Ακόμα και η ρομαντική Αθήνα -τα παλιά χρόνια- δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει από την σατιρική πένα μεγάλων δημιουργών, συγγραφέων, ποιητών, οι οποίοι με παραστατικότατον τρόπο, μας άφησαν σχόλια, αλλά και ολοζώντανες εικόνες για το κλεινόν Άστυ!
Εκείνες τις περίφημες «Σκνίπες», τα σατιρικά σχόλια του Εμμανουήλ Ροΐδη στην εφημερίδα «Ασμοδαίος» παρουσιάζουν -κατά τον καλύτερο και πιο ζωντανό τρόπο- την κατάσταση της πρωτεύουσας πριν από ενάμιση αιώνα περίπου, δηλαδή γύρω στα 1875 και αργότερα.
Φυσικά, η εικόνα της Αθήνας, εκείνης της εποχής, δεν είχε καμμία σχέση με την σημερινή γιγαντούπολη, που το τσιμέντο κυριαρχεί. Βέβαια, εκείνη η ειδυλλιακή όψη της παλιάς Αθήνας δεν σημαίνει, ότι δεν είχε και τις σκοτεινές της πλευρές. Δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν απαράδεκτες καταστάσεις ακόμα και στο κέντρο της και ότι οι κάτοικοι δεν έβλεπαν ότι έπρεπε να γίνουν κάποια έργα για να νοικοκυρευτεί ο τόπος που κατοικούσαν.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, εκτός από το διεισδυτικό μάτι ενός άριστου ρεπόρτερ, καθώς και με το συγγραφικό του ταλέντο, ασκούσε στα δημοσιεύματά του αυστηρή κριτική και μαστίγωνε αλύπητα γνωστούς και αγνώστους, επώνυμους και ανώνυμους. Η εφημερίδα του, «Ασμοδαίος», την οποία προαναφέραμε, μας περιγράφει εικόνες από την κεντρική οδό Σταδίου εκείνη την εποχή:
«Εις την διασταύρωσιν της οδού Σταδίου, την άγουσαν εις την Εθνικήν Τράπεζαν, φαίνονται κάτωθεν τοίχου πολλοί σταυροί, άμα δε πλησιάσει τις εκεί πνίγεται υπό αμμωνιώδους δυσωδίας. Εφιστώμεν εις τούτο την προσοχήν της Αστυνομίας, ίνα μη κακόβουλός τις Φράγκος λάβει αφορμήν εκ τούτου να σημειώσει εν τω ημερολογίω του: οι ορθόδοξοι Έλληνες τοσούτον ασεβείς και αντιχριστιανικοί κατήντησαν, ώστε κοσμούσι διά σταυρών τους τοίχους τους προορισμένους εις το ουρείν».
Ανέκαθεν ήταν μια κακή συνήθεια το «ουρείν» στους τοίχους, συνήθεια που για μεγάλο διάστημα και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διατηρήθηκε και στην Αθήνα, αλλά και σ’ άλλες μεγαλοπόλεις της χώρας, μη εξαιρουμένου και του Ηρακλείου, όπως θα δούμε παρακάτω.
Υποχρεώνονταν, λοιπόν, πολλές γωνιές των πόλεων, πολλά σοκάκια και δρομάκια να πνίγονται από αμμωνιώδους δυσωδίας, αφού δεν υπήρχαν δημόσια ουρητήρια ούτε και πολλοί από τους δημόσιους χώρους, όπως χαρακτηρίζονταν καφενεία, εστιατόρια κ.λπ. διέθεταν παρόμοια.
Η εύκολη, λοιπόν, λύση στο πρόβλημα ήταν να κάνουν οι ενοχλούμενοι περίοικοι μεγάλους σταυρούς πάνω στους τοίχους, ώστε όσοι ήθελαν ν’ ανακουφιστούν, να διστάζουν να ουρήσουν στο σημείο εκείνο. Άλλωστε, αυτό το είχε επισημάνει και ο μεγάλος μας σατιρικός ποιητής, ο Γεώργιος Σουρής, ως ελάττωμα με τους παρακάτω στίχους:
«Ο Έλλην δύο δίκαια ασκεί πανελευθέρως, συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος».
Η πόλη μας, το Ηράκλειο, ευτύχησε και ευτυχεί και σήμερα, να έχει υπαίθριους και κλειστούς χώρους «περισυλλογής» αμμωνιώδους δυσωδίας. Σε παλιότερες εποχές, περνώντας από τα γραφεία της Εφημερίδας «Μεσόγειος» στην οδό Χάνδακος, με κατεύθυνση την γειτονιά της Κουτάλας (σημερινό δρόμο Θεοτοκόπουλου), συναντούσαν οι περαστικοί το Κατρουλοσόκακο, όνομα και πράμα.
Πρόκειται για την περιοχή που οριοθετούν οι δρόμοι Ιωάννη Χρονάκη (πρώην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου), στη διασταύρωση με την οδό Γρεβενών.
Σήμερα, δεν χρειάζεται ο επισκέπτης να απομακρυνθεί τόσο από το κέντρο της πόλης και δεν συνιστάται κίνηση αποκέντρωσης για κάποιον που θέλει να «ανακουφιστεί». Υπάρχει λύση και λυπάμαι που αναφέρομαι στην στοά Νίκου Χ. Γιανναδάκη, ένα κεντρικότατο σημείο που συνδέει την οδό Δαιδάλου με την Δικαιοσύνης, στο μέγαρο Αχτάρικα, όπου στεγάζεται ο Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Μια μόνιμη εικόνα ντροπής για την πόλη μας, αλλά και για όλους ανεξαίρετα τους δημότες, μια εικόνα που κακώς μέχρι τώρα δεν έχει αλλάξει… Η ευθύνη, βέβαια, αγγίζει όλους μας. Δημότες και Δημοτική Αρχή. Τελευταία, βέβαια, εστία μόλυνσης με παρόμοιες οσμές είναι και η είσοδος του πρώην Ειρηνοδικείου Ηρακλείου, στη συμβολή της μικρής Έβανς με την Δικαιοσύνης. Τι άλλο θα δούμε; Πού βαδίζουμε;
Επιτέλους ας σεβαστούμε την πόλη μας, τους χιλιάδες επισκέπτες, αλλά και τους εαυτούς μας!