Χωρίς αμφιβολία πλέον, μπορούμε να δεχτούμε το γεγονός ότι πλέουμε στο βαθύπλουτο πέλαγος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχοντας ως βάρκες τα κινητά μας τηλέφωνα. Και αναφέρομαι σε βάρκες, καθώς η ισχύς που έχουμε ως άτομα μέσα σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο του διαδικτύου είναι ασύλληπτα μικρή.
Τόσο μικρή, που σχεδόν θεωρείται αμελητέα. Κι όμως, παρόλα αυτά, η ζωή πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων επηρεάζεται ιδιαίτερα αρνητικά από την επίδραση που έχει το ίντερνετ πάνω τους.
Η εφαρμογή που -δικαίως- βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας των προτιμήσεων των χρηστών, δε θα μπορούσε να είναι άλλη από το Instagram. Αν και είναι σίγουρα περιττή η διευκρίνηση της λειτουργίας της, ίσως μπορεί να υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι εκεί έξω που αγνοούν την ύπαρξή της.
Το Instagram είναι μια πλατφόρμα που δημιουργήθηκε με σκοπό την κοινοποίηση προσωπικών φωτογραφιών του εκάστοτε χρήστη, τις οποίες μπορούν να δουν οι ‘φίλοι’ του, ή γενικότερα μια μερίδα πληθυσμού που ‘ακολουθεί’ το λογαριασμό του ίδιου.
Ο κάθε χρήστης διατηρεί ένα προφίλ, είτε ιδιωτικού είτε δημόσιου χαρακτήρα, μέσω του οποίου μοιράζεται όσα ο ίδιος επιθυμεί, αρκεί βέβαια το περιεχόμενό τους να κινείται στη λεωφόρο της ηθικής νομιμότητας. Τα τελευταία χρόνια όμως, η χρήση του ακολουθεί μια διαφορετική τροχιά από εκείνην που -ίσως- είχαν στο μυαλό τους οι δημιουργοί του.
Πριν κάμποσα χρόνια, οι φωτογραφίες είχαν έναν αμιγώς προσωπικό χαρακτήρα και κατ’ επέκτασιν έκρυβαν λιγότερο κόμπλεξ, καθώς η εκ του σύνεγγυς παρουσία όσων τις έβλεπαν, συνήθως ταυτίζονταν με μια άμεση, καλή και αληθινή προσωπική σχέση που είχαν μεταξύ τους. Δε μάς ενδιέφερε και τόσο αν κάποια από αυτές μάς έδειχνε πιο άσχημους, πιο κοντούς ή πιο ψηλούς απ’ ότι στην πραγματικότητα είμαστε.
Απλά τις χαζεύαμε, γελούσαμε, θυμόμασταν παλιές στιγμές και στη συνέχεια τις βάζαμε πάλι ‘για ύπνο’. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δε μάς ενδιέφερε και τόσο αν οι στιγμές που απεικόνιζαν ήταν άσχημες ή όμορφες· εκτός από εμάς, κανείς δεν είχε τη δυνατότητα να τις χαζέψει ξανά χωρίς την άδειά μας και φυσικά δεν μπορούσε να τις αναπαράγει, χρησιμοποιώντας τες ως αντικείμενο σχολιασμού ή και χλευασμού ενίοτε.
Τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει. Θέλοντας και μη, οι φωτογραφίες μας ‘δεν κοιμούνται ποτέ’. Το διαδίκτυο δε σέβεται την ιδιωτικότητα κανενός και όποιος πιστεύει πως ο μανδύας ενός ‘ιδιωτικού λογαριασμού’ καλύπτει την προσωπική του ζωή, ίσως θα έπρεπε να αναθεωρήσει ή -καλύτερα- να ερευνήσει ενδελεχώς τους ‘όρους και τις προϋποθέσεις’ που ελαφρά τη καρδία αποδέχεται, προς χάριν ταχύτερης διεκπεραίωσης των διαδικασιών δημιουργίας ενός λογαριασμού.
Οι άνθρωποι γνωρίζουν πως οι δημοσιεύσεις τους πλέον έχουν μεγαλύτερο κοινό και κατά συνέπεια αυτού, είναι περισσότερο προσεκτικοί με όσα κοινοποιούν. Και κάπου εδώ αρχίζει το παραμύθι. Ο λόγος για τον οποίο ένα ζευγάρι κλείνει πόρτες και παράθυρα όταν τσακώνεται, είναι ο ίδιος για τον οποίο εμείς δημοσιεύουμε μονάχα τις καλές μας στιγμές.
Δεν επιθυμούμε ο κόσμος να γνωρίζει τα προβλήματά μας, δεν επιθυμούμε να γνωρίζει τον πραγματικό μας εαυτό, δεν επιθυμούμε να γνωρίζει ποιοι πραγματικά είμαστε. Αντ’ αυτού, προσπαθούμε όχι μόνο να αποκρύψουμε πράγματα που αφορούν κάποια άσχημη φέτα της ζωής μας, αλλά επιδιώκουμε συνεχώς την δημιουργία μιας επίπλαστης εικόνας για το άτομό μας, η οποία σπάνια έχει σημεία τομής με την πραγματικότητα.
Ξαπλωμένοι στον καναπέ του σπιτιού μας χαζεύοντας τις ζωές των άλλων, βυθιζόμαστε χωρίς να το καταλάβουμε σε έναν απέραντο πομφολυγώδη κόσμο γεμάτο λαμπερή ζωή, φανταχτερά αμάξια, ρούχα και αξεσουάρ, ατελείωτα ξενύχτια γεμάτα γέλια, τραγούδια και ποτά.
Όλα αυτά κυριεύουν ατάραχα την αρχική μας σελίδα σε καθημερινή βάση και κατακρημνίζουν την ψυχική ισορροπία όσων θέλουν αλλά δεν μπορούν να αγγίξουν τέτοιου είδους ‘απολαύσεις’, καθώς ανεπαίσθητα συγκρίνουν τη βαρετή ζωή που κάνουν, με τις ‘πολυσχιδείς’ ζωές των άλλων.
Το Instagram λειτουργώντας αβίαστα πλέον ως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, καλλιεργεί στους νέους την εντύπωση πως όλα είναι απολύτως φυσιολογικά. Χλιδάτη ζωή, καλλωπιστικές επεμβάσεις, αποκαλυπτικές φωτογραφίες και μεγάλα ταξίδια κενόδοξων ανθρώπων, φωτίζουν πλέον στην καθημερινότητα των χρηστών.
Οι νεαρές γυναίκες επηρεάζονται πάρα πολύ από τα σώματα που προβάλλονται ως ‘ιδανικά’ και μοχθούν να τα προσεγγίσουν. Οι άνδρες μεγαλώνουν με την ψευδαίσθηση του ότι μονάχα αν βγάλουν πολλά χρήματα θα καταφέρουν να προσεγγίσουν την ευτυχία και οι νέοι στην προσπάθεια τους να υιοθετήσουν τα πρότυπα που προβάλλονται, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Έχουμε αναρωτηθεί όμως ποτέ, πώς είναι στην πραγματικότητα η ζωή όλων αυτών, που σε καθημερινή βάση βομβαρδίζουν ακατάπαυστα το news feed μας; Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν διαθέτουν κανένα χρωμόσωμα παραπάνω από εμάς, το οποίο τους δίνει τη δυνατότητα να πλέουν συνεχώς σε πελάγη ευτυχίας. Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να (από)δείξουν στον κόσμο κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι στην πραγματικότητα.
Πασχίζουν αρειμανίως να προβάλλουν την καλύτερη εικόνα για τους εαυτούς τους, σπαταλώντας πολύ χρόνο από την καθημερινότητά τους σε αυτό. Ξοδεύουν εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες φαιάς ουσίας για να δείξουν στους άλλους πόσο ευτυχισμένοι είναι οι ίδιοι, αντί να κάνουν τον εαυτό τους ευτυχισμένο! Φθείρονται μαχόμενοι να αγγίξουν ένα είδωλό τους, βιάζονται να απολαύσουν και να κοινοποιήσουν τις στιγμές τους στον κόσμο, ξεχνώντας να τις ζήσουν οι ίδιοι. Συχνά, οι άνθρωποι αναπτύσσουν μηχανισμούς άμυνας και αντιμετώπισης διαφόρων καταστάσεων που τους κάνουν να αισθάνονται άβολα.
Όταν η βασίλισσα Ελισάβετ τοποθετήσει την τσάντα της στο πάτωμα, αυτό σημαίνει πως ο συνομιλητής της δεν έχει καμία απολύτως αξία για εκείνην και αμέσως σπεύδουν οι ακόλουθοί της να την απομακρύνουν -ευγενικά και διακριτικά πάντα- από τον ίδιο. Ο καθένας εφαρμόζει μια δική του τακτική, προκειμένου να πετύχει το βέλτιστο αποτέλεσμα για εκείνον, μόνο που πολλές φορές ξεχνά ποιο είναι στην πραγματικότητα αυτό το αποτέλεσμα.
Αυτό που βλέπουμε καθημερινά στις οθόνες των κινητών μας, δεν είναι η πραγματική σφραγίδα της ζωής των άλλων ανθρώπων, αλλά αποκλειστικά και μόνο οι καλύτερες στιγμές τους και μάλιστα επεξεργασμένες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε, ότι πίσω από το χαμόγελο του φούρναρη που μάς προσφέρει ζεστό ψωμί κάθε πρωί, κρύβεται μια σκληρή, γεμάτη μόχθο και αυπνία, νύχτα που πέρασε, την οποία προσπαθεί να μάς αποκρύψει επιμελώς, προκειμένου να συνεχίσουμε να αγοράζουμε ψωμί από εκείνον…
*Ο Κωνσταντίνος Φεργαδάκης είναι εκπαιδευτικός (μαθηματικός) στον εκπαιδευτικό οργανισμό «Ορίζοντες» MSc Business Mathematics