Φέτος κλείνουν 78 χρόνια από τον Αύγουστο του 1944, που το ηρωικό χωριό των Ανωγείων παραδόθηκε στις φλόγες, τη λεηλασία και την καταστροφή. Οι Γερμανοί κατακτητές με μια λιτή διαταγή του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Μίλερ, (διοικητής Φρουρίου Κρήτης από 20 Ιουλίου 1944 ως 14 Οκτωβρίου 1944), θα άφηναν στο πέρασμά τους από το χωριό, μόνο στάχτες και ερείπια.

Όταν δεν μπορεί να υποταχτεί η αγέρωχη Κρητική ψυχή, τότε αυτό που μένει είναι η καταστροφή των άψυχων αντικειμένων. Έτσι, επί είκοσι και πλέον ημέρες, οι βάρβαροι Γερμανοί ξέσπασαν στα μητάτα, στις στάνες, στα σύνεργα τυροκομικής, στα πρόβατα και τις κατσίκες των κτηνοτρόφων, στα σπίτια και τις περιουσίες των Ανωγειανών.

Μεγάλη η ματαιοδοξία των κατακτητών που σκέφτηκαν ότι, καταστρέφοντας το χωριό, θα ακολουθούσε η ερήμωση και η εγκατάλειψη. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου εκτός από την Κρήτη. Γιατί στ’Ανώγεια, την καταστροφή ακολούθησε η δημιουργία και την ερήμωση διαδέχτηκε η αναγέννηση.

Η επιδρομή των Γερμανών στα Ανώγεια και στο Ανωγειανό αόρη ξεκίνησε στις 12 Αυγούστου 1944 και η διαταγή του Διοικητή του «Φρουρίου Κρήτης» Μίλερ με ημερομηνία 13 Αυγούστου 1944, έλεγε τα εξής:

´Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της Αγγλικής κατασκοπείας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχίου φρουράρχου Γενί – Γκαβέ και της υπ’αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ισοπέδωσιν τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου».

1945, τα Ανώγεια ένα χρόνο μετά την καταστροφή
1945, τα Ανώγεια ένα χρόνο μετά την καταστροφή

 

Στο γερμανικό αφήγημα της πυρπόλησης και καταστροφής των Ανωγείων, σύμφωνα με τη διαταγή του, ο Μίλερ επικαλείται πέντε λόγους:

α) ότι τα Ανώγεια είναι κέντρο της Αγγλικής κατασκοπείας

β) ότι οι Ανωγειανοί εξουδετέρωσαν τον Λοχία Σήφη Ολενχάουερ και την ομάδα του

γ) ότι οι Ανωγειανοί συμμετείχαν στο σαμποτάζ της Δαμάστας

δ) ότι στα Ανώγεια βρίσκουν άσυλο και προστασία οι άντρες της Κρητικής Αντίστασης και

ε) ότι οι απαγωγείς του Στρατηγού Κράιπε χρησιμοποίησαν ως σταθμό διακομιδής τα Ανώγεια.

Η διαταγή της καταστροφής των Ανωγείων δημοσιεύτηκε στις φιλογερμανικές εφημερίδες ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ Χανίων και ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ Ηρακλείου.

Η φωτογραφία που έσωσε από τις φλόγες του σπιτιού της στα Ανώγεια η Κρυστάλη Σταυρακάκη, τον Αύγουστο του 1944.
Η φωτογραφία που έσωσε από τις φλόγες του σπιτιού της στα Ανώγεια η Κρυστάλη Σταυρακάκη, τον Αύγουστο του 1944. Στο μέσον ο Μανόλης Σταυρακάκης – Μερτζανοζαχαράκης, δεξιά ο γιος του Γιώργης (στα γόνατά του) και αριστερά ο άλλος γιος Βασίλης Σταυρακάκης – Βασιλέας

Στον τοίχο του σπιτιού του +Βασίλη Σταυρακάκη ή Βασιλέα στα Ανώγεια, βρίσκεται μία φωτογραφία. Η φωτογραφία έχει ληφθεί το έτος 1931. Σ’αυτήν εικονίζεται ο πατέρας του Βασιλέα Μανόλης Σταυρακάκης ή Μερτζανζαχαράκης μαζί με δυο παιδιά του, τον ίδιο τον Βασίλη και τον Γιώργη.

Τη φωτογραφία κατάφερε να διασώσει μέσα από τις φλόγες του σπιτιού της, η μητέρα του Βασιλέα και γυναίκα του Μερτζανοζαχαράκη, η Κρυστάλη Σταυρακάκη. Ήταν εκείνες τις δύσκολες ημέρες, από τις 13 ως το τέλος Αυγούστου 1944, που καίγονταν και λεηλατούνταν τ’Ανώγεια από τους άντρες της Βέρμαχτ.

Όταν έφτασαν οι Γερμανοί στ’Ανώγεια τη νύχτα της 12ης Αυγούστου 1944 με σκοπό να κάψουν και να ανατινάξουν το χωριό, διάλεξαν μερικά σπίτια των Ανωγείων, μεταξύ τους και το σπίτι του Μερτζανοζαχαράκη, για να μένουν όσες μέρες γίνονταν η παραπάνω επιχείρηση.

Οι βάρβαροι κατακτητές είχαν διώξει τα γυναικόπαιδα, (οι άντρες είχαν καταφύγει στον Ψηλορείτη) και η οικογένεια του Μερτζανοζαχαράκη, (γυναίκα και παιδιά, ο ίδιος είχε σκοτωθεί σε ατύχημα το 1934), είχε καταλύσει στο χωριό Βενί Μυλοποτάμου. Η Κρυστάλη πήγαινε καθημερινά μετά το μεσημέρι από το Βενί στο σπίτι της στα Ανώγεια, να παίρνει τρόφιμα από την αποθήκη της για να μαγειρεύει στα παιδιά της.

Κάθε βράδυ που επέστρεφε στο Βενί, τον κόπο της ημέρας απάλυνε η σκέψη ότι το σπίτι της ακόμη υπάρχει, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.

Όμως αλίμονο, την τελευταία ημέρα της αναχώρησης των Γερμανών, το σπίτι της παραδίδεται στη φωτιά από τους κατακτητές. Η Κρυστάλη ήταν στο χωριό και βλέποντας το σπίτι της να καίγεται ορμά και μπαίνει μέσα. Στον τοίχο κρέμονταν η φωτογραφία του άντρα της με τα δυο παιδιά τους. Πέφτει στις φλόγες, την ξεκρεμά και τη διασώζει.

Ο Βασίλης Σταυρακάκης, πρώτος γιος του Μερτζανοζαχαράκη, νεαρός 19 χρονών, έζησε από κοντά το κάψιμο και τη λεηλασία των Ανωγείων, τον Αύγουστο του 1944.

Η γειτονιά Περαχώρι μετά την λεηλασία και πυρπόληση των Ανωγείων
Η γειτονιά Περαχώρι μετά την λεηλασία και πυρπόληση των Ανωγείων από τους άντρες της «ηρωικής» Βέρμαχτ τον Αύγουστο του 1944

 

Παρακολούθησε την ανατίναξη του σπιτιού της οικογένειας των Σπιθούρηδων και είδε την μανία των γερμανών να εκδηλώνεται στα άψυχα πράγματα, όπως κουβάδες, σαμάρια ζώων, αντικείμενα τυροκομικήςÖ Η αφήγηση του Βασίλη Σταυρακάκη, (την άνοιξη του 2004), είναι συγκλονιστική:

´…εγώ είμαι στη φωτογραφία που στέκω και ο αδερφός μου ο Γιώργης είναι που τον έχει στην ποδιά του ο πατέρας μου. Το σπίτι μας το’χανε φυλάκιο οι Γερμανοί. Ήτανε καλό σπίτι, μεγάλο, κεραμιδωτό με τέσσερα νερά. Εμείς εφύγαμε και πήγαμε επαδέ κάτω σε ένα χωριό στο Βενί. Αλλά δεν ήξερε η συχωρεμένη η μάνα μου, που κρατούσαμε εμείς τα κοπέλια, ανέ ζούμε ή όχι.

Είχανε πάει εκειά στο μύλο σαράντα άτομα, όλη μας η φάρα. Ήρχουντανε στο σπίτι η μάνα μου γιατί ήτονε ακόμη αχάλαστο, το’χανε φυλάκιο οι Γερμανοί. Εγέμιζε ένα τσουβάλι τρόφιμα και τα σήκωνε και τα πήγαινε 15 – 20 χιλιόμετρα και τα μαγέρευγε σ’ένα καζανάκι.

Το καζάνι αυτό το’χομε ακόμη. Εμαγέρευγε στο καζάνι και τρώγανε σαράντα άτομα. Και κάθε μέρα δα ήρχουντονε και έλεγε ζει μωρέ ακόμη το σπίτι και έκανε το σταυρό τση. Έκανε το σταυρό τση στη Παναγία να γλιτώσει το σπίτι. Και την τελευταία μέρα θωρεί δυο γερμαναράδες και μαζεύγουνε όλα τα έπιπλα που’χενε ο οντάς μας, καρέκλες, τραπέζια και τα κάνουνε ένα σωρό. Η μάνα μου στέκει στην πόρτα και λέει στσι Γερμανούς:

-Μη μου κάψετε το σπίτι !

Ένας Γερμανός τση λέει:

-Γιαγιά πόλεμος, δεν πειράζει !

Η διαταγή της καταστροφής των Ανωγείων του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Φρειδερίκου Γουλιέλμου Μίλερ
Η διαταγή της καταστροφής των Ανωγείων του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Φρειδερίκου Γουλιέλμου Μίλερ, με ημερομηνία 13 Αυγούστου 1944

Μόλις τα κάνανε ένα σωρό, πετούνε ένα υγρό, βενζίνα θαν ήτανε. Μόλις έναψε την παρασύρα και την πέταξε στο υγρό, έρπαξε η φωτιά, ερπάξανε τα έπιπλα και γρίκουνε τα κεραμίδια να σπούνε. Στέκει η μάνα μου στη πόρτα και δεν επρόβαλε ούτε δάκρυ. Και τάρασσε το μυαλό τση και λέει ήντα να πάρει από το σπίτι. Και νταρντίζει στη φωτιά κι αρπά αυτή τη φωτογραφία και χτυπά όξω.

Μέσα στη φωτογραφία ήτονε και η μάνα μου και είχε ένα σωρό μαμουντιέδες στο λαιμό τση και εκράτουνε τον τρίτο μου αδερφό που σκοτώθηκε στρατιώτης στην ποδιά τση μωρό.

Απής επήρε τη φωτογραφία, μετά που ελευθερωθήκαμε και φύγανε οι Γερμανοί, την πήγε σ’ένα φωτογράφο και αφαίρεσε την απατή τση χωρίς να το πει ανθρώπου. Επειδή είχε τα χρυσαφικά στο λαιμό, από τη στενοχώρια τση, δεν ήθελε να τα βλέπει.

Για το κάψιμο του χωριού μας θα σου πω ότι ετότες είχανε αφήσει οι Γερμανοί τέσσερα πέντε σπίτια και εμένανε την ημέρα, το βράδυ επιαίνανε στα Σείσαρχα, τα’χανε φυλάκιο. Εγώ ήμουνε στα Ζωνιανά από κάτω και είχα αφήσει ένα κουνέτο πιο πάνω από το χωριό στσ’Αρούς, γεμάτο κριάς.

Έτρωγα και θωρώ τσι γερμαναράδες τριάντα μέτρα πιο πέρα και ελαλούσανε σαράντα γαϊδάρους φορτωμένους πολεμοφόδια, πολυβόλα, σφαίρες. Και κλειω το κουνέτο και το’φήνω κει δα και φεύγω. Λέω μετά από κει που ήμουνε, δεκαπέντε είκοσι χιλιόμετρα, να πάω να πάρω το κουνέτο και ένα γαμπά, ένα ρασίδι. Εβάδιζα να φτάξω στο σημείο που τά’χα και εχώνουμουνε γιατί εκαίγανε οι Γερμανοί ακόμη το χωριό.

Πάω σ’ένα μιτάτο στσ’Απάτες που είχαμε τέσσερα σωμάρια των γαϊδάρων μας και τα βρίχνω καημένα και εφαίνουντονε μόνο τα χαρταλάμια. Μια ντενέκα που βάναμε το νερό και τσ’είχανε ρίξει εκατό σφαίρες. Κι ένα αραγό ανθόγαλο και του’χανε πεσμένες εκατό σφαίρες κι αυτουνού. Εγώ εσυγκινήθηκα, προβαίρνω και βλέπω το χωριό μαύρο καψάλι.

Θωρώ στα Σπιθουριανά στου Νταμπακομανόλη, ήτονε ένα κεραμιδωτό σπίτι, τω Σπιθούρηδω. Ήτονε μεγάλο. Το’χανε κι αυτό φυλάκιο όπως το δικό μας. Έλεγα, μα πως εφήκανε το σπίτι αυτό άκαφτο. Δεν υπήρχε άλλο σπίτι παρά μόνο αυτό, το δικό μας δεν εφανέρευγε.

Εκεί που το θαύμαζα, γρικώ ένα βουητό και βγαίνουνε οι καπνοί ίσαμε τον ουρανό. Μπαίνω μέσα σ’ένα φουφούλακα σα το λαγό και ξάνοιγα να ιδώ άμα ήθελα φύγει ο καπνός το σπίτι. Απής έφυγε ο καπνός, λέω, πουν το σπίτι ; Εχαλάσανε οι Γερμανοί και των Σπιθούρηδων. Τότες εκάψανε και το δικό μας.

Η καταστροφή των Ανωγείων από τους Γερμανούς. Έργο του Αλκιβιάδη Σκουλά - Γρυλιού
Η καταστροφή των Ανωγείων από τους Γερμανούς. Έργο του Αλκιβιάδη Σκουλά - Γρυλιού

 

Και ο Βασίλης Σταυρακάκης συνεχίζει να αφηγείται για το καλοκαίρι του 1944 και το χωριό του τ’ Ανώγεια:

…όταν εκάμαν τη μεγάλη τυλιξά οι Γερμανοί, εγώ με τον αδερφό μου το Γιώργη είμασταν στα όρη στα Πετροδολάκια με τσι αξαδέρφους μου τσι Νικολάτσηδες.

Εκεί βρισκόταν το αντάρτικο τα τέσσερα χρόνια τση κατοχής. Ένα βράδυ τον Αύγουστο του 1944 έρχεται μια ειδοποίηση ότι οι Γερμανοί πήρανε το πρωί τα γυναικόπαιδα και τσι γερόντους του χωριού και συγχρόνως ετυλίξανε τα όρη χιλιάδες Γερμανοί. Στα Ανώγεια ήρθε όλη η δύναμη των Γερμανών. Έφυγε τ’αντάρτικο, εφύγαμε κι εμείς και ξημερωθήκαμε στα Βαροκέφαλα, μια Ζωνιανή τοποθεσία. Εφήκαμε 800 πρόβατα στα όρη δικά μας που δεν τα ξανάδαμε. Τα πήρανε όλα οι Γερμανοί. Και ολονών των Ανωγειανών τα πήρανε.

Η μάνα μου πήρε τα κοπέλια όλου του συγγενολογιού μας μαζί με τσι μανάδες τονε και ακλουθούσανε των Γερμανών. Τσι πηγαίνανε προς το Γενή Γκαβέ. Όταν κατεβήκανε χαμηλά προς το Πέραμα περίπου, τσι μολάρανε. Ήτανε καλοκαίρι, μεγάλη δίψα. Τα κοπέλια να κλαίνε, άλλα να είναι άρρωστα. Βρέθηκε μια κολύμπα νερό με βούρκα. Έπεσε ο μπάρμπας μου ο Νικολάτσος, που ήτανε ανήμπορος από γερατειά, να πιει νερό.

Οι Γερμανοί του παίξανε μια ξυλιά με το υποκόπανο του όπλου κι έπεσε στη κολύμπα. Μια γυναίκα κοιλοπονούσε, Αλεξάνδρα Φασουλά του Κωνσταντίνου, ζει ακόμη, δεν την αφήνανε να γεννήσει. Το παιδί το’καμε στο δρόμο πεθαμένο. Αυτό μου το’πε η μάνα μου.

Όταν οι Γερμανοί αφήκανε τα γυναικόπαιδα, περίπου 2000, οι Μυλοποταμίτες παίξαν τσι καμπάνες και τσι διαμοιράσανε σε όλα τα χωριά. Κατά την οικογένεια έπαιρνε και γυναικόπαιδα, ας είναι όλοι καλά.

Τότε πέρασαν 20 μέρες να μάθομε ανέ ζούσαμε όλοι. Όταν εσυναντήθηκα με την μάνα μου έκανε το σταυρό τση που ζούσαμε. Και εμονιάσαμε στο χωριό Βενί στον ποταμό σ’ένα μύλο. Από το μύλο επήγαινε η μάνα μου στ’Ανώγεια που’χαν φυλάκιο το σπίτι μας οι γερμανοί και κουβαλούσε με το τσουβάλι τρόφιμα από την αποθήκη μας να ζήσομε.

Είκοσι χιλιόμετρα με τον ώμο της. Θυμούμαι που μου’λεγε η μάνα μου για τα πρόβατα που μας επήραν οι Γερμανοί:

– Μη φοβάσαι εκειά που’μαι εγώ.

Αυτή ήτανε η δεύτερη ορφάνια, μετά το θάνατο του πατέρα μου το 1934. Η ορφάνια που μας εκάνανε οι Γερμανοί παίρνοντας όλα τα ζα μας. Από κει από το Βενιανό μύλο μετά που κάψανε οι Γερμανοί το χωριό και αφού εφύγανε, επήγε η μάνα μου στο χωριό Αρκάδι με τα μικρά κοπέλια. Κανόπιασε ζευγάρι κι είχε κει τον τέταρτό μου αδερφό Στελή κι έσπερνε κι εβγάζαμε σπαρτά και φυτεύαμε και πατάτες. Το σπίτι μας το νοικοκέρεψε. Και πάντα μας έλεγε:

-Μη φοβάστε εκειά που’μαι εγώ…ª.

Ο Βασίλης Σταυρακάκης ή Βασιλέας, στην αφήγησή του εκτός από το κάψιμο των Ανωγείων και του πατρικού του σπιτιού, περιγράφει και μια σκηνή που βίωσε τα χρόνια της κατοχής στον Ψηλορείτη:

´…όλα τα χρόνια τση κατοχής τα πέρασα στα Πετροδολάκια. Ήτανε ο τόπος των Ξυλούρηδων κι εγώ ήμουνε τότες με το θείο μου το Νικολάτσο το Ξυλούρη. Κάθε βδομάδα επηγαίνανε οι βοσκοί τση Νίδας με τη σειρά ένα οζό στο αντάρτικο. Εγώ είχα τότες τριάντα ζα και έμπαινα κι εγώ νόματος. Άμα μου γύριζε το νομπέτι έπρεπε να πάω ένα οζό.

Οι Άγγλοι όλα τα χρόνια τση κατοχής ερίχνανε πράματα των ανταρτών στη Νίδα με τ’αεροπλάνα. Εγώ τα γρίκουνα γιατί’μουνε όξω και τα γρίκουνα σαφή. Του ανάφτανε τρεις φωθιές στη Χαούνα το λένε, σε ένα λακκάκι μέσα και εθώρουνε ο αεροπόρος τσι φωθιές και έριχνε τα βαρέλια με αλεξίπτωτα.

Μια μέρα έφυγε ένα βαρέλι από το αλεξίπτωτο. Ελάλουνα τα στείρα να τα πάω προς το νερό και ξιπούνται. Και πάω και θωρώ ένα βαρέλι διαλυμένο και πρέπει να’σανε παραπάνω από πενήντα κονσέρβες πιταριασμένες. Νόστιμες, της ώρας. Και τε έβανα τα δαχτύλια μου κι έτρωγα και κάνω μια κοιλιδιά απού βάσταξε οχτώ μέρες. Ήτανε πολύ νόστιμες.

Στου Τσούρκα σε ένα σπηλιάρι μέσα εβάνανε οι αντάρτες τα πράματα που ερίχνανε οι Εγγλέζοι με τα αεροπλάνα. Αυστραλιακό αλεύρι, πατάτες παστές, ρύζι, ζάχαρη, κονσέρβες, όπλα, και τά’χανε εκειά γεμάτο το σπηλιάρι. Ήτονε χωστό αλλά εγώ το κάτεχα γιατί έβοσκα κοντά. Και λέω μια μέρα του μπάρμπα μου του Νικολάτσο:

-Αύριο μπάρμπα, ανέ πεινάσω, θα πάω στο σπηλιάρι να πάρω μια κονσέρβα !

Δεν ήθελα δυο, μια ήθελα. Ο μπάρμπας μου έλεγε:

-Ο Θιος να μη το κάμει ! Άμα πεινάσεις, σφάξε ένα ζο δικό μου να το φας, εκειά μέσα μη μπεις !

Αν ήθελε μου πει έμπα, θα’μπαινα και θα καθόμουνε ένα μήνα να τρώγω.

Δε μου το’πε ποτέ. Κι επήγαινα από πάνω από το σπηλιάρι κι ήστεκα δίπλα σε μια πέτρα και τράβουνα αναπνοές και γρίκουνα τη μυρωδιά τω κονσερβώ.

Κι ήμουνε τότε 17 χρονών…ª.

Και μαζεύανε οι Ανωγειανές μανάδες τον χειμώνα του 1945 τα παιδιά τους γύρω από την παρασιά, στο σπίτι που ήταν φιλοξενούμενες, μακριά από το λεηλατημένο και καμμένο χωριό τους, και τους λέγανε παραμύθια. Και όπως διηγήθηκε μια Ανωγειανή μάνα από το Περαχώρι, (την άνοιξη του 2003), κάποτε τελείωσε το παραμύθι που έλεγε στα παιδιά της κάπως έτσι:

…και θα γυρίσομε πίσω στο χωριό. Ο κύρης σας θα χτίσει ένα καινούριο σπίτι και θα’χει πολλά δωμάτια. Θα’χει και μια μεγάλη αυλή και θα φυτέψομε δυο λεμονιές και πολλά λουλούδια.

Θα δέσομε και ένα σκοινί στις λεμονιές και θα βάλομε μια κούνια για σας τα μικιά κοπέλια. Θα χτίσουνε κι οι άλλοι μας γειτόνοι τα σπίθια ντως και θα έχει η γειτονιά μας πολλά κοπέλια να παίζετε μαζί ντως. Κι εκείνοι που μας εχαλάσανε τα σπίτια μας δεν θα ξαναρθούνε ποτέ. Και κάθε Κυριακή θα σας βάνω τα καλά σας τα ρούχα και θα πηγαίνομε στην εκκλησία τση Παναγίας…

Εκείνη τη στιγμή, το μικρότερό της παιδί, κάρφωσε τα μάτια του πάνω στα δικά της και παρακαλώντας, είπε:

-Πε το πάλι μα το παραμύθι, πε το…

Και η χαροκαμένη μάνα το’λεγε και το ξανάλεγε, κάθε βράδυ το ίδιο παραμύθι, προσέχοντας πάντα να μην κυλήσει κάποιο δάκρυ από τα μάτια της και το δούνε τα παιδιά της. Και το μικρότερο πάντα της έλεγε:

-Πε το πάλι μα το παραμύθι, πε το…

 

* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού