Η ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης αποτελεί πολύτιμο σύμμαχο για να χαράξουμε σωστά το μονοπάτι της ζωή μας. Μας δίνει φτερά να προσπαθήσουμε για τους στόχους μας, αισιοδοξία για το μέλλον, ευνοεί τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τον περίγυρο και ενισχύει την ψυχική μας ανθεκτικότητα. Αντίθετα η χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να υποβαθμίσει σημαντικά την ποιότητα της ζωής μας και την ψυχολογική μας κατάσταση.

Αυτό συμβαίνει γιατί η εμπιστοσύνη που έχουμε στον εαυτό μας επηρεάζει καταλυτικά την εμπιστοσύνη μας στους άλλους ανθρώπους, αλλά και στην ίδια τη ζωή. Για να το κατανοήσουμε αυτό μεταφορικά, ας φανταστούμε ότι ο εαυτός μας, οι άλλοι και η ζωή, είναι  τρία συγκοινωνούντα δοχεία, στα οποία η στάθμη του υγρού που περιέχεται είναι αναγκαστικά η ίδια.  Αν το πρώτο είναι άδειο, θα είναι και τα υπόλοιπα. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τους άλλους ανθρώπους, αλλά ούτε και αυτό που θα φέρει η ζωή. Έτσι, το βασικό συναίσθημα γίνεται ο φόβος.

Επόμενως, ο φόβος και η αυτοεκτίμηση είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Όσο ενισχύεται το ένα αποδυναμώνεται το άλλο. Επομένως, όταν δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, ζούμε σε μια κατάσταση μόνιμου φόβου, που προβάλλεται σε κάθε περίσταση της ζωής, σημαντικής ή ασήμαντης. Φόβος ότι δε θα μας αγαπήσουν, δε θα μας επιλέξουν, θα αποτύχουμε, θα κάνουμε λάθος, θα αντιμετωπίσουμε επιπτώσεις για τις επιλογές μας, κ.λπ.

Το υπόβαθρο της χαμηλής αυτοεκτίμησης είναι η απόρριψη του εαυτού μας. Δε μας αρέσει η εμφάνιση, ο χαρακτήρας μας, οι επιλογές μας, ενώ δεν πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρουμε στη ζωή. Και αυτό γίνεται μια μόνιμη εσωτερική φωνή, που επικρίνει, καταδικάζει, μεμψιμοιρεί.

Οι εκτιμήσεις αυτές, φυσικά, δεν είναι αντικειμενικές, γιατί αποτελούν μια μόνιμη και όχι περιστασιακή θεώρηση του εαυτού μας, των άλλων και της ζωής. Παραμένουν σχεδόν σταθερές, ανεξάρτητα από τα εξωτερικά δεδομένα και μέσα από αυτές φιλτράρουμε και διαστρεβλώνουμε την πραγματικότητα.

Έτσι, τις καλές προθέσεις ή τα ωραία λόγια των άλλων, τα βλέπουμε με καχυποψία και δυσπιστία, ενώ πιστεύουμε ευκολότερα την αρνητική κριτική και αναμένουμε την απόρριψη.  Εγκαταλείπουμε ευκαιρίες γιατί πιστεύουμε ότι δε μας αξίζουν ή γιατί  φοβόμαστε την αποτυχία.

Ο βαθμός διαστρέβλωσης της πραγματικότητας μπορεί να είναι τέτοιος, ώστε δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε αντικειμενικά ούτε την εξωτερική μας εικόνα, που είναι κάτι ορατό και απτό, αναζητούμε ατέλειες και τις μεγεθύνουμε,  ενώ υποβαθμίζουμε ή θεωρούμε ασήμαντα τα ωραία στοιχεία μας, με αποτέλεσμα  να βρίσκουμε άσχημη, ακόμα και μια αντικειμενικά ωραία εικόνα στον καθρέπτη.

Παγιώνονται έτσι, σταδιακά, γνωστικές στρεβλώσεις, οι λεγόμενες γνωσίες. Πρόκειται για λανθασμένες πεποιθήσεις, που αποτελούν όμως, τη βάση για τις κρίσεις που εκφέρουμε και γίνονται τα φίλτρα, μέσα από τα οποία ερμηνεύουμε τη ζωή. «Τίποτα καλό δε συμβαίνει», «δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι τους άλλους», «όλοι κάτι περιμένουν από μένα», «η ζωή είναι δύσκολη», «πάντα τα κάνω θάλασσα», «γιατί να μου φερθούν καλά οι άλλοι», «εγώ φταίω για όλα», «όποιος ζητάει περισσότερα, βρίσκει τον μπελά του», κ.λπ.

Οι γνωσίες, μας επηρεάζουν καταλυτικά γιατί τις εκλαμβάνουμε ως δεδομένες, δεν τις αμφισβητούμε και δεν ελέγχουμε την αλήθεια τους και μας οδηγούν σε συμπεράσματα επιβαρυντικά για την αυτοεικόνα μας και τις προσδοκίες μας από τη ζωή. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, καθώς οι γνωσίες μας οδηγούν σε ένα αρνητικό τρόπο θεώρησης του εαυτού μας και των άλλων, γιγαντώνοντας τις αρνητικές προσδοκίες και εκτιμήσεις και υποβαθμίζοντας τις θετικές. Έτσι, η αυτοεκτίμηση πλήττεται ακόμα περισσότερο, οι γνωσίες ενισχύονται και φαίνονται ακλόνητες και ο κύκλος συνεχίζεται.

Το πρώτο βήμα για να βγούμε από το αδιέξοδο, είναι να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο με τον οποίο παγιδεύουμε τον εαυτό μας. Αν, κάνοντας ένα βήμα πίσω και παρατηρώντας προσεκτικά τις σκέψεις και τη συμπεριφορά μας, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας σε όσα παραπάνω ειπώθηκαν, τότε ας αναλογιστούμε τις συνέπειες και ας πάρουμε στα σοβαρά την αναγκαιότητα της αλλαγής.

* H Γιάννα Χουρδάκη είναι ψυχολόγος