Ο Περικλής , όμορφο παλικάρι, εκείνο το πρωί περήφανος, χαμογελαστός και πανευτυχής παρουσίαζε στον παππού του τη φιλεναδίτσα του, συμφοιτήτριά του από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου σπούδαζε, την Αλεξία. Ο εγγονός πετούσε στα ουράνια από τη χαρά του, τέτοια όμορφη σύντροφο που είχε. Ο παππούς βέβαια είχε ήδη τις πληροφορίες του από τους γονείς του εγγονού, που τη φιλοξενούσαν τρεις μέρες τώρα.
Η Αλεξία (είχε και πριγκηπικό όνομα) έσκυψε και φίλησε τον παππού, που τους υποδέχτηκε καθιστός. Κι εκείνος ένιωσε το άρωμα του κορμιού της και ταράχτηκε. «Πίσω μου σ’ έχω, σατανά! Και ποιον δεν θα ξελόγιαζε αυτή…» σκεφτόταν καθώς την περιεργαζόταν. Όμορφη, τσαχπίνα, χαδιάρα… αλλά και πλούσια και καλομαθημένη, και λίγο βέβαια μαχμουρλού, όπως τον πληροφορούσαν. Πραγματικά ήταν πολύ ωραία. Κούκλα ζωγραφισμένη, που λέει και το τραγούδι.
Τους καλωσόρισε χαμογελαστός, και ευγενικά τους είπε να καθίσουν. Η Αλεξία κοίταζε γύρω.
– Τι συμπαθητικό δωμάτιο!
– Κάθισε, παιδί μου, επανέλαβε ο παππούς.
Εκείνη όμως, αυθόρμητα, σκερτσόζικα, πετάχτηκε έξω στο μπαλκόνι, και θαύμαζε το Ηράκλειο από ψηλά.
– Αχ, τι όμορφα! Τι θέα! Καλέ, τι ωραία που περνάτε εσείς εδώ !
Και ενώ εκείνη θαύμαζε την ομορφιά της πόλης από ψηλά και δεν χόρταινε να αναπνέει τον δροσερό πρωινό αεράκι, ο παππούς μέσα προσπαθούσε να συμβουλέψει τον εγγονό μιλώντας του κάπως ψιθυριστά, να μην ακούγεται από την άλλη.
Γενικώς δεν ενέκρινε την εκλογή του εγγονού. Άλλα ήτανε τα κριτήρια του παππού.
– Πρόσεχε! Φυλάξου από τις πολύ όμορφες. Σου το έχω ξαναπεί. Και συνέχισε μιλώντας, από συνήθεια σαν παππούς σε εγγονάκι. Έτσι την έπαθε και ο Μενέλαος με την Ωραία Ελένη, που τον κεράτωσε με τον Πάρη. Κοτζάμ βασίλισσα δεν ντράπηκε να εγκαταλείψει τον Μενέλαο και να φύγει στην Ασία με τον μορφονιό τον Πάρη. Δέκα χρόνια πόλεμο έκανε ο μπουνταλάς ο άντρας της ο Μενέλαος, για να την πάρει πίσω, την άπιστη. Και ποιο το όφελος τελικά; Μιλούσε σαν να επρόκειτο για πραγματικό γεγονός.
– Ρε παππού, πιστεύεις στα παραμύθια; Στην εποχή μας;
– Τα παραμύθια κρύβουν μέσα τους πυρήνα αλήθειας. Μην τα περιφρονείς. Πλούτος και ομορφιά είναι κακοί δάσκαλοι στο σχολείο της ζωής…
– Παππού, σους! Έρχεται… του ψιθύρισε ο Περικλής χρησιμοποιώντας επίτηδες τη γλώσσα του μικρασιάτη από καταγωγή παππού του.
– Τι λέτε εσείς εδώ, παρακαλώ; ρώτησε ναζιάρικα μπαίνοντας ξανά στο δωμάτιο η Αλεξία.
Έβρισκε πολύ συμπαθητικό τον παππού. Έτσι τουλάχιστον έλεγε. Ο παππούς είχε τις επιφυλάξεις του, όμως δεν το έδειχνε. Δεν ήθελε να φανεί αγενής, να τους δυσαρεστήσει… Ήθελε όμως να κάνει πιο προσεκτικό, πιο επιφυλακτικό τον εγγονό του, που φαινόταν να πλέει μέσα σε πελάγη ερωτικής ευτυχίας. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι, με την Αλεξία πλάι του, ήταν ποτέ δυνατό να δυστυχήσει.
Και όταν έφυγαν, σκεφτόταν ο παππούς .«Πού στα χρόνια μας να τολμούσαμε να φέρουμε ως επισκέπτρια – και μάλιστα φιλοξενούμενη – στο σπίτι των γονιών μας την ερωτική σύντροφό μας από τις σπουδές μας στο πανεπιστήμιο… Αλλά και πώς το επιτρέπουν οι γονείς της κοπέλας…».