Έχω ένα γνωστό….
εσχάτως αποκτήσαντα, συγκάτοικο, στο κορμί και την ψυχή του.
Τον πήρε εξ αρχής με το καλό.
Ρε συ… ήρεμα. Σιγά – σιγά. Θα τα βρούμε.
Κι απάνω που κάνανε υποχωρήσεις, για την αρμονική συνύπαρξη, να σου ένας επί του στημονος κύριος, που ήθελε να λέγεται επιστήμων.
Κρατούσε ένα ζύγι. Κι άρχισε τους υπολογισμούς. Κοστίζετε πολύ κι οι δυο μαζί.
Επιβαρύνεται υπέρογκα τον προϋπολογισμό για τις δαπάνες υγείας.
…Περίπου μια δραχμή.
Κρινεσθε ασύμφοροι.
Κι έμειναν σύξυλοι οι συγκάτοικοι.
Όχι ρε γαμωτο. Πάνω που χαμε συνηθίσει ο ενας τον άλλο.
Ποιος να χαθεί,ρε φίλε είπανε κι έσκυψαν τα κεφάλια.
Κι εκεί φάνηκε μια κυρία, ηλιοκαμενη και σκαμμενο πρόσωπο…
Ποια είσαι εσύ, τη ρώτησε ο κύριος με το ζύγι…
Εμένα με λένε ΑΝΘΡΩΠΙΑ, ανταποκριθηκε η γυναίκα.
Κι εγώ πρώτη φορά σε βλέπω, του ψιθύρισε η κυρία, αλλά αλήθεια πίστεψε με.
Ξέρω κι άλλους σαν και σένα.
Εσύ απλώς την πάτησες γιατί σκέφτηκες φωναχτά, πως η ζωή με κόστος είναι ασύμφορη.
Να θυμάσαι μόνο πως εγώ-μεγάλη πια- δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στους πνευματικούς…
Σχετίζομαι και κουβεντιάζω μ’ ανθρώπους απλούς, μεροκαματιάρηδες, της φάμπρικας, των γραμμάτων και των τεχνών;
…Μ ανθρώπους πνευματώδεις με χιούμορ, αρχές, κι αξίες!
Αγκαλιασμενοι και με άλλον αέρα οι συγκάτοικοι, άρχισαν ξανά, να πορευονται.
Και πού ξέρεις;
Είναι λένε προτιμότερη μια αξιοπρεπής ήττα από μια συμβιβασμενη νίκη.