Όταν πριν εβδομήντα χρόνια η Ελλάδα εισήλθε στο ΝΑΤΟ, οι διεθνείς συνθήκες και η ίδια η χώρα μας βρίσκονταν σε εντελώς διαφορετική κατάσταση. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο ξεκίνημά του, τα σύνορα ανάμεσα στον δυτικό και τον ανατολικό κόσμο ήταν αδιαμφισβήτητα και η Ελλάδα ήταν μια χώρα πολιτικά διχασμένη και οικονομικά κατεστραμμένη. Η σχέση της χώρας με τη συμμαχία δεν υπήρξε σταθερή, αντίθετα είχε διακυμάνσεις, οι οποίες υπαγορεύτηκαν κυρίως από τις δομικές αλλαγές στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή.
Η ωρίμανση και ο εκτροχιασμός του Κυπριακού, ο εντεινόμενος τουρκικός αναθεωρητισμός, η διαδρομή της Ελλάδας από την ελλειμματική μετεμφυλιακή δημοκρατία στον αυταρχισμό της δικτατορίας κι από εκεί ως τη φορτισμένη Μεταπολίτευση και η ευρωπαϊκή πορεία της ήταν οι σημαντικότερες συνισταμένες στη διαμόρφωση αυτής της σχέσης. Σε εξωτερικό επίπεδο η διάδραση με δύο χώρες υπήρξε το κλειδί των εξελίξεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία συνδιαμόρφωσαν την ελληνική παρουσία στο δυτικό πλαίσιο ασφάλειας, με διαφορετικούς φυσικά τρόπους η καθεμιά.
Η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ταυτόχρονα με την Ελλάδα, το 1952, έδειξε ότι οι δυο χώρες θεωρούνταν στρατηγικά συμπληρούμενα μεγέθη και μέρη ενός αμυντικού συστήματος. Σύντομα όμως η μεταξύ τους σχέση επιδεινώθηκε δραστικά με αλλεπάλληλες κρίσεις κλιμακούμενης έντασης. Αυτή η κατάσταση έφερε σε δοκιμασία και τη δομική σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ. Το 1974 υπήρξε η κορύφωση αυτής της φάσης, αφήνοντας σημάδια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμα όμως και αυτή η εποχή απομάκρυνσης με το ατλαντικό στρατηγικό σύστημα σήμερα μοιάζει πολύ μακρινή.
Η τρέχουσα διεθνής κρίση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας με αφορμή την Ουκρανία αποδεικνύει ότι η Ευρώπη δεν έχει πάψει να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις ασφάλειας. Η οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ομπρέλα άμυνας είναι σήμερα απλώς ανύπαρκτη και αν συσταθεί στο μέλλον θα είναι συνεργατική με το ΝΑΤΟ. Αυτό καθιστά οργανική και αναγκαία την παρουσία και εμπλοκή της Ουάσιγκτον στο ευρωπαϊκό πλαίσιο άμυνας και ασφάλειας όχι μόνο σήμερα αλλά και στο ορατό μέλλον. Συνεπώς η αμυντική και ευρύτερα στρατηγική συνεργασία της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, τόσο μέσα στο νατοϊκό σχήμα όσο και διμερώς, είναι αυτονόητα σημαντική και με μακρά προοπτική.
Η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει σταθερός και έμπιστος στρατηγικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή της. Η τουρκική επιθετικότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται σε όλα τα επίπεδα με αυτοπεποίθηση, χωρίς να δημιουργούνται διλήμματα για τη σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Η σαφήνεια, η σταθερότητα και η ετοιμότητα της Ελλάδας είναι τα βασικά στοιχεία της παρουσίας της στην οικογένεια της δυτικής συμμαχίας. Άλλωστε, και λόγω της τουρκικής προκλητικότητας η χώρα μας παραμένει σταθερά ένα από τα λίγα μέλη του ΝΑΤΟ που πληρούν τα κριτήρια αμυντικής ικανότητας.
Η ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική οφείλει να συνδυάζει χωρίς αστερίσκους την υψηλή αποτρεπτική δυναμική έναντι της Τουρκίας και την συμμαχική αξιοπιστία έναντι της Δύσης. Η σχέση της Ελλάδας με τη Δύση δεν είναι άλλωστε ούτε ευκαιριακή, ούτε συγκυριακή. Είναι σχέση υπαρξιακή και επένδυση δύο αιώνων. Ο τρίτος αιώνας της σύγχρονης Ελλάδας πρέπει να την αναδείξει σε αυτοδύναμο πυλώνα των δυτικών αξιών στην ευρύτερη περιφέρειά της. Και αυτή η διαδρομή έχει ξεκινήσει ήδη.