Προς το τέλος της πολύπλευρα άλογης δεκαετίας των έντονων 1990s, η τεχνολογία έδωσε τη διέξοδο προς την κοινωνική εκτόνωση. Το Internet έφερε μια πνοή επανάστασης στην επικοινωνία, χάρη στην άμεση διάδραση.
Ωστόσο, η σχέση κράτους και πολίτη δεν έμεινε ανέπαφη. Η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ ως τέταρτη εξουσία και στις τρεις άλλες εξουσίες άλλαξε ροπή.
Στον 21ο αιώνα μπήκαμε με φόρα. Η συνεχής τριβή και η καθημερινή καθ’ έδρας αλληλεπίδραση με το νέο μέσον, η ψηφιοποίηση της είδησης, τα hyperlinks και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας άνοιξαν την πόρτα στο προφανές της ενημέρωσης κι αυτή είναι η πλουραλιστική αντικειμενικότητα.
Επιπλέον, όλοι μπορέσαμε να γίνουμε δημοσιολόγοι και να γράφουμε στο δικό μας blog, άρα ο γραπτός λόγος έγινε δημόσιος λόγος και κυρίως όλοι στο διαδικτυακό μας ημερολόγιο αποκτήσαμε άποψη (όχι απαραίτητα προσωπικότητα).
Τη δεύτερη δεκαετία του νέου αιώνα, τώρα σαν έτοιμες κι έτοιμοι από καιρό για το αυτονόητο, μπήκαμε μαζικά στην Online διάχυση του προσώπου. Ο προφορικός λόγος μαζί με την εικόνα έγινε ένα ομοιογενές του περιττού: videos, φωτογραφίες και φυσικά lifestyle. Το να καταναλώνω και να μιλάω γι’ αυτό ενώ ταξιδεύω ή ξοδεύω, άρα έτσι να υπάρχω, αυτός ο τρόπος ζωής έγινε η σύγχρονη μανιέρα του consumno ergo sum. Τα vlogs έγιναν απαραίτητα για κάθε επαγγελματία της ενημέρωσης αλλά για κάθε φέρελπι, ακόμα και ερασιτέχνη.
Άλλωστε, τα social media από την αρχή της εφεύρεσης διαχειρίζονται την κοινότητα προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, ποτέ χωρίς μια κρυφή ατζέντα ή/και χρηματισμό του ομιλούντος-γράφοντος προσώπου. Ποτέ, τίποτε δεν είναι αυθόρμητο ή εκεί αποσκοπεί σε βάθος χρόνου. Στην άμεση επαγγελματική εξαργύρωση, χωρίς ίχνος επικάλυψης, ουχί βαψίματος.
Η ευγονική στην οικονομία και η πανδημία
Η τεχνολογία έγινε απλώς το όχημα της συμπλοκής μας με την επιφάνεια. Όλη η προγενέστερη τεχνητή ευδαιμονία του σωλήνα και των δανείων που μας κληροδοτήθηκε, αυτή η «ευγονική της οικονομίας» αμέσως μετά την ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια έφερε την κατάρρευση ad portas.
Στο εσωτερικό των μύχιων φόβων μας, η ανεργία μαζί την πανευρωπαϊκή τρομοκρατία και το θρησκευτικό φανατισμό, στην Ελλάδα το εισρέον προσφυγικό κύμα και η επιδημική κρίση με τον Covid-19 μαζί με το νέο υποχρεωτικό (;) εμβολιασμό επιβάρυναν τον ψυχισμό μας. Οι υγειονομικοί της χώρας φέρουνε στις πλάτες τους όλο το φορτίο.
Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα με μια συγκροτημένη φασίζουσα συσκότιση που μας στοχοποίησε στο μηχανισμό και σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη που φέρονταν ως προστάτες απέναντι σε μία τουριστική καλύβα, ούτε καν πανσιόν. Αναμφίβολα, η ανισότητα στη βιομηχανική οικονομία και στα κέντρα λήψης των σημαντικών αποφάσεων μας καθήλωσε σε μία πρωτογενή πολιτική εξάρτηση και σε μία διπλωματική παιδικότητα.
Σήμερα η πρόσβαση αποδεικνύεται ανεπαρκής σε κάθε τεχνολογία αξίας, καθώς η αυξανόμενη δυσκολία μετάβασης στην τηλεργασία και στην τηλεκπαίδευση στη διάρκεια της κοινωνικής αποστασίωσης και του καθολικού lockdown απέδειξε την κοινωνική γύμνια μας.
Η πανδημία, ειδικά για τα χαμηλά και τα χαμηλομεσαία κοινωνικά στρώματα, μεγέθυνε την ανεργία και την υποεκπαίδευση. Έτσι, η κάθετη πτώση στους δείκτες της απασχόλησης και της γενικής εκπαίδευσης κλόνισαν ξανά τις σχέσεις των πολιτών με τις επίσημες δομές, αμφισβητώντας κάθε πρότερη εμπιστοσύνη μεταξύ τους.
Παραδόξως, για Τρίτη φορά η ανθρώπινη συνείδηση στην εποχή της νεωτερικότητας μετά τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό το 18ο αιώνα που οδήγησε σε τρεις σημαντικές επαναστάσεις (Αμερική, Γαλλία, Ελλάδα) και η αμφισβήτηση των Swinging 1960s (Φεμινιστικό Κίνημα, Δεύτερο Κύμα, Μάιος 1968), τώρα αμφισβητεί συνειδητά τα κράτη, όχι το θεσμό, αλλά τη δεδομένη λειτουργικότητα του κράτους-μέλους. Είμαστε σε θέση ως Ευρωπαϊκή Ένωση να χτίσουμε ένα νέο συμπαγές σύστημα αντιμετώπισης κρίσεων σε επίπεδο οικονομίας, εξωτερικής πολιτικής, εσωτερικής μεταναστευτικής διαχείρισης και της συλλογικής υγείας;
Σήμερα επίσης πρέπει να αναλογιστούμε πόσο (αν)αποτελεσματικές αποδείχτηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στη διαχείριση όλων των προηγούμενων κρίσεων. Η ελληνοτουρκική φιλία σε κρίση (1987, 1996, 2020), η ευρωπαϊκή αμφιβολία (2008-2015), η μετανάστευση προς δυσμάς (1990 κ.εξ, 2013-2018) και η κινέζικη πανδημία (2019-2020) μας έκαναν περισσότερο καχύποπτους.
Άραγε, οι Έλληνες πολίτες μπορούμε να συνεργαζόμαστε εντέλει με το κράτος; Τα διακόσια χρόνια εθνικής συγκρότησης μας έκαναν πιο ολόκληρους ή μας μείωσαν με την είσοδό μας στην Ευρώπη;
Το γόρδιο αυτό των διατομικών ερωτημάτων καλείται να λύσει κάποια από τις επόμενες γενιές Νεοελλήνων, ίσως και η fast-forward γενιά των καλοβαλμένων της Αλλαγής, όπου φυσικά η ίδια ανήκω.
* Η Γ. Τσατσάνη είναι φιλόλογος- συγκριτολόγος