Όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο Πόμπιας, ξεχώριζα με τους συμμαθητές μου ορισμένους καθηγητές. Παρόλο που ήσαν αυστηροί, εμείς τους αγαπούσαμε, πειθαρχούσαμε και διαβάζαμε. Κοντά τους νιώθαμε χαρά και σιγουριά. Όταν μας παρατηρούσαν και ήλεγχαν με αυστηρότητα, εμείς τους δεχόμαστε, γιατί είχαμε συνειδητοποιήσει πως μας αγαπούν και προσπαθούν και επιμένουν να προκόψουμε.
Αυτοί οι καθηγητές ήταν τα πρότυπά μας. Το ίδιο και στο Πανεπιστήμιο αργότερα. Ορισμένοι καθηγητές ξεχώριζαν στις σκέψεις και αποφάσεις μας. Αυτό συμβαίνει παντού και πάντοτε.
Η σοφία του λαού μας διακηρύσσει: Στο κάθε χωριό και πόλη, στην κάθε κοινωνία και δυσκολία, ορισμένοι άνθρωποι σηκώνουν τον σταυρό. Ξεχωρίζουν από τους άλλους. Βγαίνουν μπροστά και τους ακολουθούν οι άλλοι. Τους εμπιστεύονται γιατί ζουν την αγάπη και τις θυσίες τους. Πρόθυμα τους ακολουθούν στον ανήφορο.
Οι κληρικοί μας, οι πνευματικοί ηγέτες του λαού μας, με τα χαρίσματα του μυστηρίου της Ιεροσύνης, που είναι σταυρική και μυστηριακή διακονία, εύκολα συναγείρουν το λαό. Εύκολα τον οδηγούν σε κάθε φιλανθρωπική τους απόφαση. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι όλοι το ίδιο. Ορισμένοι ξεχωρίζουν. Σ’ αυτούς τρέχει ο πληγωμένος λαός. Η ζωή τους είναι θυσία για τους άλλους.
Είναι ταπεινοί και δεν φαίνονται. Αντίθετα πολλοί άλλοι παρουσιάζονται τιμητές και σωτήρες της Εκκλησίας. Έτσι γίνονται καταπιεστές του λαού που κλήθηκαν να υπηρετήσουν. Η Εκκλησία ποτέ δεν ασκεί εξουσία στον λαό αλλά τον αγιάζει. Οι κληρικοί με τη ζωή και το παράδειγμά τους, με τα προσεγμένα κηρύγματα και εξομολογήσεις τους πρέπει να παρουσιάζουν το Θεό της αγάπης και όχι τον μπαμπούλα και ανελέητο τιμωρό. Αυτά συνιστούν οι πατέρες της Εκκλησίας μας.
Ξεφυλλίζοντας κείμενα περασμένων χρόνων διάβασα πως στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 2010, έγιναν τρεις βαρυσήμαντες και πρωτόγνωρες εισηγήσεις για την πορεία της ελληνικής Εκκλησίας. Αυτές ήταν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερώνυμου, του Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνατίου και του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Κυρού Παύλου. Όλες και προπαντός η τελευταία είχαν αυστηρή αυτοκριτική για τον δημόσιο εκκλησιαστικό λόγο.
Και οι τρεις εισηγήσεις, για πρώτη φορά αναγνωρίζουν πως η Εκκλησία δεν είναι μόνο εξωτερικός τιμητής της κρίσης αλλά μέρος της κρίσης. Οι ηγέτες του εκκλησιαστικού οργανισμού μιλούν γι’ αυτά που έχουν πράξει και αυτά που πράττουν για τον λαό. Τα λόγια όμως είναι εύκολα και ανώδυνα, κάτι που σύνθημα αναρχικών στους τοίχους απέδιδε με ωμότητα “ή πράξτε ή σκάστε”.
Τα στελέχη της Εκκλησίας πράττουν πολλά και τα περισσότερα άγνωστα στο λαό. Ο εκλησιαστικός οργανισμός είχε πάντοτε, και έχει, την ικανότητα να εμπνέει και να κινητοποιεί εθελοντές προσφοράς. Όλες αυτές οι δράσεις αλλάζουν τους άλλους και την κοινωνία. Δείχνομε όμως απρόθυμοι να αλλάξομε τους εαυτούς μας.
Τον εσωτερικό μας κόσμο. Δίδομε κακό παράδειγμα. Έτσι γεννάται σιγά σιγά η κοινωνική σήψη και διαφθορά, το βόλεμα κι η έλλειψη κινήτρων και οραμάτων. Στους κόλπους του εκκλησιαστικού οργανισμού καταβάλλονται ελάχιστες προσπάθειες για να προλαμβάνονται και να διορθώνονται οδυνηρές καταστάσεις. Αυτά και άλλα πολλά ακούστηκαν από τους τρεις εισηγητές στη Σύνοδο.
Όμως δεν άλλαξαν εκκλησιαστικές αγκυλώσεις αιώνων. Πρέπει όμως να δοθεί μάχη και να μην ξεχνούμε πως ο λόγος του εκκλησιαστικού οργανισμού γίνεται εύκολα δεκτός, προπαντός όταν συνοδεύεται από παράδειγμα και προσωπική συμμετοχή. Αντίθετα δημιουργεί αντιδράσεις και απόρριψη όταν δεν συνοδεύεται από την αξιοπιστία του ομιλητή.
Οι λέξεις που αγιάστηκαν από τον Χριστό και τους αγίους είναι: Η αγάπη, το πρόσωπο, η αρετή, η αλήθεια, η κοινότητα κ.ά. Η ανεύθυνη και αδάπανη ρητορεία καίει τον ομιλούντα. Η μόνη λύση είναι “να ζούμε εμείς οι ίδιοι τις λέξεις που χρησιμοποιούμε”. Να ‘χομε συνέπεια. Οι ασυνέπειες διορθώνονται με την έμπρακτη μετάνοια.
Ο μετανιωμένος μπορεί να βοηθήσει. Ο αμετανόητος βουλιάζει. Πάντα στους μεγάλους κινδύνους και δυσκολίες, εκεί που φαίνεται αδιέξοδο, ο Έλληνας καταφεύγει στην Εκκλησία. Στον Θεό και τους αγίους και βρίσκει τρόπους και δρόμους αντιμετώπισης. Οι εχθροί της πίστης και της πατρίδας μας έχουν στήσει αόρατη μηχανή που αλέθει σώματα και ψυχές, ιδανικά, όνειρα και ελπίδες. Είναι ο παράξενος σημερινός πόλεμος. Σε πεθαίνει αργά και σιγανά. Η κάθε κρίση είναι κατασκευασμένη για τον παγκόσμιο έλεγχο.
Η Εκκλησία μας, ο άγρυπνος φρουρός και σωτήρας του Έθνους και της πατρίδας, πρέπει να καταγγέλλει αυτά τα εγκλήματα. Να διαφωτίζει και να συναγείρει τον λαό. Οι εχθροί τη θέλουν άφωνη ώστε οι λύκοι ανεμπόδιστοι να τρώνε τα πρόβατα. Κάνουν λάθος. Η Εκκλησία είναι εδώ ζωντανή και φλογερή.
Ο Γολγοθάς, ο Σταυρός και η Ανάσταση είναι η δική μας δύναμη, ευλογία και φλόγα να μην λυγίζομε στις αδικίες και τα προβλήματα της ζωής μας. Να μην είμαστε αιχμάλωτοι του εαυτού μας, αλλά διάκονοι των συνανθρώπων μας που συνεχώς αναζητούν κάποιον να σταθεί δίπλα τους. Να τους κρατήσει το χέρι όταν πονούν και κλαίνε και να το σφίξει όταν χαίρονται και γελούν. Η ζωή και το μέλλον του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τους διεφθαρμένους κι εκμεταλλευτές αλλά από τον Χριστό που έχει “πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης” (Ματθ. 28,18). Με την Εκκλησία μας μπροστά θα νικήσουμε και χαρούμενοι θα ψάλλουμε: “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία”.