Φέτος, με τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, με το καίριο χτύπημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πραγματοποιούνται λαμπρές επετειακές εκδηλώσεις ανά τη χώρα. Είναι γεγονός ότι οι ένδοξες αυτές περίοδοι κινούνται ως φωτοδόχοι λαμπάδες στις κορυφογραμμές της ιστορίας μας.
Για την Κρήτη της ίδιας επαναστατικής περιόδου πρέπει να τονίσουμε, ότι η αιωρούμενη επαναστατική γύρη έφτασε χωρίς καθυστέρηση σ’ αυτήν, για να γονιμοποιήσει το ανύστακτο και ανυπότακτο πνεύμα των Κρητικών.
Δύο σοβαρά και ανυπέρβλητα εμπόδια υπήρχαν στην Κρήτη. Ήταν η έλλειψη όπλων και η δυσαναλογία του πληθυσμού. Υπήρχαν 1.200 όπλα, από τα οποία τα 800 στα Σφακιά και τα άλλα 400 στους ορεινούς κυρίως πληθυσμούς της Κρήτης. Για την πληρέστερη κατανόηση της όλης αυτής κατάστασης, επικαλούμαστε μερικά συγκριτικά στοιχεία. Η Πελοπόννησος είχε έναν Πασά. Η Κρήτη είχε τρεις. Ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας ήταν 705.850 Έλληνες και 63.600 Τούρκοι.
Το 1/5 του πληθυσμού της Αθήνας ήταν Τούρκοι και τα 4/5 Έλληνες. Στην Κρήτη οι Τούρκοι ήταν 121.000 και οι Έλληνες 140.000. Η αναλογία δηλαδή ήταν σχεδόν 1 προς 1. Εκτός από το μεγάλο αριθμό Τούρκων με τη γνωστή τους αγριότητα, 20.000 απ’ αυτούς ήταν άρτια εξοπλισμένοι. Η Κρήτη απομονωμένη και απομακρυσμένη από την άλλη Ελλάδα, δεν ανέμενε ενισχύσεις. Οι Τούρκοι αντίθετα είχαν μεταξύ των άλλων στη διάθεσή τους και το ναυτικό της Αιγύπτου, που μπορούσαν να ζητήσουν όταν ήθελαν τη βοήθειά του.
Την όλη κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη μας την αποδίδει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος, όταν μας λέει: «Το φαινόμενο τηε Επαναστάσεως της Κρήτης είναι μοναδικόν εις όλην την ιστορίαν του Ελληνικού Αγώνος. Ήτο μία έγερσις εγκαθείρκτου και αλυσοδέτου τιτάνος, με μόνην δύναμη την ελληνική του συνείδησιν, την ζωτικότητά του, την φιλοτιμίαν του και την οργήν του…». Τα όπλα τελικά που είχε στη διάθεσή του ο λαός της Κρήτης ήταν ο πόθος για τη λευτεριά, το πάθος για την απολύτρωση και η φλόγα για την αποτίναξη του αφόρητου τουρκικού δεσποτισμού.
Αντίθετη και άδικη άποψη είχε εκφράσει ο ιστορικός της Επανάστασης, Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος μέμφεται τους Κρητικούς, γιατί βράδυναν να κινηθούν. Στη Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 15 Απριλίου 1821 στην Παναγία τη Θυμιανή, με τη συμμετοχή των αρχηγών και οπλαρχηγών της Κρήτης, αποφασίστηκε η Επανάσταση. Με την πληροφορία της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, οι Τούρκοι άρχισαν τις βιαιοπραγίες τους στα Χανιά και το Ρέθυμνο.
Οι βιαιοπραγίες αυτές κορυφώθηκαν στο Ηράκλειο. Το πρωί της 24ης Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι έσφαξαν τον Μητροπολίτη Κρήτης και το μεγαλύτερο μέρος των Επισκόπων. Τον προηγούμενο μήνα είχε απαγχονιστεί ο Επίσκοπος Κισάμου, γιατί είχε θεαθεί έφιππος στην πόλη των Χανίων, δικαίωμα που επιτρεπόταν μόνο στους Τούρκους. Απαγχονίστηκε επίσης ο Επίσκοπος Ρεθύμνης, καθώς και ο Επίσκοπος Πέτρας. Για τον Επίσκοπο Ρεθύμνης μια φρικιαστική πληροφορία τον συνόδευε, αφού με το αίμα της καρδιάς του ράντισαν οι Τούρκοι τις σημαίες τους, με την πεποίθηση ότι οι νίκες κατά των Χριστιανών θα ήταν ευκολότερες.
Το δίκτυο της τρομοκρατίας απλώθηκε σ’ ολόκληρη την Κρήτη και κρατήθηκε μάλιστα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Η τρομοκρατία υπήρξε συνεχής και οι σφαγές ανελέητες και καθημερινές. Υπολογίζεται ότι τα θύματα της Επανάστασης στους δύο ανατολικούς νομούς της Κρήτης ανήλθαν σε 20.000 άτομα. Ο αριθμός αυτός προκύπτει από την Κώδικα Θυσιών, που προήλθε από τη μετάφραση των τουρκικών αρχείων του Ηρακλείου. Μεταξύ των θυμάτων ήταν γυναίκες και παιδιά, που είχαν καταφύγει στα απόκρημνα βουνά για να σωθούν.
Στον Κώδικα Θυσιών δεν αναφέρονται τα μικρά παιδιά. Είναι όμως βέβαιο, ότι σημαντικός αριθμός παιδιών σκοτώθηκαν στις εκκαθαρκτικές επιχειρήσεις ή πέθαναν από τις κακουχίες, τις αρρώστιες και την πείνα στα απόκρημνα βουνά της Κρήτης, όπου είχαν καταφύγει. Άγνωστος παραμένει επίσης ο αριθμός που αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Η σουλτανική νοοτροπία με την ηγεμονική της αντίληψη δεν επέτρεπε, όπως γράφτηκε, στο Σουλτάνο να συνδιαλεχθεί με μια «χούφτα ληστές», που είχαν εξεγερθεί ενάντια στο νόμιμο ηγεμόνα τους. Έτσι η τουρκική καταδυνάστευση και οι πολλαπλές αυθαιρεσίες των Τούρκων, ανήκαν ως προνόμια σ’ αυτούς.
Ο μέσος όρος των θυμάτων των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου έφτασε στο 58% του πληθυσμού. Ορισμένες επαρχίες είχαν ποσοστό ανώτερο του μέσου όρου, όπως η Επαρχία Σητείας 77% και ακολουθεί η Επαρχία Ιεράπετρας με 69%. Ο αποδεκατισμός βέβαια του χριστιανικού στοιχείου είχε αρνητικές επιπτώσεις στο οικονομικό ισοζύγιο της Τουρκίας. Ο κεφαλικός φόρος μειώθηκε αισθητά. Δεν υπήρχε λοιπόν κανένα οικονομικό όφελος, παρά μόνο έξοδα και προβλήματα. Εκτιμάται ότι η κατάσταση αυτή οδήγησε την Τουρκία στο να παραχωρήσει την Κρήτη για 10 χρόνια στη σύμμαχο Αίγυπτο (1830-1840).
* Ο Γιώργος Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας – ιστορικός ερευνητής