Η προσπάθεια μου θα κατατείνει να παρουσιάσω κάθε τι που αφορά στο ευλογημένο αυτό δέντρο.

Στη φύτευση άλλοτε και τώρα, στην καλλιέργεια, στην δενδροκομία γενικότερα και στην παραγωγικότητα του δένδρου αυτού καθώς και τη συνεισφορά του, τόσο στον οικογενειακό όσο και στον κρατικό προϋπολογισμό.

Πρώτα πρώτα, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ στον μεγάλο μας ποιητή Κωστή Παλαμά, εξ ίσου εθνικό ποιητή της χώρας μας ο οποίος αγάπησε τόσο αυτό το ευλογημένο δέντρο που βρίσκεται σε κάθε γωνίτσα της αγαπημένης ιδιαίτερης πατρίδας μας, ώστε έγραψε το εξαιρετικό ποίημα που ακολουθεί:

Η ελιά.

Είμαι του ήλιου η θυγατέρα

Η πιο απ’ όλες χαϊδευτή

Χρόνια η αγάπη του πατέρα

Σ΄ αυτό τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Αυτόν το μάτι μου ζητεί.

Είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Όπου και αν λάχει κατοικία

Δε μ’ απολείπουν οι καρποί.

Ως τα βαθιά μου γηρατειά,

Δεν βρίσκω στην δουλειά ντροπή.

Μ’ έχει ο θεός ευλογημένη,

Και είμαι γεμάτη προκοπή.

Είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Φρίκη, ερμιά, νερό, σκοτάδι

Τη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Νώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Την ομορφάδα και χαρά

Είμαι η ελιά η τιμημένη.

Εδώ στον ίσκιο μου μ’ αποκάτω

Ήρθ’ ο Χριστός να αναπαυθεί

Κι ακούστηκ’ η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί.

Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,

Έχει’ ς τη ρίζα μου χυθεί.

Είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Και φως πράστατο χαρίζω

Εγώ στην άγρια τη νύχτα.

Τον πλούτο πα δεν τον φωτίζω,

Συ μ’ ευλογείς φτωχολογιά.

Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,

Θα φέγγω μπρος στην Παναγιά.

Είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Είναι ηλίου φαεινότερο, ότι άπαντες οφείλουμε μια τιμή και μια ευγνωμοσύνη σ αυτό το πανάρχαιο δέντρο, κλάδο του οποίου, η Θεά Αθηνά χάρισε ως δώρο και ως σύμβολο Ειρήνης στους Αθηναίους.

Κλαδί ελιάς αποτελούσε και το στεφάνι ή το βραβείο των Ολυμπιονικών της αρχαιότητας και όπως αποδεικνύεται ιστορικά, συναντάται και στην Αρχαία Ελλάδα τώρα μάλιστα, πρόσφατα, η έρευνα έδειξε και έφερε σε φως δένδρα ελιάς χιλιάδων ετών, συναντάται και στη παλαιά Διαθήκη, δεδομένου ότι κλάδο ελιάς μετέφερε η περιστερά στο Νώε, για να καταδειχθεί ότι, τα νερά του κατακλυσμού είχαν έστω εν μέρει αποσυρθεί. Αρχαίες ελιές βρίσκονται ακόμα στην ιερά οδό Αθηνών. Η πρώτη ελιά φυτεύτηκε στην Ακρόπολη Αθηνών.

Ελιά δέντρο αειθαλές. Έχει φύλλα αντίθετα, λογχοειδή, δερματώδη, σκουροπράσινα.

Ευδοκιμεί στα πεδινά και αποδίδει το πολύτιμο λάδι, βασική τροφή και κύριο συστατικό της κρητικής κυρίως διατροφής. Ευεργετικό για τον ανθρώπινο οργανισμό κυρίως για τις αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχει. Αυτά τα έχουν πει επιφανείς επιστήμονες διατροφολόγοι. Αξίζει τον κόπο να αναφερθώ σε γεγονότα, που ο ίδιος έχω βιώσει. Αναφέρομαι στην αρχή της δεκαετίας του 1960.

Μαθητής γυμνασίου τότε, θυμούμαι κάποια μέρα έφτασαν στο χωριό μου στο Καστέλλι Πεδιάδας κάτι κινητά σπίτια μακρόστενα με πολλά παραθυράκια που τα έσερναν μεγάλα αυτοκίνητα. Παρκάρανε σε ένα επίπεδο μέρος στην είσοδο του χωριού. Τι είναι βρε παιδιά αυτά τι είναι; Τελικά ήταν ένας μεγάλος Καθηγητής Ιατρικής από το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Ελλάδας τον Ευαγγελισμό Δοξιάδης λεγότανε.

Οι γιατροί αυτοί επέλεξαν πάρα πολλά σπίτια του χωριού τα επισκέπτονταν καθημερινά, κατέγραφαν τι φαγητό έβαζε στο τσικάλι της κάθε νοικοκυρά, ζύγιζαν τα μέλη της οικογένειας, καθώς και την ποσότητα λαδιού που έμπαινε στο τσικάλι. Τα αποτελέσματα της έρευνας ήρθαν σύντομα και το πόρισμα έλεγε ότι η περιοχή Καστελλίου, είχε ανακηρυχθεί η περιοχή με τα λιγότερα καρδιακά νοσήματα και αυτό οφείλονταν στο λάδι. Μια άλλη σημαντική εμπειρία μου είναι η εξής: το έτος 2001, κάναμε ως σύλλογος των δασκάλων μια εκδρομή στην πανέμορφη Ιταλία.

Βρεθήκαμε κάποια στιγμή στην ξεχωριστή Σιέννα. Για προσωπική μου ανάγκη μπήκα σε ένα φαρμακείο. Αβίαστα το μάτι μου έπεσε πάνω σ ένα μπουκαλάκι 100 ml. Έγραφε η ετικέτα του «κρητικό λάδι». Το αγόρασα 10 ευρώ και το έδειξα στους συναδέλφους μου. Το ερώτημα προκύπτει πολύ έντονο. Γιατί το λάδι μας δεν έχει την ανάλογη τύχη; «Τις πταίει;» Απαντώ με βεβαιότητα. Εμείς οι ίδιοι φταίμε. Τόσες και τόσες συνεταιριστικές οργανώσεις διαλύθηκαν. Εξαφανίστηκαν και κανείς, ούτε πολιτεία ούτε δικαιοσύνη, ούτε κοινωνία, έκανε μια κίνηση για να αποδοθούν οι ευθύνες που προκύπτουν, «Ομερτά».

Εντελώς απαραίτητο είναι να επέλθει μια κάθαρση και να αρχίσουμε από την αρχή. Υπάρχει αδήριτη ανάγκη να αναστηθούν και να δραστηριοποιηθούν σ ένα νέο ξεκίνημα Συνεταιρισμοί και Οργανώσεις. Η τυποποίηση ανύπαρκτη και η προώθηση του προϊόντος προβληματική έως ανύπαρκτη.

Εδώ, σήμερα δεν θα αναφερθώ στο πως καλλιεργείται σήμερα η ελιά. Αυτό το γνωρίζουν άριστα πολλοί ελαιοκόμοι. Θα αναφερθώ όμως στο παρελθόν για το πως εκαλλιεργείτο το δένδρο αυτό, ή καλύτερα ένας Ελαιώνας. Θυμούμαι ότι το φθινόπωρο όργωναν το χωράφι με το Ισιόδιο άροτρο. Άροτρο του 8ου αιώνα π.χ. Μάλιστα έσπερναν μέσα στον Ελαιώνα τα λεγόμενα Ψυχανθή.

Μερικά από αυτά τα κουκιά, ο αρακάς, τα φασόλια, τα ρεβύθια, η φακή. Λέγονται Ψυχανθή γιατί το άνθος τους μοιάζει με πεταλούδα (ψυχή) και έχουν την δυνατότητα να συσσωρεύουν το άζωτο. Μόλις έβγαζαν τα άνθη τους τα φυτά, με το άροτρο και πάλι τα χωμάτιζαν, έτσι ώστε το άζωτο να φυλακιστεί στο έδαφος.

Η διαδικασία αυτή είναι η λεγόμενη αμειψισπορά και είναι μια λίπανση , εξαιρετικά οικολογική. Σήμερα αυτή η διαδικασία είναι παντελώς άγνωστη, όπως και το Ισιόδιο άροτρο, το οποίο έχουν αντικαταστήσει τα λεγόμενα βενζινάροτρα, τα κοινά γαλλιστί τρακτέρ. Βέβαια έβαζαν και χημικά λιπάσματα τα λεγόμενα την εποχή εκείνη γκουανός. Το κλάδεμα γινότανε κυρίως με τα μπαλταδάκια που έκοβαν εξαιρετικά και οι κλαδευτάδες έκαναν με το εργαλείο αυτό τομές ακριβείας.

Εγώ ο ίδιος που έχω τη μεγάλη τύχη να φυτεύω ελιές και να καλλιεργώ είχα τα μπαλταδάκια μου και τα σαρακάκια μου. Βενζινοκίνητα πριόνια δεν υπήρχαν. Η συλλογή της ελιάς γινότανε με ραβδιά που κόβαμε το καλοκαίρι κυρίως από σφάκιες, τα εκθέσαμε στον ήλιο όλο το καλοκαίρι έτσι ώστε να ξεραθούν και να ελαφρύνουν για να μην προξενούν ζημιά στο δένδρο. Βρίσκαμε και μακριές βέργες που τις λέγαμε ντέμπλες. Με τα βεργάλια αυτά κτυπούσαμε τα κλαδιά και οι ελιές έπεφταν στις ανάπλες.

Σήμερα τα λέμε πανιά ή δίκτυα. Σήμερα υπάρχουν οι γνωστές βέργες με τα μηχανάκια που τις χειρίζονται κυρίως άντρες, ενώ οι γυναίκες ασχολούνται με το στρώσιμο της ελιάς και με τη μετακίνηση των πανιών σε άλλα δέντρα. Μια πολύ ζωντανή εικόνα της συλλογής του ελαιόκαρπου φαίνεται στο γνωστό κρητικό τραγούδι του πρωτομάστορα της λύρας Κώστα Μουντάκη:

Έφταξε ο καιρός καλέ που πέφτουν οι ελιές

και τα λιόφυτα θα πιάσουν πάλι οι κοπελιές

Μυλωνάδες και μαζώχτρες θα τα λέμε πότες-πότες

κι αφορμή θα ‘ναι οι ελιές, να ‘χουμε χρυσές δουλειές

Φύσηξε βοριά καλέ και ρίξε μια ψιλή βροχή

και για μας τους μυλωνάδες ήρθε τώρα εποχή

Να θωρούμε τις μαζώχτρες, να τα λέμε πότες-πότες

κι αφορμή θα ‘ναι οι ελιές, να ‘χουμε χρυσές δουλειές

Όλες οι γειτονοπούλες τα καλάθια θα βαστούν

και στη φάμπρικα θα μπαίνουν κάθε τόσο να ρωτούν

Και θα μας παρακαλούνε για τσ’ ελιές τους ν’ αλεστούνε

κι αναλόγως κάθε μια θα πληρώνει αλεστικά

Πάρε το καλάθι κι έλα όμορφή μου κοπελιά

κι εγώ θα βαστώ τη σκάλα ν’ ανεβαίνεις στην ελιά

Σα γεμίσεις το καλάθι θα πιαστούμε στα φιλιά

και θα βγάλουμε το λάδι από κάτω στην ελιά

Τις πρώτες μέρες, πρηζότανε τα χέρια πάνω από τον καρπό και οι πόνοι ήταν έντονοι. Όλη μέρα με τα βεργαλάκια άντε να κάναμε 5 τσουβάλια, ενώ σήμερα δυο βέργες και μια γυναίκα στα πανιά, μπορεί να φτάσουν τα τριάντα τσουβάλια. Καμμία σχέση. Στη συνέχεια τις ελιές τις λιχνούσαμε και δεν έμενε ούτε ένα φύλλο.

Τις σακιάζαμε και τις φορτώνανε στα γαϊδουράκια για το σπίτι. Στο σπίτι αδειάζαμε τα τσουβάλια στο πατητήρι, για να χρησιμοποιηθούν την επαύριο. Όταν ο σωρός γινότανε μεγάλος, οι ελιές έπρεπε να πάνε να αλεστούν. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 50, οι ελιές αλέθονταν στις φάμπρικες. Η κινητήρια δύναμη στις φάμπρικες ήταν το πολυαγαπημένο γαϊδουράκι, πιστός φίλος και σπουδαίος βοηθός του ανθρώπου.

Το γαϊδουράκι ή το μουλάρι συνήθως πιο δυνατό, κινούσε τις πέτρες που ήταν όπως οι τροχοί πολύ βαριές, πατούσαν τις ελιές πολλή ώρα, τις έκανε ζύμη, η ζύμη κατόπιν έμπαινε με την παρέμβαση των χεριών των εργατών στους μποξάδες και οι μποξάδες στοιβάζονταν σε ένα υποτυπώδες πιεστήριο που κινούσαν δυνατοί εργάτες. Το λάδι έτρεχε στη λεγόμενη κασέλα που στο πρώτο μέρος είχε ζεστό νερό. Κατόπιν σιγά-σιγά μάζευαν το λάδι με ένα πλακέ κάρτο από την επιφάνεια της κασέλας.

Είναι ευνόητο ότι ένα μεγάλο μέρος του λαδιού χάνονταν ενώ πολύ λάδι έμενε στην πυρήνα. Αργότερα μέσα στη δεκαετία του πενήντα έκαναν την εμφάνιση τους εργοστάσια τα λεγόμενα ελαιοτριβεία. Μια μηχανή κινούσε έναν μεγάλο άξονα ο οποίος μετέφερε την κίνηση σε υποάξονες και από κει με τα λεγόμενα λουριά η κίνηση μεταφερότανε πάλι στα διάφορα εξαρτήματα που έκαναν τις επιμέρους δουλειές.

Αυτή τη φορά το πιεστήριο δούλευε με υδραυλική κίνηση, οι μποξάδες σφίγγονταν περισσότερο, το λάδι περισσότερο, πάλι όμως λάδι έμενε πολύ στον πυρήνα που έβγαινε ως πίττες από τους μποξάδες και αποτελούσε πλούσια ύλη ενέργειας για χρήση στις σόμπες ακόμα και στην παρασταίνουμε όπου μαγείρευαν.

Σιγά σιγά έκαναν και την εμφάνιση τους οι λεγόμενοι διαχωριστήρες που χώριζαν το λάδι από τον κατσίγαρο και άλλες ανεπιθύμητες ουσίες.

Θυμούμαι ακόμα στα παιδικά μου χρόνια για να πάρουμε χαρτζιλίκι φορτώνανε με την παλάμη στα φορτηγά την πυρήνα για να την πάνε στο γνωστό πυρηνεργοστάσιο ΑΘΗΝΑ του Αλεπουδέλη, πατέρα του ποιητή Ελύτη και του Ταλιάνη εκεί που έχει γίνει σήμερα ο σταθμός λεωφορείων του ΚΤΕΛ του υπεραστικού.

Κάναμε κι άλλα παιγνίδια και μάλιστα επικίνδυνα. Σκάβαμε κι ανοίγαμε βαθείς λάκκους στην πυρήνα και κατόπιν τους σκεπάζαμε για να μη φαίνεται ο λάκκος. Καθώς περνούσαν οι άλλοι οι νεόφερτοι ανυποψίαστοι και αμέριμνοι καθώς ήταν έπεφταν μέσα στο λάκκο. Πολλές ήταν οι φορές που γεμίζαμε ένα τσουβάλι πυρήνα, το παίρναμε στον ώμο κατευθείαν στο σπίτι, για την παραστιά ή τη σόμπα.

*Ο Λεωνίδας Κανελλής είναι συνταξιούχος δάσκαλος