Από τον κ. Γ. Ξυλούρη πήραμε νέα επιστολή-απάντηση στο κείμενο του Δ. Τσίπρα:
“κ.Τσίπρα,
Αντιλαμβάνομαι πάρα πολύ καλά, και σέβομαι ακόμα περισσότερο, την πράγματι οφειλόμενη προσπάθειά σας να υπερασπίσετε το όνομα τού πατέρα σας. Έτσι θα πρέπει να κάνει καθένας για τον γεννήτορά του. Όμως οφείλω και εγώ, απέναντι στην ιερή μνήμη παλιών συντρόφων, ν’ αποκαταστήσω την ιστορική αλήθεια. Εκείνη που ο εξάδελφος σας, ο πρωθυπουργός, πέταξε χωρίς ενδοιασμούς στις μυίγες τής προεκλογικής αγοράς.
Καταρχήν, αντιπαρέρχομαι τους χαρακτηρισμούς στο πρόσωπό μου. Σάς παραπέμπω στους βιογράφους μου. Έχουν ήδη ξεκινήσει ένα συναρπαστικό αφήγημα. Κατά δεύτερο λόγο, αν με γνωρίζατε, θα ξέρατε ότι εγώ δεν έχω κανενός είδους “πολιτική στράτευση”. Γενικά, η λέξη “στράτευση” μού προκαλούσε πάντα αποστροφή και απέχθεια.
Έτσι, ουδέποτε μ’ ενδιέφερε ούτε πόσοι ούτε και ποιοι ωφελούνταν ή βλάπτονταν κάθε φορά από τα λεγόμενα ή τα γραφόμενά μου, ή μέσα σε ποιες συγκυρίες μιλούσα ή έγραφα. Ουδέποτε μ’ ενδιέφερε πόσοι ήταν μαζί μου και πόσοι εναντίον μου. Πάντα υποστήριζα αυτό που πίστευα.
Τέλος, την “εικόνα τής ιστορίας”, όπως εσείς λέτε, δεν μου τη μετέφερε ο πατέρας μου, αλλά την έζησα ο ίδιος, τουλάχιστο στην αρχή της. Η πρώτη συνάντηση τών γονέων μας, με τη μεσολάβηση τού Φοίβου Ιωαννίδη, έγινε κάποιο βράδυ, τού Αυγούστου 1967, στο εξοχικό κέντρο “Αριάδνη”, λίγο πριν την Κνωσσό.
Καθόμουν σ’ ένα τραπέζι με τη μάννα μου και την αδερφή μου, σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων απ’ αυτούς. Βέβαια δεν άκουγα τι έλεγαν, όμως από τη στάση τους φαινόταν καθαρά η προσπάθεια να πεισθεί για κάτι ο πατέρας μου, ο οποίος έδειχνε να προσποιείται αρχικά τον έκπληκτο για όσα άκουγε, και στη συνέχεια να αρνείται.
Κάποια στιγμή τον άφησε, και αφού ήρθε στο τραπέζι μας, μάς πήρε αμέσως και φύγαμε. Στο δρόμο τού γυρισμού είπε: “αυτός θαρεί πως είμαι χτεσινός”. Παραλείπω τους χαρακτηρισμούς. Μεσολάβησε άλλη μια συνάντησή τους στο Αγιασμάτσι Ρεθύμνου, στο σπίτι τού Γιώργη Ουρανού, όπου ο πατέρας μου αντέδρασε άσκημα όταν τον είδε.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, διαπληκτίσθηκε έντονα με αυτούς που τον έφεραν, και στη συνέχεια μαζί με τον Τηλέμαχο Πλεύρη έφυγαν από τη συνάντηση.
Τελευταία φορά που ξαναβρέθηκαν ήταν στο στρατοδικείο Χανίων. Τα όσα έγιναν εκεί, τα όσα μεσολάβησαν και τα όσα επακολούθησαν είναι γεγονότα που δεν αναφέρθηκαν για πρώτη φορά από μένα. ‘Εχουν γραφεί πάρα πολλές φορές χωρίς διάψευση, και εξάλλου προκύπτουν από τα πρακτικά τής δίκης.
Επομένως, δεν αναιρώ τίποτα από όσα έγραψα. Είναι όλα αληθινά. Εγώ έκανα το χρέος μου απέναντι στη γενιά μου. Κάνατε και σεις το χρέος σας απέναντι στον πατέρα σας. Η συνέχιση τής αλληλογραφίας μας θα ήταν άσκοπη. Ίσως και οδυνηρή. Σκεφτείτε το. Εγώ πάντως είμαι εδώ”.