Μετά από τα μεγάλα ποσοστά αποχής από τα περιφερειακά και δημοτικά πολιτικά γεγονότα, που συνέβησαν στη χώρα μας, τα οποία ποσοστά «άγγιξαν» το 60% στην  αποχή στον β΄ γύρο των εκλογών   και ειδικά στην πόλη μας ,κρίνεται απαραίτητο να εξεταστεί (ηθικά, λογικά, πολιτικά με την έννοια των ατομικών απόψεων και σκέψεων και αν θέλετε και νομικά) η  αποχή των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους  της χώρας, εξαιρουμένων βέβαια  των ανήμπορων  ψηφοφόρων, οι οποίοι έχοντας σώες τις φρένες  μπορούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα δι’ εξουσιοδοτήσεως.

Νομίζω ότι, αυτού του είδους, ατομικές ενέργειες και αποφάσεις, θεωρείται, τουλάχιστον, επιβεβλημένο, έστω να συζητηθεί. Και τούτο  γιατί, ας μη φανεί παράξενο, στα επόμενα χρόνια, ίσως να φτάσει η αποχή ή η αποστροφή και αν θέλετε και η αποτροπή των  νέων, σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά και η ζωή όλων να κρέμεται σε κλωστές, που κρατούν άλλοι, οι ολίγοι και  έτσι και θελήσουν  εκείνοι οι ολίγοι, θα κόβουν κάθε τόσο και μια κλωστή και ο καθένας καταλαβαίνει το τελικό αποτέλεσμα.

Δεν θα υποδείξω τον τρόπο συζήτησης γιατί δεν κατέχω αυτού του είδους περγαμηνές. Πρέπει όμως να υπενθυμίσω ότι εκ του νόμου είναι:  «Υποχρεωτική η εγγραφή εκείνων, οι οποίοι  έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν, στους εκλογικούς καταλόγους της χώρας». Άραγε… Γιατί αυτή η υποχρέωση;

Ας διερωτηθεί ο καθένας, γιατί  ενυπάρχει αυτή η νομική υποχρέωση;

Ας πάρουμε τώρα, με την κοινή λογική και όχι την  επιστημονική ή την κοινωνιολογική, την έννοια της λέξης «αποχή».

Η λέξη αποχή, σύμφωνα με το ελληνικό λεξικό, είναι η συνειδητή αποφυγή σε συγκεκριμένο πράγμα ή η συνειδητή  άρνηση συμμετοχής σε συλλογική δραστηριότητα. Σ’ αυτού του είδους τη συλλογική δραστηριότητα συγκαταλέγεται και η ομαδική ψηφοφορία.

Για να είναι λοιπόν συνειδητή  η απομάκρυνση  ή η αποτροπή ή και η αποστροφή   θα πει ότι  εκείνος που απέχει  ή αποστρέφεται ή αποτρέπει, το πράττει ηθελημένα, δηλαδή  θέλει και το κάνει, ίσως  γιατί υπάρχουν σοβαροί, ή όχι, λόγοι, που  τον οδηγούν στο δρόμο της μη συμμετοχής.

Τέτοιοι λόγοι αποχής πιθανόν ή δυνατόν να είναι:

Η αποστροφή συμμετοχής, δηλαδή γυρίζω την πλάτη, σε κάποια διαδικασία, όπως είναι η εκλογική.

Η  αποφυγή κάποιων πραγμάτων, όπως είναι  ένα αντιληπτό  αντικείμενο δια των αισθήσεων, ένα λεκτικό ενός ζητήματος ή κάποιας ανθρώπινης υπόθεσης, ή πράξης.

Η μη  εκπλήρωση κάποιων επιθυμιών, όπως είναι η άρνηση  συμμετοχής σε κάποια πράξη  παρά την έντονη επιθυμία της απόλαυσης  ή της γεύσης.

Η μη συμμετοχή, λόγω ασθενείας ή άλλων λόγων υγείας.

Η λέξη λοιπόν «αποχή» δύναται να έχει εφαρμογή σε όλα τα παραπάνω.

Η αποστροφή όμως της συμμετοχής ,δηλαδή γυρίζω την πλάτη, σε κάποια διαδικασία ,όπως είναι η εκλογική, νομίζω ότι, σύμφωνα με την παραπάνω γραφείσα υποχρέωση εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους όλων εκείνων που έχουν δικαίωμα του εκλέγειν, δημιουργεί πρόβλημα προς επίλυση.

Το έντονο αυτό αρνητικό συναίσθημα της αποχής  ή και της, πολλές φορές, παρεμπόδισης και άλλων, από τα πολιτικά, ως περιγράψαμε παραπάνω, είναι η  αποστροφή συμμετοχής  σε κάποια διαδικασία για κάτι συγκεκριμένο ή για  κάποιο πρόσωπο, που  κάνει εκείνον που απέχει, να στρέφεσαι προς την αντίθετη πλευρά. Και αυτό πρέπει να απασχολήσει τους πολιτευόμενους.

Το συναίσθημα  αυτό, όπως και  αν το  ονομάσουμε, φανερώνει αντιπάθεια  απέχθεια, αηδία ή κάτι άλλο παρεμφερές; Ας ενδιαφερθούν οι υποψήφιοι πολιτικοί.

Άλλο όμως το συναίσθημα, το οποίον πρέπει να απασχολήσει όλους εκείνους που πολιτεύονται και άλλο η υποχρεωτική εγγραφή στους  εκλογικούς καταλόγους της χώρας».

Η διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών πρέπει να μας απασχολήσει. Το μεν συναίσθημα είναι η εσωτερική ψυχική κατάσταση  διαφόρων εσώψυχων μεταβολών του εσωτερικού μας οργανικού κόσμου, η δε εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους είναι μια εξωτερική νομική υποχρέωση  η οποία προκύπτει εκ του νόμου.

Άρα το να κάνει, ο υπόχρεος πολίτης, αποχή εκ  της, εκ του νόμου, υπαγορευομένης υποχρέωσης, τι είναι: Δικαίωμα, καθήκον, συμφέρον, ή οχαδερφισμός;

Αν παραπέμψουμε τον εαυτόν μας  στο λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αλλά και να  παρακαλέσουμε τη νομική γλώσσα να μιλήσει, θα συμπεράνουμε, ότι η συμμετοχή μας στα πολιτικά δρώμενα δεν είναι ούτε δικαίωμα, ούτε συμφέρον, ούτε ωχαδερφισμός, αλλά είναι  πολιτικό καθήκον και όχι αποφυγή  που, με τη βοήθεια της νομικής γλώσσας, μαθαίνουμε ότι, η έννοια του πολιτικού καθήκοντος είναι η  υποχρέωση της υπακοής των  πολιτών προς τον νόμο. Εξ αυτού δε να  θεμελιώσω την λογική μου ότι:  Η μεν αποχή  είναι συνειδητή, αλλά όχι έννομη άρνηση ή αποφυγή συμμετοχής σε συλλογική δραστηριότητα, ενώ η λέξη δικαίωμα είναι η έννομη ελευθερία πράξης και βούλησης που αναγνωρίζεται από τον νόμο σε φυσικό πρόσωπο.

Να κάνει κάποιος  αποχή από φαγητό και νερό είναι δικαίωμά του, να κάνει κάποιος αποχή από ο,τιδήποτε αφορά τον εαυτόν σου  είναι δικαίωμά του, να κάνει αποχή από προσωπικές και ατομικές ανάγκες του, είναι δικαίωμά του, το να κάνει όμως αποχή από τα κοινά δεν είναι δικαίωμά του.

Γιατί ο λόγος του και η άποψή του είναι πολύ σοβαρά στοιχεία στη σωστή πραγμάτωση έργων που τον αφορούν στενά και δεν πρέπει να περιφρονεί τον λόγο του.

Γιατί έτσι αφήνει άλλους να αποφασίζουν για αυτόν και όταν αυτά για τα οποία του έδωσε το δικαίωμα να αναδείξει, βλάπτουν τον ίδιον δεν έχει δικαίωμα φραστικής ή άλλου είδους εξέγερσης της σκέψης του.

Αν δεν τον  ωφελούν, τουναντίον είναι εμπόδιο όχι μόνον σε αυτόν αλλά και στα παιδιά του, τότε σηκώνει επανάσταση αλλά η επανάστασή του, πέφτει μπρούμυτα  και στο κενό, γιατί ποτέ δεν τα υπερασπίστηκε, αλλά και δεν μπορεί όντας μπρούμυτα να τα υπερασπιστεί.

Δεν υπερασπίστηκε τη μάθηση των παιδιών του, δεν υπερασπίστηκε την  πρόοδο του τόπου του, του σπιτιού του, του εαυτούς του.

Με την αποχή του άφησε  άλλους να  τον υποτιμούν και να μην τον λαμβάνουν σοβαρά, παρόλη την ένταση της φωνής, της αξιοσύνης του   και της διαμαρτυρίας του.

Γιατί υποτίμησε τον λόγο του, υποτίμησε το καθήκον του, υποτίμησε όχι μόνον τον εαυτόν  του, αλλά και όλη την οικογενειακή και εργασιακή του παρέα.

Με τον τρόπο αυτόν δεν του δίδεται ούτε το δικαίωμα αλλά ούτε η ευκαιρία να διεκδικήσει  εκείνα για τα οποία κάποτε του ανήκαν.

Μοιάζει  εκείνου, ο οποίος όταν ήρθαν κάποιοι να διεκδικήσουν τα δικαιώματά του, είτε αυτά λέγονται περιουσιακά, είτε αυτά λέγονται ατομικά, είτε αυτά λέγονται οικογενειακά,  είτε αυτά λέγονται κοινωνικοπολιτικά, έβαλε μπροστά το όχημά του και εξαφανίστηκε αφήνοντας αυτούς να διαφεντεύουν τα του οίκου του.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να πράξουμε το πολιτικό μας καθήκον, ίνα δι αυτού  η ακτινοβολία και η αδιάλειπτη συμμετοχή μας στα πολιτικά δρώμενα  αδιαμφισβήτητα  απαιτήσουν  μια καλυτέρευση της κοινωνίας, της ατομικότητας, της συνολικότητας, της εργασίας, της οικογένειας, της κοινωνίας, της θρησκείας, της πνευματικότητας και της γραφής του βιβλίου της ζωής μας.

Όλοι μας τούτο πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας:  Το σπουδαιότερο μέρος, του βιβλίου της ζωής, είναι ο επίλογος.