«Διάνοια και λόγος ταυτόν»

(Η σκέψη και ο λόγος είναι το ίδιο πράγμα)

Πλάτων, Σοφιστής, 263 Ε

Σε προηγούμενο άρθρο μου ανέφερα τη γλώσσα σαν όρο επιβίωσης του Ελληνισμού, με την έννοια ότι μόνο μέσω μιας γλώσσας πλούσιας, καλά θεμελιωμένης στις ρίζες της, χυμώδους και με ευαισθησίες, όπως είναι η ελληνική γλώσσα, μπορεί να μεταδοθεί το νόημα που φέρει η λέξη «Ελλάδα», στη διαχρονικότητά της.

Η γλώσσα δεν είναι απλά ένα εργαλείο επικοινωνίας των ανθρώπων. Είναι εργαλείο επίσης για τη λειτουργία του νου, για τη σκέψη και τον στοχασμό, για την καλλιέργεια του ήθους και της αισθητικής και για την απόλαυση, κυριολεκτικά, της πνευματικής δημιουργίας του ανθρώπου.

Η γλώσσα είναι προϋπόθεση για να υπάρξει η κοινωνική συμβίωση αλλά επίσης και η εσωτερική ζωή του ανθρώπου· με άλλα λόγια, δηλαδή, το ανθρώπινο σύμπαν. Η αγλωσσία και η λεξιπενία οδηγεί σε πενία ιδεών και φαντασίας, μια μορφή, δηλαδή, πνευματικής αναπηρίας.

Σήμερα γίνεται εμφανές ότι η πλειονότητα των συν-Ελλήνων αρκείται στη χρήση της γλώσσας ως μέσου βασικής επικοινωνίας, χωρίς να δίνει σημασία στην ποιότητα και τον πλούτο της γλώσσας. Ίσα να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αυτό ανεπίγνωστα (αλλά πολύ γρήγορα) οδηγεί στη λεξιπενία, στη φτωχοποίηση και τη διαμόρφωση τελικά μιας ξερής, αφυδατωμένης και κωδικοποιημένης γλώσσας.

Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί. Πρώτα-πρώτα η μεγάλη και έντονη στροφή του πολιτισμού προς τις τεχνολογίες αιχμής και ιδιαίτερα την πληροφορική, η οποία είναι μια κατ’ εξοχήν τεχνολογία κωδικοποιημένης συνεννόησης. Αυτό, σε συνδυασμό βέβαια με τη ματαιόδοξη ξενομανία μας, φέρνει συνεχώς κακόζηλες λέξεις στη γλώσσα μας, ακόμα και όπου δεν είναι απαραίτητες.

Πολύ μεγάλη ευθύνη επίσης έχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που δεν καλλιεργεί την αγάπη προς τη γλώσσα ως ζώσας και διαρκούς απόλαυσης (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα «άριστον εστί το ηδέως μανθάνειν»), αλλά αντίθετα την αντιμετωπίζει ως υποχρέωση εκμάθησης κανόνων και ως αντικείμενο της γενικότερα εφαρμοζόμενης παπαγαλίας.

Έπειτα, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και το ότι ανάμεσά μας πλέον ζει μεγάλος αριθμός αλλοδαπών, οι οποίοι φτωχά και παραποιημένα ελληνικά γνωρίζουν και το μόνο που ζητούν είναι να μπορέσουν να συνεννοηθούν έστω και στοιχειωδώς. Τα παιδιά τους, βέβαια, θα εκκινούν από άλλη βάση.

Τελικά όμως, το καθοριστικό είναι η προσωπική υπευθυνότητα που επιδεικνύει έκαστος εξ ημών στο θέμα αυτό. Δεν είναι δυνατόν, αλλά δεν είναι και σωστό, να βάζουμε «χωροφύλακες» στη γλώσσα. Η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό που πλάθεται και εξελίσσεται καθημερινά. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να στέκουμε υπεύθυνα απέναντί της και να μην την κακοποιούμε· ακριβώς επειδή εμείς είμαστε οι πλάστες της.

Μετά από τα τόσα νεοελληνικά «-άδικα» (φαγάδικα, μπριτζολάδικα, ρακάδικα κ.ά.) που υπερήφανα αναγράψαμε σε πλήθος επιγραφών, είδα προχθές στη μετόπη ενός ζωεμπορικού φορτηγού να έχει γραφτεί με μεγάλα γράμματα σαν επαγγελματική χρήση του οχήματος «Ζωάδικο»!

Πώς το ακούτε; Δεν είναι αστείο. Μετά από μερικές χρήσεις θα καταγραφεί και στα λεξικά. Λέγοντας αυτό, θυμήθηκα ένα έγκυρο κατά τα άλλα λεξικό που κυκλοφόρησε πριν κάποια χρόνια και το οποίο στο λήμμα «Βούλγαρος» μετά τη σημασία «Ο κάτοικος της Βουλγαρίας» έδινε επίσης τη σημασία «Ο οπαδός του ΠΑΟΚ», με την επεξήγηση ότι έτσι τους φωνάζουν στο γήπεδο όταν κατέβουν στην Αθήνα!

Υπήρξαν διαμαρτυρίες και τελικά απαλείφθηκε το ερμήνευμα αυτό του λήμματος. Όμως το αναφέρω για να δείξω πόσο εύκολα περνά ένας βαρβαρισμός, μια ευτελούς κατασκευής λέξη στη γλώσσα, αν επαναλαμβάνεται συχνά και από πολλούς.

Δεν είναι όλοι οι λαοί τόσο χαλαροί με τη γλώσσα. Οι Γερμανοί, φέρ’ ειπείν, είναι τόσο αυστηροί με τη γλώσσα τους που συχνά Γερμανοί λογοτέχνες διαμαρτύρονται ότι δεν αισθάνονται ελεύθεροι να εκφραστούν. Αυτό ίσως είναι το άλλο άκρο.

Πάντως, όπως πηγαίνουν τα πράγματα, φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα αντιμετωπίσουμε πάλι «γλωσσικό ζήτημα» ανάλογο αυτού της δημοτικής – καθαρεύουσας!

Το «νέο γλωσσικό ζήτημα» θα είναι μεταξύ της νέας, φρέσκιας και πλούσιας ελληνικής γλώσσας, που περήφανα προβάλλει τον εαυτό της σαν συνέχεια της κλασσικής, της κοινής και της βυζαντινής ελληνικής γλώσσας, από τη μια, και από την άλλη μιας ισχνής, κωδικοποιημένης, περίπου συνθηματικής γλώσσας, κατάλληλης μόνο για μια στοιχειώδη επικοινωνία. Δεν είναι σίγουρο ότι θα επικρατήσει η πρώτη.

Η δεύτερη θα έχει πιο πολλούς χρήστες, θα επαναλαμβάνεται συχνότερα και θα προβάλλει ως απλούστερη. Να θυμίσω εδώ ότι λίγα χρόνια μετά τη μείωση ή κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία, προέκυψε μέγα θέμα όταν στις Πανελλαδικές (1985) δόθηκαν οι λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση» και μεγάλος αριθμός μαθητών δεν μπορούσε να τις κατανοήσει.

Δημιουργήθηκαν «στρατόπεδα» υποστηρικτών και επίσης των αντιθέτων και τα λοιπά γνωστά ελληνικά. Όμως, σκεφθείτε το: μειώσαμε τα Αρχαία, καταργήσαμε την καθαρεύουσα (και θεωρήσαμε «έγκλημα» να κρατήσουμε κάτι από αυτήν), καταργήσαμε τόνους και πνεύματα· και φθάσαμε σήμερα στο σημείο να διαβάζουμε τον Παπαδιαμάντη και τον Ροΐδη -αυτούς τους πρίγκηπες της λογοτεχνίας μας- από μετάφραση!

Όμως η γλώσσα έχει και δύναμη και συμβολισμό. Θα θυμίσω εδώ τη ρήση του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Αντισθένη: «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», με την οποία μας λέει ότι η σωστή χρήση των λέξεων και η κατανόηση της σημασίας τους είναι θεμελιώδης για την απόκτηση σοφίας.

Έπειτα, μπαίνω εδώ στον πειρασμό να σημειώσω ότι ένα έθνος «ακραίο» ίσως, όπως εμφανίζονται οι Εβραίοι, αποφασισμένο πάντως να επιζήσει με το όποιο κόστος -δικό του ή των άλλων- επέλεξε τη νεκρή και μη ομιλούμενη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης, την ανέστησε και την καθιέρωσε ως επίσημη σύγχρονη γλώσσα του!

Τελειώνοντας το σημείωμα αυτό θέλω να πω ότι το κυριότερο πράγμα που χρειάζεται η γλώσσα είναι ο σεβασμός και η αγάπη μας. Αυτά θα τα διδάξουν ή καλύτερα θα εμπνεύσουν στα παιδιά μας οι πνευματικοί άνθρωποι και κυριότατα οι Δάσκαλοι.

Μου έρχεται στο μυαλό, παλιά στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, πόσο είχε απομακρυνθεί η νεολαία από τους παραδοσιακούς χορούς, την παραδοσιακή μουσική και το τραγούδι. Σχεδόν έμοιαζαν ότι θα εκλείψουν. Δείτε τα σήμερα. Πώς έγινε αυτό; Ακριβώς επειδή υπήρξαν Δάσκαλοι του είδους με έμπνευση και πάθος και έκαμαν τα παιδιά να τα αγαπήσουν.

Αφού, λοιπόν, γίνει το ίδιο και με τη γλώσσα -ή μήπως και νωρίτερα;- πιστεύω ότι θα πρέπει να μπει στο Σύνταγμά μας ένα άρθρο που θα ορίζει ότι: «Η ομορφιά της γλώσσας μας επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων»!

Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ. μηχανικός, π. δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.