Πολλές τραγωδίες πλήττουν συχνά τη χώρα μας. Λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί και απροσδόκητες πυρκαγιές τα καλοκαίρια. Οι ευθύνες αποδίδονται ένθεν κακείθεν, όπως γίνεται πάντα σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Ποιος φταίει τελικά, το έχει πει με τη θυμοσοφία του, ο Κώστας Βάρναλης:

Φταίει το κεφάλι το κακό μας

Φταίει ο θεός που μας μισεί

Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.

Το επίσης τραγικό είναι ότι, επειδή μια πυρκαγιά προσφέρει γοητευτική εικόνα, συνεχίζει να γίνεται σκύλευση και γιατί όχι εγκληματική εκμετάλλευση της τραγωδίας με το πρόσχημα της ενημέρωσης.

Όλα αυτά και άλλα πολλά με υποχρεώνουν να μεταθέσω το κέντρο βάρους αλλού και να αναρωτηθώ γιατί άραγε διαχρονικά η φωτιά, η πυρκαγιά, η φλόγα χρησιμοποιούνται ως εκφραστική μεταφορά, προκειμένου και ο λαός και οι μεγάλοι μας ποιητές να δηλώσουν τον καημό και τον έρωτα, που αναμφισβήτητα είναι και στη μυθολογία μας και στην επιστήμη και στις προσωπικές μαρτυρίες και εμπειρίες και στην ίδια τη φύση το κορυφαίο συναίσθημα.

Εκείνη καίει και καταστρέφει, αν την πλησιάσεις πολύ. Αν απομακρυνθείς, παγώνεις. Η χρήση της υπήρξε η αρχή του πολιτισμού, που ο φιλάνθρωπος Προμηθέας την έκλεψε από τον Δία και τη χάρισε στους ανθρώπους, καρφώθηκε στον Καύκασο και ένας αετός τού έτρωγε το συκώτι. Ο «νεοχμός τύραννος», ο Δίας, έδειξε όλη του τη σκληρότητα, μέχρι που αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, να ηρεμήσει ο κόσμος και να επικρατήσει η θεία Δίκη.

Από τους προσωκρατικούς, ο Εφέσιος φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος, θεωρεί ότι το πυρ είναι η κύρια ουσία από την οποία γεννιούνται και στη οποία καταλήγουν τα πάντα με τις μεταλλαγές της. Κάτι τέτοιο υποστηρίζεται και σήμερα από τους κοσμολόγους και τους αστροφυσικούς.

Πυρ, γυνή και θάλασσα είναι τα τρία μεγάλα κακά και αλίμονό του όποιος αστόχαστα τούς παραδοθεί γοητευμένος από τη μαγευτική λάμψη της ομορφιάς τους. Καταδικασμένοι, όμως, να επιθυμούμε να κατακτήσουμε την ομορφιά, συχνά υπερβαίνουμε τα όρια και μοιραία ακολουθεί η πτώση μας.

Ας όψεται ο αφελής Αδάμ που νεόπλαστος, δεν αρκέστηκε στον Παράδεισο, αλλά εμπιστεύτηκε «τη σάρκα από τη σάρκα του» και το πληρώσαμε έκτοτε όλοι ακριβά.

Σεβόμενος τον χώρο και την πρωινή αναγκαστική σας ευγένεια, θα περιοριστώ σε δύο μεγάλους δημιουργούς που θα σας δώσουν τη γεύση της ομορφιάς με την ποίησή τους, που δε θα σας κάψει, αλλά θα σας δροσίσει.

Προηγείται η Σαπφώ που, όπως ξέρουν οι επαΐοντες, ήταν μια ποιητική μετάλλαξη. Δεν τραγούδησε «κλέα ανδρών», όπως ο Όμηρος, αλλά πρώτη εκείνη, μια γυναίκα, μη μπορώντας να κοιμηθεί μίλησε στο φεγγάρι και του είπε τον ερωτικό της καημό.

«Βασίλεψε το όμορφο φεγγαράκι και η Πούλια.

Βαθιά μεσάνυχτα. Και εγώ κοιμούμαι μοναχή».

Μέγας καημός να κοιμάται μόνη μια γυναίκα, ξημερώματα, χωρίς τον σύντροφό της. Προσθέτουμε ακόμα μερικούς στίχους της Σαπφούς, σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη, που και εκείνος γεννήθηκε στην πόλη μας, ενώ οι γονείς του ήταν από το νησί της Σαπφούς. Μια επιφύλαξη: όσο μεγάλος κι αν είναι ο μεταφραστής, η μαγεία της ποίησης χάνεται στο μεταφρασμένο κείμενο.

Του Διός κόρες αγνές

με το ρόδινο στα χέρια δέρμα

ξεπροβάλετε από το χρυσό

παλάτι σας, όταν ολονυχτίς ο σκοτεινός

ύπνος τα μάτια κυριεύει και με καίει

ο πόθος και μ’ ανάβει σύγκορμη

Παρθένα με γλυκιά φωνή

φωνή γλυκιά σαν μέλι ομορφότερη

ακόμη φωτιές μου ανάβεις

Α τι καλά που ήρθες

και πώς σε λαχταρούσα

και τις φωτιές μες στην ψυχή μου άναψες

που την έκαψαν

Πυρετός κρυφός με σιγοκαίει

κι ούτε που βλέπω τίποτε ούτε

που ακούω, μαυρίζουν τ’ αυτιά μου

και ένας κρύος ιδρώτας

το κορμί μου περιχέει

τρέμω σύγκορμη

Αχ και πρασινίζω σαν το χόρτο.

 

Μια δεύτερη επίσκεψη, σε ένα εξίσου ιερό κείμενο και για εμάς τους Κρητικούς και για όλο τον κόσμο. Τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Αν, όπως λέει ο Κρητικός ποιητής, «τα λόγια έχουν τη χάρη να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει», ελπίζω και εύχομαι να σας παρηγορήσουν οι στίχοι του.

Αν πάρετε στα χέρια σας την εξαιρετική έκδοση του έργου από τον Στυλιανό Αλεξίου και αφοσιωθείτε στο διάβασμα, και τη χυδαιότητα των εικόνων, που συνεχίζουν να προβάλλουν, τα τηλεοπτικά μέσα θα αποφύγετε και την ομορφιά της τέχνης θα απολαύσετε, που τόσο έχουμε ανάγκη όλοι.

Με πόνους και αναστεναγμούς επέρναν ο καιρός του/κι έμπαινε μέσα στη φωτιά κ’ εκέντα μοναχός του

Μα πάντα ο νους κι ο λογισμός ήτονε μετά ‘κείνη/λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν τη σβήνει

Μάλλιος την ξάφτει και κεντά και βράζει και πληθαίνει/κι είδαμε την αναλαμπή όντε νερό τη γραίνει

Έτσι κι αυτός ό,τι έκαμε την παίδα ν’ αλαφρύνει/και να βρει αέρα και δροσιά πλια ανάφτει το καμίνι

Μα ο έρωτας στέκει ανάδια μου και τ’ άρματα που δείχνει/βαστά φωτιά κι αναλαμπή κι απάνω μου τη ρίχνει.

Έρωτας στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με/μ’ άρματα φοβερίζει με και με φωτιά κεντά με…

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος