Τα διεθνή ΜΜΕ τα δύο τελευταία χρόνια έκαναν τη διαφορά με διαδοχικές επισκέψεις και με δια ζώσης συζητήσεις με τους επιφανείς απέδειξαν ότι η έρευνα στη δημοσιογραφία συχνά είναι μπροστά από τα γεγονότα.

Ειδικότερα, τα ντοκιμαντέρ της Deutsche Welle και του γαλλο-γερμανικού δικτύου ARTE από το 2019 ήδη μας εξηγούν ότι αυτός ο πόλεμος θα είναι ατελείωτος και εκατέρωθεν απεικονίζουν πτυχές της καθημερινής πραγματικότητας στις αφγανικές περιοχές ελέγχου των φανατικών στο μελλοντικό εμιράτο. Η δυσχερής έκβαση ήτανε προδιαγεγραμμένη, όχι από τους ειρηνιστές ντόπιους, αλλά από όσους ελέγχουνε την αγροτική οπιούχα παραγωγή που στηρίζει την αφγανική οικονομία.

Οι εναλλακτικές καλλιέργειες με το γνωστό κρόκο περιόρισαν το όπιο τα τελευταία χρόνια, ουσιαστικά επαναλαμβάνοντας τη λαϊκή πρωτοβουλία προηγουμένως κατά τη δεκαετία του 1980 για την εγκατάλειψη της παπαρούνας.

Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή έως το 1950 η παπαρούνα και τα σκληρά ναρκωτικά καλλιεργούνται στις βόρειες επαρχίες και σε μικρές ποσότητες, συγκριτικά με τη μεγάλη αύξηση στην παραγωγή μέσα στις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, το παράνομο εμπόριο σταδιακά μετακυλύεται στις επαρχίες του νοτίου Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν. Ο χρόνιος εμφύλιος για την επικράτηση ανάμεσα στους πολέμαρχους των Μουτζαχεντίν κούρασε το λαό κι έκανε την ανάδυση των Ταλιμπάν αρχικά να φέρει θετικό πρόσημο.

Οι Μουτζαχεντίν Pashtun με επικεφαλής τον Gulbuddin Hekmatyar πολεμούσαν εναντίον των Tadjiks με επικεφαλής τον λαοφιλή Ahmad Shah Massoud –ο Massoud όμως έλαβε τελικά τον έλεγχο της Καμπούλ τον Απρίλιο του 1992 με την καταλυτική βοήθεια του κομμουνιστή Rashid Dostam από τη φυλή των Uzbek.

Όμως, η εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στους πολέμαρχους με βίαιες εκδηλώσεις από Μουτζαχεντίν πολεμιστές σε αμάχους και κυρίως βιασμούς 10.000 γυναικών μέσα στην Καμπούλ έκανε ορατή την επικίνδυνη χαραμάδα για τους ανθρωπιστές Ταλιμπάν τους πενήντα μαθητές του Mullah Omar να διασώσουν δύο γυναίκες ομήρους των Μουτζαχεντίν το 1994 και να κηρύξουνε το θεοκρατικό λόγο της απελευθέρωσης του Αφγανιστάν απέναντι σ’ ένα συνεχιζόμενο σύστημα βίας.

ΤΑΛΙΜΠΑΝ
Οι Ταλιμπάν ως μαθητές του Θεού, εκείνοι υπερασπιζόμενοι τις γυναίκες απέναντι στη βία των Μουτζαχεντίν, τότε ήρθανε να διαμορφώσουνε το χάος σε πολιτική. Έκτοτε οι Ταλιμπάν επικράτησαν πρώτα στις επαρχίες αρχίζοντας από την Κανταχάρ και δύο χρόνια αργότερα υπερίσχυσαν στην πρωτεύουσα Καμπούλ από τις 27 Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 13 Νοεμβρίου 2001.

Οι δύο δεκαετίες και ό,τι ακολούθησε μετά την πτώση των δίδυμων πύργων από το Σεπτέμβριο του 2001 έως τον Αύγουστο του 2021 απέχει παρασάγγας της καθημερινής ζωής και των πραγματικών αιτιών. Κανένας θεϊκός σκοπός δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με πόλεμο ή με φανατισμό.

Ο φανατισμός στη θρησκεία δεν είναι απλώς ένας ακόμα ιερός πόλεμος με την έννοια που απέδιδε ο Βολταίρος στο «Φιλοσοφικό Λεξικό» στο λήμμα fanaticus αλλά το άλλοθι για τον έλεγχο της παράνομης οικονομίας. Σήμερα, όταν οι νέοι κυρίαρχοι του μεγάλου παιχνιδιού της Ανατολής –όπου ποτέ τίποτε δεν αλλάζει λόγω του όμορου ελέγχου– εκεί στο νότο σε επτά επαρχίες δεν επετεύχθη η αντικατάσταση του επικίνδυνου οπίου με το ανώδυνο, όσο ωφέλιμο, safran.

Από την άλλη πλευρά κανείς ποτέ δεν έκρυψε ότι η διεθνής τρομοκρατία σέρνει άτσαλα το μεγαλύτερο τμήμα του λαθρεμπορίου, ώστε το Αφγανιστάν να λαμβάνει μέρος σ’ ένα παγκόσμιο κύκλωμα ναρκωτικών, όταν παράγει ακόμα έως το 90% του παγκόσμιου οπίου με πρόσχημα τη θρησκεία και την ιερή πολιτική. Το μεγαλύτερο μέρος ναρκωτικών της Ευρώπης προέρχεται από το νότιο Αφγανιστάν και μόλις το 1% πηγαίνει στις ΗΠΑ σύμφωνα με τις ανάλογες έρευνες, όταν το Μεξικό εκεί είναι το αμερικανικό ισοδύναμο.

Η αφήγηση του Αφγανού δημοσιογράφου Bilal Sarwary στο BBC συγκλονίζει γιατί αποδεικνύει πώς τώρα το μεταμοντέρνο νέο μεγάλο παιχνίδι στην κεντρική Ασία είναι χαμένο. Η δίωξη της δημοσιογραφίας και της τέχνης εγκιβωτίζει την ίδια αδιαλλαξία ενάντια στον ταγό και στον καλλιτέχνη· ο δημιουργικός άνθρωπος σαφώς σκέφτεται, σχεδιάζει και αλλάζει τα τρωτά κάθε κοινωνίας γι’ αυτό ενδημεί η μισαλλοδοξία εναντίον του ανοιχτού ορίζοντα που σταδιακά στο Αφγανιστάν σκοτεινιάζει.

Το νέο καθεστώς προάγει την τρομοκρατία των αλλογενών και την καταπίεση των γυναικών (τις οποίες αρχικά υπερασπίζονταν) με συνέπεια το σκοταδισμό, ένα από τα μεγαλύτερα δεινά στην παγκόσμια πολιτική.

Ο λαός του Αφγανιστάν αφήνεται να πεθάνει είτε με τα σύνορα κλειστά, είτε να χαθεί χωρίς πρόσβαση στο δρόμο προς την προστασία στην Ευρώπη, γιατί αυτή είναι η θανατοπολιτική της Δύσης. Επίσης, εάν αναλογιστούμε την εμφύλια συμπλοκή ανάμεσα στις ομόθρησκες φυλές, η βιοπολιτική εντός των συνόρων μεταφράζεται σε εντόπια γενοκτονία που την επιθυμούνε οι μαθητές του Θεού, οι Ταλιμπάν, με την αλλήλων εξόντωση των μειονεκτούτων πληθυσμιακά γηγενών της φυλής των Hazara.

Οι Ταλιμπάν ανήκουν όλοι στην πλεονεκτούσα αριθμητικά φυλή των Pashtun που ανέρχεται σε 16 εκατομμύρια και ως προς τη θρησκεία είναι όλοι Σουνίτες, ενώ οι Hazara είναι Σιίτες οι οποίοι ανέρχονται σε 4 με 5 εκατομμύρια εντός χώρας.

Οι γηγενείς όσο φιλήσυχοι Hazara του Αφγανιστάν είναι φυλή Μογγολικής προέλευσης, όλοι βρίσκονται στο κέντρο της αχανούς πράγματι χώρας και οι περισσότεροι φεύγουνε αναγκαστικά προς το Πακιστάν – μολονότι το ΒΔ Πακιστάν με 15% Pashtun πληθυσμό τροφοδοτεί τους Ταλιμπάν είτε με εξοπλισμό, είτε με χρόνια εκπαίδευση και φυσικά μπόλικο ιδεολογικό φανατισμό.

Από τα μεταναστευτικά ρεύματα των τελευταίων σαράντα ετών ξεπήδησαν οι σημερινοί Ταλιμπάν στους μεντρεσέδες όταν δημιουργήθηκαν πολλά ιεροδιδασκαλεία μέσα στα προσφυγικά camps.

Εκατοντάδες ανήλικοι Αφγανοί έφτασαν στο Πακιστάν ως ασυνόδευτοι πρόσφυγες λόγω του θανάτου των γονέων και των παππούδων κατά το πέρασμα των ορεινών συνόρων –η ταλαιπωρία έφερε τη φυσική εξόντωση πολλών ενηλίκων στο δρόμο της προσφυγιάς– ακόμα οι χιλιάδες φτωχοί από ανάγκη για σίτιση και βασικό εγγραμματισμό των αρσενικών τέκνων, όλοι οι παραπάνω βρήκανε εντέλει καταφύγιο στα ιεροδιδασκαλεία.

Οι μεντρεσέδες, εντός και εκτός προσφυγικού camp, έκτοτε έγιναν ο κύριος θύλακας για τη γένεση των σκληρών ισλαμικών ομάδων των Ταλιμπάν οι οποίοι είναι κυρίως ουαχαβίτες, ήτοι πουριτανοί ισλαμιστές.

 

*Η Γεωργία Τσατσάνη είναι Φιλόλογος-Συγκριτολόγος