίνεται προσπάθεια για να αναδειχθούν προβλήματα όπως και άλλες οπτικές πριν ολοκληρωθεί η όποια πρόταση.  Αυτό γίνεται σαφές αν αναλογιστούμε ότι η πρόσληψη της κληρονομιάς δεν αποτελεί κάτι το σταθερό και δοσμένο καθώς μεταλλάσσεται στον χρόνο με τρόπο δυναμικό. Άρα, τέτοιες κριτικές πρέπει να απαιτούνται από τους υπεύθυνους τόσο του Υπουργείου όσο και από την τοπική διοίκηση κλπ.

Το μνημειακό σύνολο της Σπιναλόγκας, όπως και κάθε μνημειακό σύνολο, ενώ απαιτεί ως υλική έκφραση πολιτισμού την αρχαιολογική ανελαστική και αυστηρή προσέγγιση, δεν πρέπει να περιορίζεται από αυτήν. Ως μνημειακό σύνολο είναι φορέας οργανικών και ανόργανων υποστάσεων, πολυεπίπεδων αναφορών,  οι οποίες δεν πρέπει να βιάζονται αλλά να αναδεικνύονται. Θα έλεγα ότι το ευρύτερο φυσικό-ιστορικό τοπίο αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελεί η νησίδα εκφράζει έναν αντικατοπτρισμό της όλης βίας και των ανατροπών που εδώ και 200 χρόνια λαμβάνουν χώρα στην Ακρόπολη των Αθηνών.

Είναι ένας χώρος που ιστορικά, τουλάχιστον στα τελευταία 2000 χρόνια χαρακτηρίζεται από την μια από την βία και τον πόνο του ανθρώπου. Από την άλλη, απαντά μια ιστορική θεϊκή ομορφιά της φύσης που αν και μας παραδόθηκε ως τέτοια, τις τελευταίες δεκαετίες, με άναρχο τρόπο, θεσμοί και αγοραίες «ανάγκες» μικρής μειοψηφίας βιάζουν.  Δυστυχώς η βία δεν σταμάτησε με την κατάργηση του κολαστηρίου.

Αυτό που εξέλειψε είναι μόνο ο θεσμικά οργανωμένος ανθρώπινος πόνος των κολασμένων, μα η βία στην φύση και στον υλικό πολιτισμό μας συνεχίστηκε και μετά, με  τις αλόγιστες και άναρχες ανατροπές και παρεμβάσεις. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος αρχαιολόγος ή επιστήμονας της κληρονομιάς για να αντιληφθεί τις ανατροπές και την βία πάνω στον μνημειακό χώρο. Φτάνει να πάρει μερικές φωτογραφίες του 1910 , 20’, 30’, 50’, 80, και θα του αποκαλυφθεί όλο αυτό το “μεγαλείο” της βίας “ανάγλυφα”.

Η σύγκριση αυτής  της ιστορικότητας του χώρου με ανάλογα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε με τρόπο αντικειμενικό την κατάσταση.

Αντικειμενικά προκύπτουν τα ερωτήματα:  Τι επιστημονικούς κλάδους συμπεριλάβαμε για την όλη μνημειακή γνωσιακή πρόσληψη και στοιχειοθέτηση;

Τι ποιότητες και υποστάσεις ως εκ τούτου ήμασταν ικανοί να κατανοήσουμε και να υπερασπιστούμε σε διεθνές επίπεδο;

Για να κατανοήσουμε την όλη υστέρηση, και την χαοτική πρόσληψη από τους κρατικούς φορείς, φτάνει να δούμε την αντίφαση που προκύπτει από την ίδια την επίσημη μετονομασία της νησίδας που δεν είναι φυσικά καμία Σπιναλόγκα αλλά «Καλιδών». Αυτό το απλό πράγμα αποκαλύπτει το πόσο η κρατική διοίκησή είδε «ζεστά» το θέμα.

Παρά τα πολλά προβλήματα  σίγουρος ότι και υπό τις παρούσες συνθήκες η τοπική κοινωνία μας, έχει όλα τα φόντα για να στοιχειοθετήσει και να αναδείξει πρόσληψη μνημειακότητας  παγκόσμιας κληρονομιάς.

Για να ανταπεξέλθουμε όμως στον στόχο μας αυτό χρειάζεται η μέγιστη διεπιστημονική και ανοιχτή στην τοπική κοινωνία προσέγγιση. Χρειάζεται δηλαδή ένα “καμίνι” προβληματισμού και δημιουργίας. Μια δυναμική συλλογικότητα μακριά από γραφειοκρατικές προσεγγίσεις που θα εκμεταλλευτεί ότι ζωντανό και νέο υπάρχει. Στο δήμο μας, στο νομό, στην Κρήτη,  έχουμε νέα παιδιά-επιστήμονες που σίγουρα είναι φορείς νέων ιδεών και προσεγγίσεων.

Αν βοηθηθούν και επικαιροποιήσουν τις γνώσεις τους σε σχέση με το αντικείμενο μπορούν να κάνουν θαύματα. Είμαι σίγουρος για αυτό επειδή τούτο μας διδάσκει η διεθνή εμπειρία.

Θεωρώ λάθος την εναπόθεση της γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης και της στοιχειοθέτησης  της κληρονομιάς μας, δηλαδή «του είναι μας» σε αγοραίες  πρακτικές ή εταιρείες.   Οι παγκόσμιοι οργανισμοί της κληρονομιάς μας δεν αποτελούν κάποια γραφεία υπηρεσιών που αρκούνται στην συλλογή και συμπλήρωση των κατάλληλων εγγράφων.  Δεν αποτελούν ένα πεδίο για στενές γραφειοκρατικές πρακτικές. Αυτή είναι και η βαθιά αιτία που πολλά χρόνια τώρα το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού δεν κατάφερε να υπερασπιστεί και να αναδείξει νέα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς.

Η κληρονομιά μας, δηλαδή ο ανθρώπινος πολιτισμός μας και η φύση μας δεν χρειάζονται φανφάρες και πυροτεχνήματα αλλά θέλουν συστηματική και μεθοδική δουλειά από ανθρώπους που αγαπούν αυτό που κάνουν χωρίς έπαρση.  Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τόπος μας από την βαθιά προϊστορία είναι τόσο πλούσιος που δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα αν φυσικά δεν τον καταστρέψουμε. Αν ο τόπος μας αποτελεί πόλο έλξης αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο επισκέπτης έρχεται να νιώσει άνετα από την λειτουργεία του κράτους και των υπηρεσιών.

Δεν έρχεται ακόμα για να θαυμάσει νέας τεχνολογίας αυτοκίνητα ή  πολυτελή σπίτια. Έρχεται για να απολαύσει την μνημειακή ιστορικότητα του χώρου, το παρθένο των φυσικών ιστορικών τοπίων , την θάλασσα, το ποιοτικό φαγητό, τους ανθρώπους με το χαμόγελο και τη φυσική πρόσληψη του χρόνου  που είναι εντελώς διαφορετική από την βιομηχανική πρόσληψη οργανωμένη με βάση το λεπτό. Αυτό λατρεύουν οι συνάνθρωποί μας από τις βιομηχανικές χώρες που μαστίζονται και αυτές από την κρίση (τουλάχιστον στην Ευρώπη).

Αυτός είναι ο μόνος πλούτος μας. Μην τον καταστρέφουμε. Δυστυχώς η οικονομική κρίση και η πολεμική συγκυρία στην ευρύτερη περιοχή έχει σε μεγάλο βαθμό κλέψει το χαμόγελο και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Μην καταστρέψουμε όμως την βάση πάνω στην οποία όλος αυτός ο πλούτος αναπτύσσεται ιστορικά. Την φύση μας και τα μνημεία μας. Ούτε περισσότερο μορφωμένοι είμαστε, ούτε πλουσιότεροι, ούτε έχουμε φθηνές και γρήγορες μεταφορές ή τεχνολογία.

Ας διαφυλάξουμε λοιπόν τα κειμήλια μας, αυτά που παραλάβαμε αψεγάδιαστα και τα καταστρέφουμε κάθε μέρα κάτω από την πίεση εξωφυσικών μορφωμάτων.

Δεν μου επιτρέπεται, ούτε είναι σωστό τόσο στρατηγικά όσο και μεθοδολογικά να προχωρήσω σε μια παραπέρα ανάλυση του θέματος ειδικά σε αυτή την ευαίσθητη φάση.  Θα ήθελα μόνο να πω, να μην ψάχνουμε τις όποιες αιτίες (τουλάχιστον σε θέματα κληρονομιάς), σε πρόσωπα αλλά σε εξωφυσικά μορφώματα, μεθοδολογίες και πρακτικές.

Η κληρονομιά μας, ο ιδιαίτερος ανθρώπινος πολιτισμός μας και το περιβάλλον μας, η ιστορική φύση μας δηλαδή ως ενότητα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί ένα σκηνικό για στιγμιαίες “ανάγκες” και  για αγοραίες πρακτικές. Δεν μπορεί, κατά τον ίδιο τρόπο που κανείς μας δεν θέλει να καταστρέφει τα όποια οικογενειακά μας κειμήλια και αναφορές.

* Ο Μανόλης Κλώντζας έχει έδρα Αρχαιολογίας και Μουσειολογίας UNESCO Πανεπιστήμιο Μάσαρικ Ερευνητικό κέντρο ARCHAIA Brno