Στιγμές ιστορίας: Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 εκδηλώνεται η επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονταν σε Χίο και Λέσβο υπό τους Ν. Πλαστήρα, Στ. Γονατά, Δ. Φωκά. Ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας ανέλαβε την αρχηγία της Επαναστατικής Επιτροπής αποκτώντας το προσωνύμιο «Αρχηγός».
Μεταβαίνουν στην Αθήνα και ανατρέπουν τη διορισμένη από τον βασιλιά κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου και υποχρεώνουν τον Κωνσταντίνο Α΄ να παραιτηθεί υπέρ του γιού του πρίγκιπα Γεωργίου Β’. Σχηματίζουν επαναστατική κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή σε αυτήν του Πλαστήρα, που όμως παραμένει ο πραγματικός αρχηγός της Επιτροπής. Με βασιλικό διάταγμα διορίζεται πρωθυπουργός ο μετριοπαθής πολιτικός Σ. Κροκιδάς.
Στις 31 Οκτωβρίου 1922 αρχίζει η δίκη των έξι σε έκτατο στρατοδικείο με πρόεδρο τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο με την ετυμηγορία να είναι αυτή της καταδίκης σε θάνατο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η κυβέρνηση Κροκιδά παραιτείται διαφωνώντας με την εφαρμογή της ποινής αυτής και έτσι στις 14 Νοεμβρίου επαναστατικώ δικαίω αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Στ. Γονατάς και τρείς μέρες αργότερα πραγματοποιείται η εκτέλεση των έξι.
Στη συνέχεια και αφού η κατάσταση έχει κάπως εκτονωθεί, η επαναστατική κυβέρνηση άρχισε το κύριο έργο της. Το πρώτο μέλημά της ήταν να περιθάλψει, να στεγάσει και να θρέψει τους εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.
Με νομοθετικό διάταγμα στις 14 Φεβρουαρίου 1923, διανεμηθήκαν κυρίως στις νέες χώρες (δηλαδή στα εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τον ελληνικό στρατό κατά τους Βαλκανικούς και Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) τα τούρκικα τσιφλίκια στους χριστιανούς ακτήμονες πρόσφυγες βάσει των προβλεπόμενων της Συνθήκης της Λωζάννης και τα παραρτήματα αυτής.
Το δεύτερο ήταν να ορίσει επικεφαλής διαπραγματευτή στις συνομιλίες ειρήνης που ήδη είχαν αρχίσει στη Λωζάννη. Το χρίσμα δόθηκε στον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος από 3μήνου βρισκόταν στην Λωζάννη εκπροσωπώντας άτυπα την Ελλάδα ως εντολοδόχος της κυβέρνησης.
Το τρίτο ήταν να αναδιοργανώσει άμεσα τη στρατιά του Έβρου από τα υπολείμματα της στρατιάς της Μικράς Ασίας και να την ενισχύσει με νέους κληρωτούς, ώστε να γίνει ξεκάθαρο στους συμμετέχοντας στις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης ότι η Ελλάδα παρά την ήττα της είναι ετοιμοπόλεμη και έτοιμη να υπερασπιστεί ακόμα και με τα όπλα τα δικαιώματά της.
Στην τελική της μορφή η Συνθήκη της Λωζάννης περιελάμβανε 143 άρθρα και 17 συνωδά πρωτόκολλα. Η κύρια συνθήκη υπεγράφη στις 24 Ιουλίου του 1923. Όμως, υπήρχαν πολλά αγκάθια στην επικύρωση των 17 πρωτοκόλλων. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν οι καθυστερήσεις του προγράμματος μετεγκατάστασης των προσφύγων και της ανταλλαγής των πληθυσμών. Όλα τα προβλήματα που υπήρχαν θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί έως τις 23 Αυγούστου του 1923.
Η μόνη περιοχή της Ελλάδας στην οποία το πρόγραμμα μετεγκατάστασης των προσφύγων και της διανομής των μουσουλμανικών ιδιοκτησιών δεν προχωρούσε ήταν η Κρήτη. Αυτό συνέβαινε διότι οι Τουρκοκρητικοί δεν ήθελαν να φύγουν από την Κρήτη καθώς αυτή θεωρούσαν ως μόνη πατρίδα τους, δε σχετίζονταν κάπως με την Τουρκία, μιλούσαν αποκλειστικά την κρητική διάλεκτο της Ελληνικής και απλώς ήταν στο θρήσκευμα μουσουλμάνοι.
Υπό αυτές τις συνθήκες υπήρχε μεγάλος κίνδυνος η Ελλάδα να μην ήταν έτοιμη να κυρώσει τα συνοδευτικά πρωτόκολλα της Συνθήκης της Λωζάννης.
Τέλη Ιουλίου του 1923 ο Βενιζέλος επικοινωνεί με τον Πλαστήρα τονίζοντάς του ότι η κατάσταση στην Κρήτη θα πρέπει να επιλυθεί άμεσα γιατί διαφορετικά η Ελλάδα κινδύνευε, αφενός να πληρώσει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και αφετέρου, υπήρχε ορατό το ενδεχόμενο να ακυρωθεί όλη Συνθήκη της Λωζάννης. Επιπλέον του συνέστησε να μεταβεί άμεσα στην Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχαν και εκεί μερικά θέματα προσφύγων προς διευθέτηση, όχι όμως τόσο σοβαρά, όσο αυτά της Κρήτης.
Όπως διαβάζουμε σε ανταπόκριση από την Αθήνα της «Νέα Εφημερίς» στις 10 Αυγούστου 1923 ο Πλαστήρας μεταβαίνει με τραίνο εις Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από τον υπεύθυνο Υπουργό Μετεγκατάστασης Δοξιάδη Απόστολο και άλλους αρμόδιους κεντρικούς υπηρεσιακούς παράγοντες. Ακολούθησαν πολύωρες συσκέψεις στην Θεσσαλονίκη με τους εκεί αρμόδιους για να βρουν τρόπους επιτάχυνσης των διαδικασιών εγκατάστασης των χιλιάδων εκατοντάδων χριστιανών προσφύγων.
Στις συσκέψεις αυτές συμμετείχε ενεργά ο αντισυνταγματάρχης χωροφυλακής Γεώργιος Καλοχριστιανάκης από τις Αρχάνες Ηρακλείου. Ο Καλοχριστιανάκης από τις αρχές του 1923 είχε διοριστεί συντονιστής των διαφόρων υπηρεσιών που εμπλέκονταν με τη διαχείριση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη και είχε σαφή εικόνα και αποκομίσει σημαντική εμπειρία επί του θέματος.
Εξ άλλου με τον Πλαστήρα και τον Κονδύλη συνδεόταν στενά από το 1918 και τη μάχη του Σκρά, όπου είχαν παρασημοφορηθεί από τους Γάλλους με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και από ελληνικό κράτος με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως και την προαγωγή τους επ’ ανδραγαθίας σε αντισυνταγματάρχες.
Απ’ την άλλη, ο Καλοχριστιαννάκης και ο Βενιζέλος συνδέονταν από το 1900 και την Κρήτη με τον Καλοχριστιανάκη να είναι μάλιστα από τους ελάχιστους άνδρες της κρητικής χωροφυλακής που είχε υποστηρίξει το Κίνημα του Θερίσου το 1905.
Στις συσκέψεις αυτές στη Θεσσαλονίκη αποφασίστηκε, εκτός των άλλων, να μεταβούν άμεσα στην Κρήτη για να βοηθήσουν τον Διοικητή Κρήτης, Γ. Κατεχάκη, τον νομάρχη Ηρακλείου, Ε. Λυδάκη και τους υπόλοιπους τοπικούς αξιωματούχους στην επίλυση του προβλήματος είχε ανακύψει εξ αιτίας της άρνησης των Τουρκοκρητικών να μετεγκατασταθούν στην Τουρκία και να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους.
Στις 14 Αυγούστου 1923 (φωτ. 1) οι Πλαστήρας, Δοξιάδης και Καλοχριστιανάκης φτάνουν από τη Θεσσαλονίκη στη Σούδα με το καταδρομικό «Έλλη» και ξεκινούν αμέσως περιοδεία και συσκέψεις με τις τοπικές επιτροπές περίθαλψης των προσφύγων στις νομαρχίες Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Νεάπολης.
Στη «Νέα Εφημερίς» της ίδιας μέρας διαβάζουμε: «περί το εσπέρας μετέβησαν στις Αρχάνες, όπου ο Νομάρχης Ηρακλείου παρέθεσε γεύμα εις όν παρευρέθησαν , ο Νομάρχης, ο κος Φανουράκης, Διευθυντής Περίθαλψης, ο κος Γ. Καλοχριστιανάκης και πολλά άλλα πρόσωπα» (Φωτ. 2). Τον Πλαστήρα φιλοξένησε στο σπίτι του στις Αρχάνες ο Καλοχριστιανάκης για τρία συνεχόμενα βράδια, σύμφωνα με τις διηγήσεις της Όλγας Καλοχριστιανάκη συζύγου του Γεωργίου και γιαγιάς του γράφοντος.
Το μεσημέρι της 15ης Αυγούστου σε σύσκεψη στη νομαρχεία Ηρακλείου αποφασίστηκαν και εγκρίθηκαν από τον στρατηγό Πλαστήρα, που είχε την πολιτική ευθύνη, οι ενέργειες που έπρεπε να γίνουν για να την επίλυση του προβλήματος. Οι αποφάσεις αυτές θα εφαρμόζονταν άμεσα και με ισχύ σε όλη την Κρήτη. Αντίστοιχα προχώρησαν γρήγορα οι νομικές διαδικασίες που απαιτούνταν για την κατάργηση των συμβολαίων που είχαν συναφθεί μεταξύ Τουρκοκρητικών, Ιταλών και χριστιανών Κρητικών που κρίθηκαν ως παράνομα.
Με την ολοκλήρωση της σύσκεψης αυτής, αναχώρησαν για νέα περιοδεία στην Κρήτη για καλύτερο συντονισμό των ενεργειών όλων και σύμφωνα με την εφημερίδα «Ίδη» το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Πλαστήρας εκφώνησε λόγο στο Ρέθυμνο (φωτ. 4).
Στις 22 Αυγούστου ο Πλαστήρας απευθύνθηκε στον λαό των Αρχανών από τον εξώστη του δημαρχείου λέγοντας μεταξύ των άλλων «το γελαστόν ύφος των Αρχανιωτών , φανερώνει την αμέριστον χαράν ήν εδοκίμασεν όταν ευρέθη μεταξύ των Κρητών χωρικών, τους οποίους εχαρακτήρησεν ως την γνησιωτέραν εκπροσώπησιν της φυλής» (Εφημερίδα «Ίδη», 22/8/23).
Με ταχύτατες διαδικασίες σε όλη την Κρήτη, ακυρώθηκαν όλα τα χαρακτηρισμένα ως παράνομα συμβόλαια ως μη γενόμενα και διανεμήθηκαν οι μουσουλμανικές στους χριστιανούς πρόσφυγες περιουσίες (φωτ. 5, «Νέα Εφημερίς», 23/8/23). Για την περιοχή του Ηρακλείου, βάσει της απογραφής του 1923 της Επιτροπής Περίθαλψης και Αποκατάστασης Προσφύγων, αυτοί ανέρχονταν σε 13.085 με το 91,7% να προέρχεται από την περιοχή της Σμύρνης.
Όλοι τους επί ένα χρόνο ήταν άστεγοι, ακτήμονες, πεινασμένοι, ρακένδυτοι, άρρωστοι, ζούσαν σε παραπήγματα και σε σκηνές, χωρίς νερό, αποχέτευση με τις επιδημίες να τους έχουν εξολοθρέψει και εξαντλήσει, ενώ οι ντόπιοι χριστιανοί Κρητικοί τους χλεύαζαν χαρακτηρίζοντάς τους ως «τουρκόσπορους».
Ο αριθμός των μουσουλμάνων οι οποίοι θα έπρεπε να μεταφερθούν στην Τουρκία ήταν περίπου 22.999. Έπρεπε δηλαδή ταυτόχρονα να εγκαταλείψουν την Κρήτη 22.999 μουσουλμάνοι και να εγκατασταθούν 13.085 χριστιανοί πρόσφυγες σε καινούργιες άγνωστες και για δύο ομάδες περιοχές, σε ξένες χώρες και σε νέες πατρίδες. Ο συντονισμός των αστυνομικών και στρατιωτικών ενεργειών που απαιτούνταν για να υλοποιηθούν τα παραπάνω είχε ανατεθεί στον Καλοχριστιανάκη.
Οι πρώτοι Τουρκοκρητικοί άρχισαν να αναχωρούν στις 26 Αυγούστου 1923 («Νέα εφημερίς», 26/8/23).
Ο Παντελής Πρεβελάκης, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, κατέγραψε την αναγκαστική αυτή αποχώρηση από την Κρήτη των Τουρκοκρητικών στο έργο του «Το χρονικό μιας πολιτείας» ως εξής: «O στρατός έκαμε αλυσίδα γύρο στον τούρκικο μαχαλά, έπιασε τις διάβες του λιμανιού και ύστερα προσκάλεσε τους τούρκους να περάσουν ένας- ένας και να μπαίνουν στις βάρκες.
Ο κόσμος λιγοψύχησε από τη λαχτάρα, τέλος οι Τούρκοι κίνησαν να κατεβαίνουν. Βγήκαν με σχισμένα ρούχα, τα χέρια τους στάλαζαν αίματα, οι χανούμισσες είχαν πετάξει πέρα τους φερετζέδες. Πέρασαν αραδίς, μέσα σε διπλό καδρόνι, σαν στρατιώτες, σαν κλέφτες που τους έπιασες να κλέβουν ξένο βιός , λοξοτηρώντας με κόκκινα μάτια και με το στόμα σφιγμένο μανιστικά.»
Η τεράστια αυτή επιχείρηση πραγματοποιήθηκε υπηρεσιακά με απόλυτη επιτυχία, προκαλώντας όμως δάκρυα και μεγάλο πόνο σε όλους. Μετά από τις εξελίξεις αυτές, ο Πλαστήρας μετέφερε στον Βενιζέλο «το έχειν καλώς» και ότι μπορούσε να προχωρήσει κανονικά στην ολοκλήρωση της επίσημης επικύρωσης των πρωτοκόλλων της Συνθήκης της Λωζάννης εκ μέρους της Ελλάδας.
Αυθημερόν μάλιστα σε έκτακτο φύλλο της εφημερίδας της ελληνικής κυβέρνησης, δημοσιεύτηκε το νομοθετικό διάταγμα που επικύρωνε και εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης τη Συνθήκη της Λωζάννης και τα 17 προσηρτημένα πρωτόκολλα. Οι τελευταίοι 32 Κρήτες μουσουλμάνοι αναχώρησαν με το ατμόπλοιο «Αντιγόνη» στις 20 Αυγούστου 1924.
* Ο Dr. Θεοφάνης Εμμ. Κανάκης είναι MD. Ph. διδάκτωρ Παν/ μίου Αθηνών- Ορθοπεδικός