Ήταν μόνο μία επίσκεψη στην Αθήνα, ένα ταξίδι για την αγαπημένη Σοφία, σύντροφο της ζωής του Ευάγγελου Γρατσέα, από δύο ψυχές μοναδικές, τον Κωστή και την Ρένα, ένα ουράνιο ζευγάρι φίλων που έχουν κατανοήσει βαθιά το νόημα της επίγειας ζωής.

Όταν οι ώρες γυρίζουν πίσω και η ζωή σου επιστρέφει στιγμές από το κάποτε για σένα, τότε λες πώς συμβαίνουν τα θαύματα, τα γεγονότα, που γεμίζουν ξανά το μισοάδειο ποτήρι της ύπαρξής σου.

Αγαλλίαση. Χαρά ανείπωτη. Πρόσωπα ξανά στο παρόν από εκείνες τις στιγμές που δεν θα ‘θελες να τελειώσουν ποτέ, από εκείνες τις στιγμές του ονείρου σου, που η κοινή μοίρα τις παίρνει ξαφνικά και βλέπεις κατάματα το αδυσώπητο πρόσωπο της παρουσίας σου στη Γη.

Φεύγεις από τα δεδομένα και αλλάζεις πορεία. Μονολογείς. Παραμιλάς. Μέχρι που ξαφνικά λες, μα τίποτα δεν χάθηκε ακόμη, οι στιγμές είναι εδώ, οι αναμνήσεις της χαράς κι αυτές εδώ είναι, οι ευλογημένες παρουσίες φαίνονται, αναδύονται από τα βάθη της λήθης. Τα πέπλα ξεμάκρυναν.

Ανακαλύπτεις πως υπάρχεις, πως ζεις, πως μαζί σου και όλα αυτά τα ευλογημένα συμβάντα που σε κάνουν να λες πως η ζωή σου δεν ήταν ένα άγνωστο χαμένο παραμύθι, αλλά μία αλήθεια που στέκει μπροστά σου ολοζώντανη, έχει μορφή, έχει όνομα, και λέγεται ΡΕΝΑ και λέγεται ΚΩΣΤΗΣ Βασιλάκης, και είναι πολυαγαπημένα και πολυταξιδεμένα πρόσωπα του κύκλου της ζωής του Βαγγέλη και της Σοφίας Γρατσέα. Με μια πνοή και με λίγη αγάπη όλα ξανά ζωντανεύουν μαγικά.

Δεν άργησαν οι σπουδαίοι αυτοί φίλοι στης ζωής μας το μονοπάτι αλλά και ποτέ δεν θα ήταν αργά σ’ όποιο χρόνο, όποια ώρα κι αν θα διάλεγαν να ‘ρθουν, γιατί αυτοί είναι το πιο ανθεκτικό άρωμα της πιο δυνατής μοσχοβολιάς του κρίνου της Άνοιξης, πραγματικά και μεταφορικά.

Όμως η ευλογημένη αυτή επίσκεψη των δύο αυτών πλασμάτων στο σπίτι της Σοφίας, αναζωογόνησε ό,τι κοιμόταν μέσα της και από κείνη τη στιγμή το πρόσωπό της πήρε μια λάμψη ατελείωτη και ένα χαμόγελο σταθερό στις άκρες των χειλιών της. Οτιδήποτε κι αν της συνέβαινε  – και συνέβησαν πολλά – την είχε αγγίξει η θεία εκείνη σκόνη της αγάπης των φίλων που ποτέ δεν ξεχνούν.

Άργησα να γράψω δύο αράδες «φίλοι μπιστικοί» όπως θα έλεγε ο αγαπημένος σας Ευάγγελος, αλλά όσο ζούμε, όσο υπάρχουμε, υπάρχει χρόνος, ευτυχώς και ελπίδα. Έτσι είμαι εδώ να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για κείνη τη μοναδική και θαυματουργική παρουσία σας στη ζωή μας. Κουβαλήσατε μαζί με τις αποσκευές σας όλους τους καρπούς μιας ζωής όπου η λέξη λησμονιά είναι άγνωστη. Να’ στε πάντα καλά, φίλοι αγαπημένοι.

Είθε να ανταμώσουμε ξανά στο πολυαγαπημένο μας Ηράκλειο, να βρεθούμε στα σκαλιά του Αγ. Μηνά και να ανάψουμε την φωτεινότερη λαμπάδα στη χάρη Του. Είθε να ανακαλύψουμε ξανά μαζί έναν τόπο όπως τον Άγιο Θωμά που με τόσο σεβασμό στα πέτρινα και στα ανθρώπινα μνημεία και στην ομορφιά περιγράφεις Κωστή στο βιβλίο σου, που μας χάρισες τότε, με τίτλο «ΑΓΙΟΣ ΘΩΜΑΣ» αφιερωμένο στα εκκλησάκια του αιώνα μας του 21ου αιώνα και στις χθόνιες θεότητες του κάποτε.

Πόσο δυνατά μνημονεύεις τους άξιους δασκάλους που κράτησαν «πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής». Δάσκαλος εσύ γνωρίζεις καλά το μόχθο και ξέρεις ακόμη καλύτερα να εκτιμάς. Κι ακόμη πόσο όμορφα μιλάς για τα παιδιά Του ‘67 και για κείνη την εκδρομή στο Αρκάδι με την αναπάντεχη παρουσία του εθνάρχη της Κύπρου και μάρτυρα π. Μακάριο.

Θυγατέρες του Κωστή Βασιλάκη, άξια παιδιά πανάξιων γονέων, εργασθήκατε πολύ δίπλα στον πατέρα σας για την συνέχεια στο έργο του. Εκλεκτά και ευλογημένα παιδιά.

Δεν θέλω να γράψω άλλα, γιατί το δάκρυ που είχε αποκοιμηθεί στα βλέφαρα ξύπνησε πάλι.   Ώρα καλή στον ιερό τόπο των προγόνων που εσείς καλά τον κρατάτε. Ώρα καλή σε όλους σας Φίλοι Αγαπημένοι.  Να ‘στε πάντα καλά. Ώρα καλή στην Κρήτη μας.