Η πολιτική μεταβολή του Ιουλίου 2019 έφερε σε ένα σημαντικό τμήμα των Ελλήνων πολιτών -που πιθανότατα υπερακοντίζει το σύνολο των ψηφοφόρων της κυβερνητικής πλειοψηφίας- προσδοκίες για ανασυγκρότηση μιας πολιτικής, κοινωνικής, εν δυνάμει και οικονομικής κανονικότητας. Προσδοκίες πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν.

Το επιστέγασμα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης έφερε αλλεπάλληλες κρίσεις σε διαφορετικά επίπεδα, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και για ολόκληρο τον πλανήτη. Έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας και παραβατικότητας, παγκόσμια πανδημική κρίση με πολύ σοβαρές οικονομικές συνέπειες και σφοδρή δοκιμασία του συστήματος υγείας, παγκόσμια ενεργειακή κρίση και διεθνής ένταση σε επίπεδα που είχαμε να δούμε από την κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου.

Όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν σε ένα εξαιρετικά βεβαρυμένο πολιτικό κάδρο. Η δεκαετία που προηγήθηκε με την περίοδο των μνημονίων προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία τριγμούς και δονήσεις που είχαμε πολλές δεκαετίες να δούμε. Ως αποτέλεσμα της μεγάλης εισοδηματικής μείωσης, της απώλειας θέσεων εργασίας και προοπτικών για βελτίωση της ζωής, αλλά και της πολιτικής τοξικότητας που εκλύθηκε, μεγάλο κομμάτι των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα των παραγωγικών και δη των πιο νέων ηλικιών, πολιτικοποιήθηκε άτακτα και ριζοσπαστικοποιήθηκε. Αντίστοιχα, ένα ουσιώδες κομμάτι της νέας γενιάς έφυγε από τη χώρα σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών και συνθηκών εργασίας.

Τι σημαίνει ριζοσπαστικοποίηση; Σημαίνει μια πολιτική αντίληψη σημαντικά διαφορετική από αυτό που εκπροσωπούν τα κυρίαρχα κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ). Πολλοί απορρίπτουν τις βασικές επιτεύξεις της μεταπολίτευσης, την πολιτική μετριοπάθεια και τη μεταρρυθμιστική λογική, αναζητώντας συχνά έκφραση σε ακραία ή αμφιλεγόμενης σοβαρότητας πολιτικά κόμματα και σχήματα.

Άλλοι εκνευρίζονται ιδιαίτερα με το πελατειακό κράτος και θλίβονται για τις αναχρονιστικές διαδικασίες λειτουργίας των πανεπιστημίων και του ΕΣΥ που μακράν απέχουν των ευρωπαϊκών δεδομένων. Συνολικά, έχει εξαϋλωθεί η εμπιστοσύνη στα κόμματα εξουσίας και τους κυρίαρχους πολιτικούς θεσμούς.

Είναι προφανές ότι η πολυπόθητη και πολυαναμενόμενη κανονικότητα δεν θα έρθει σύντομα. Όταν οι συνθήκες πιέζουν την κοινωνία, δεν είναι δυνατόν να αφήσουν ανεπηρέαστη την πολιτική. Η ριζοσπαστικοποίηση δεν είναι εύκολο να υποχωρήσει, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των νέων ανθρώπων στη χώρα μας εξακολουθεί να εργάζεται σε συνθήκες επισφάλειας, να υποαμείβεται, να μην μπορεί να αποσυνδεθεί από το οικογενειακό πλαίσιο και να φτιάξει δικές της οικογένειες, να δυσκολεύεται φοβερά ακόμα και να βρει μια αξιοπρεπή στέγη με βιώσιμο κόστος.

Η δεκαετία που σημαδεύτηκε από την εφαρμογή των μνημονίων έχει αφήσει σημάδια στην ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν θα σβήσουν εύκολα. Μπορεί η ΝΔ να εκπροσώπησε τη σταθερότητα και την ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά δυσκολεύεται να επικοινωνήσει το σχέδιό της με τους νέους πολίτες, κι αυτό δεν είναι ευοίωνο.

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έκανε πίσω στο απονενοημένο λαϊκιστικό διάβημα του Ιουλίου 2015, όπου παραλίγο να «τσακίσει» τη χώρα στα βράχια, αλλά η ευρωπαϊκή στροφή του δεν μπόρεσε ποτέ να εκφραστεί σε γόνιμη πολιτική πρόταση για τη χώρα και σίγουρα δεν είναι πειστική. Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν σε κλίμα πόλωσης και διχασμού, που δεν ωφελεί τη χώρα και συσκοτίζει τα μεγάλα προβλήματα.

Το μεγάλο ζητούμενο παραμένει η κατάθεση μιας συγκροτημένης πολιτικής αναπτυξιακής και κοινωνικής πρότασης που θα δώσει ελπίδα στους νέους ανθρώπους, εν ανάγκη και με αποφάσεις που θα έχουν πολιτικό κόστος.

Μόνο έτσι θα δοθεί ανάσα στους νέους και θα μετατραπεί σε δημιουργική ένταση ο ριζοσπαστισμός. Η ΝΔ, που η πανδημία μείωσε τον πολιτικό της χρόνο, μπορεί να καταθέσει ένα τέτοιο σύγχρονο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, πρέπει να τολμήσει να ξεβολέψει μερικούς κρατικοδίαιτους του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, για το καλό όλων και για το ευρωπαϊκό όραμα της χώρας.