Στις κόρες μου

Είναι μια ιστορική στιγμή για το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Ο Ανήφορος, το μοναδικό, έως σήμερα, σωζόμενο ανέκδοτο μυθιστόρημά του, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα και σε μία μόλις εβδομάδα κατέκτησε την κορυφή στις λίστες με τα ευπώλητα των εφημερίδων.

Παρασκευή Βασιλειάδη
Η Παρασκευή Βασιλειάδη

Όλοι χαιρετίζουμε την κυκλοφορία του έργου και τη νέα εκδοτική προσπάθεια, αναμένοντας την επανέκδοση του συνόλου των έργων του συγγραφέα. Ο Ανήφορος, ένα σχεδόν άγνωστο έργο του Καζαντζάκη, σώζεται εδώ, στο Μουσείο του, στη Μυρτιά και σελίδες από αυτό εκτίθενται στη Μόνιμη Έκθεση από την ανακαίνιση του Μουσείου το 2010. Σήμερα πια αναγνωρίζεται ως ένα από τα κρυμμένα «διαμάντιά» του.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας του χειρογράφου, θα προσπαθήσω να ακολουθήσω το νήμα που την ανασυνθέτει. Το χειρόγραφο του έργου στην ολότητά του φυλάσσεται στο Αρχείο του Ιδρύματος και από σήμερα εκτίθεται ολόκληρο στη Μόνιμη Έκθεσή του, περιμένοντας να τοποθετηθεί σε λίγη ώρα δίπλα του και η πρώτη έκδοση στα ελληνικά από τον ίδιο τον εκδότη.

Πρόκειται πιθανότατα για το πρωτόγραφο του έργου και δεν γνωρίζουμε αν σώζεται άλλο αντίγραφό του, έτσι που με όρους κειμενικής βιβλιολογίας συνιστά τον μοναδικό χειρόγραφο μάρτυρά του. Περιλαμβάνει τρία μέρη με τους τίτλους «Κρήτη», «Αγγλία», «Μοναξιά». Στο τελευταίο πρόκειται να συμπεριλαμβανόταν – όπως σημειώνει ο ίδιος ο Καζαντζάκης – ολόκληρο το κείμενο της Ασκητικής. Το αρχειακό τεκμήριο δεν φέρει πουθενά τον τίτλο του έργου «Ο Ανήφορος».

Ο Ανήφορος γράφεται σχεδόν σε έναν μήνα, τον Αύγουστο του 1946, στο Castle Bray, ένα προάστιο του Κέιμπριτζ. Σ’ ένα μικρό διαμέρισμα που του ενοικίασε το Βρετανικό Συμβούλιο, όπου σε άλλο όροφο είναι το γραφείο του και σε άλλο η κουζίνα, ο Καζαντζάκης ακολουθεί ένα εξαντλητικό πρόγραμμα, γράφοντας κυριολεκτικά νυχθημερόν. Μια κινηματογραφική περιγραφή της συγγραφής δίνει ο ίδιος στην Ελένη Καζαντζάκη:

«Έχω το σχέδιο του βιβλίου. Θα ’ναι μυθιστόρημα, γιατί οι εδώ διανοούμενοι δε μου έδωκαν υλικό. Τρία μέρη: Κρήτη, Αγγλία, Μοναξιά. Και θα απαντήσω στα ερωτήματα που έθεσα. Δεν ξέρω αν θα βρω εδώ στο σπίτι τούτο, το κλίμα που θέλω. Ευτυχώς το παραθυράκι του γραφείου βλέπει σε ωραίο κήπο… και μια τεράστια μηλιά είναι μπροστά μου…»

«Οι μέρες περνούν όμοιες, απαράλλαχτες, κι όλες μαζί είναι σα μια μέρα: ξυπνώ το πρωί στις 5 1/2, κατεβαίνω στο δωμάτιο-γραφείο· ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία και χερόγραφα, ένα καναπέ Louis XV παλιό, ένα… ραδιόφωνο! και δυο καρέκλες… Κάθουμαι λοιπόν κι αρχίζει το μαρτύριο, γράφω. Είμαι πια στα 2/3, ως το τέλος Αυγούστου τελειώνω στο γ’ μέρος θα μπει όλη η Ασκητική».

Τον δημιουργικό αυτό πυρετό μαρτυρούν πλήθος επιστολές, που στέλνει από αυτό το μικρό δωμάτιο ακριβώς τις ίδιες μέρες που γράφει το νέο μυθιστόρημα: στον Ιωάννη Κακριδή, τον Παντελή Πρεβελάκη, την Ελένη Καζαντζάκη, την Τέα Ανεμογιάννη, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, τον Αλέξανδρο Φωτιάδη, τον Börje Knös, την Έλλη Λαμπρίδη. Η μελέτη των επιστολών φανερώνει την πρόθεση του Καζαντζάκη να κυκλοφορήσει άμεσα ένα νέο αντιπολεμικό μυθιστόρημα στα αγγλικά, διεκδικώντας το βραβείο Νόμπελ.

Ιδιαίτερα η αλληλογραφία του με την Έλλη Λαμπρίδη, που «ανακαλύψαμε» σχεδόν ταυτόχρονα με την «ταύτιση» του χειρογράφου, έδειξε ξεκάθαρα πως ο συγγραφέας ήθελε να εκδώσει το έργο πρώτα στην αγγλική γλώσσα. Έτσι, για τις ανάγκες της μετάφρασης, το χειρόγραφο αρχίζει το ταξίδι του, ένα ταξίδι που κράτησε τελικά 76 χρόνια ως την έκδοσή του. Ο Καζαντζάκης από το Κέιμπριτζ στέλνει τμηματικά το χειρόγραφο στη Λαμπρίδη στο Λονδίνο, ώστε να ξεκινήσει η μετάφραση, πριν καν ολοκληρωθεί το έργο.

Το Αρχείο, σύμφωνα με τη Τζίνα Πολίτη στο κείμενό της «Η ποιητική του Αρχείου», αντιμετωπίζεται «ως ένα ανοικτό, ατελές, αν όχι χαώδες πεδίο, όπου οι πηγές και τα ντοκουμέντα έχουν μιαν ιστορία πριν και μετά την κατάταξή τους, η οποία δεν αντανακλά το κίβδηλο συνεχές του χρόνου, αλλά διακρίνεται από ασυνέχειες και χάσματα». Ακριβώς το ίδιο και η ιστορία αυτού του χειρογράφου. Αυτά τα χάσματα, τα μπρος-πίσω στον χρόνο έρχεται να γεφυρώσει η επιστημονική έρευνα.

Το έργο ο Ανήφορος δεν ήταν άγνωστο. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε κάνει μια «προδημοσίευση» του κεφαλαίου «Ο θάνατος του παπού» (sic) στη Νέα Εστία το 1947 με την υποσημείωση «Ένα κεφάλαιο από το τελευταίο βιβλίο που γράφτηκε στο Cambridge: Ο Ανήφορος». Η Ελένη Καζαντζάκη στον Ασυμβίβαστό της, την πληρέστερη έως σήμερα βιογραφία του συγγραφέα, μαζί με τα 400 Γράμματα του Παντελή Πρεβελάκη, αναφέρεται στο έργο.

Εξιστορώντας τα γεγονότα σχετικά με την περιοδεία της επιτροπής για την Καταγραφή των Ωμοτήτων των Γερμανών στην Κρήτη στην οποία συμμετείχε ο Καζαντζάκης το 1945, δημοσιεύει τέσσερις περίπου σελίδες από το πρώτο κεφάλαιο με την υποσημείωση «Πρόκειται για το μυθιστόρημα “Ο Ανήφορος”, που τελικά έμεινε αδημοσίευτο», ενώ λίγο παρακάτω αναφέρεται εκτενώς στη συγγραφή του. Ωστόσο, το σχόλιό της «Απ’ ό,τι έγραψε ο Νίκος στο Cambridge, δε θέλησε να σώσει παρά μερικές σελίδες, που τις μεταχειρίστηκε σε κατοπινά του έργα» πρέπει να λειτούργησε αποθαρρυντικά για τους μελετητές.

Ο Πρεβελάκης επίσης σημειώνει: «Το μυθιστόρημα που έγραψε τ’ ονομάζει Ο Ανήφορος. Ένα κεφάλαιο, “Ο θάνατος του παπού” (sic), δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία…, αλλά το σύνολo έμεινε αδημοσίευτο∙ πολλές σελίδες πέρασαν στον κατοπινό Καπετάν Μιχάλη», ενώ δίνει και μία ακόμα σημαντική πληροφορία για το νέο έργο: «Ο Ανήφορος είχε τότε μεταφρασθεί στα αγγλικά από την Έλλη Λαμπρίδη.

Το κείμενο της μετάφρασης, αν όχι και το ελληνικό πρωτότυπο, βρίσκεται στα χέρια της, καθώς έμαθα», συμπληρώνει ο Πρεβελάκης. Στη συνέχεια διάφοροι σημαντικοί μελετητές ασχολούνται επιγραμματικά με τον Ανήφορο: ο Peter Bien, η Αγγέλα Καστρινάκη, o Κωνσταντίνος Δημάδης, η Αφροδίτη Αθανασοπούλου και ο David Holton, οι οποίοι όμως κάνουν κυρίως αναφορά στο αδημοσίευτο έργο, αντλώντας πιθανότατα τις πληροφορίες τους από τα γραφόμενα της Ελένης Καζαντζάκη και του Παντελή Πρεβελάκη.

«Το αρχείο είναι χαραμάδα στο υφάδι του χρόνου», γράφει στο βιβλίο της Η γεύση του Αρχείου η Arlette Farge και συνεχίζει: «έτσι γεννιέται το απλοϊκό μα βαθύ συναίσθημα ότι σκίζεις ένα πέπλο, διαπερνάς την αδιαφάνεια της γνώσης και φθάνεις μετά από ένα αβέβαιο ταξίδι στην ουσία των όντων και των πραγμάτων».

Το χειρόγραφο βρέθηκε στα κατάλοιπα του Γιώργου Ανεμογιάννη, Ιδρυτή του Μουσείου, μαζί με άλλα σπουδαία και άγνωστα ως τότε τεκμήρια, που έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια. Ο Ανεμογιάννης έφυγε από τη ζωή το 2005 και κληροδότησε στο Μουσείο το σύνολο του πολύτιμου υλικού που είχε διασώσει, όταν πια είχε διαμορφωθεί ο κατάλληλος χώρος και οι συνθήκες που θα εξασφάλιζαν τη φύλαξη και ανάδειξή του.

Σχεδόν άμεσα το Μουσείο, χάρις στη μέριμνα της τέως διευθύντριάς του, Βαρβάρας Τσάκα, και αξιοποιώντας κοινοτικούς πόρους προέβη στη συντήρηση και ψηφιοποίηση του πολύτιμου αρχειακού υλικού του αλλά και στην αρχική καταλογογράφησή του σε συνεργασία με τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το χειρόγραφο του Ανήφορου ήταν ανάμεσα σε αυτά που ταξινομήθηκαν τότε, το 2007, αλλά δεν υπήρξε καμία ένδειξη για το αν επρόκειτο για ένα ολοκληρωμένο έργο και φυσικά ούτε κάποια αναφορά στον τίτλο.

Ωστόσο, στη σημαντική αρχική αυτή καταγραφή του χειρογράφου υπήρχε η πληροφορία πως ο Καζαντζάκης αξιοποίησε ορισμένα κομμάτια σε άλλα έργα και πως η Ελένη Καζαντζάκη έλεγε ότι ο ίδιος δεν το ήθελε. Οι επιμελητές της επανέκθεσης του Μουσείου το 2010 αποφάσισαν να εντάξουν το τεκμήριο αυτό στην αίθουσα των «Μυθιστορημάτων» στην ενότητα με τα «συρτάρια» που περιελάμβανε τεκμήρια που έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 2014, και με τη σωτήρια παρέμβαση του τέως προέδρου του, Στέλιου Ματζαπετάκη, και του Διοικητικού Συμβουλίου του, το Μουσείο κατάφερε να στελεχώσει τα τμήματά του. Είχα τη μεγάλη ευθύνη και τύχη να αναλάβω το Τμήμα Αρχείου, απασχολούμενη αρχικά στο Θεατρικό Αρχείο του Ιδρυτή. Το 2016 κι ενώ ξεκινούσα τον έλεγχο και τις διορθωτικές επεμβάσεις στην αρχική τεκμηρίωση των Συλλογών, ένα προσωπικό μου ερευνητικό ερώτημα, αν υπήρχαν σημειώσεις του Καζαντζάκη από την καταγραφή των Ωμοτήτων στην Κρήτη, με οδήγησε στο χειρόγραφο.

Η ενσωμάτωση της πρόσφατης εμπειρίας του Καζαντζάκη από την περιοδεία στη μετακατοχική Κρήτη στο έργο, αποδείχθηκε το πρώτο κλειδί στα χέρια μου για το ξεκλείδωμα του άγνωστου έργου. Κι ενώ, όταν για πρώτη φορά κι εγώ η ίδια έπεσα πάνω του, διαβάζοντας τις πρώτες αράδες, το θεώρησα σχεδίασμα ίσως του Καπετάν Μιχάλη, εκείνη τη φορά έσκυψα πάνω του με μεγαλύτερη προσοχή και καθώς προχωρούσα την ανάγνωση από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, άκουγα το δικό μου χτυποκάρδι, καταλαβαίνοντας ξεκάθαρα πως επρόκειτο για ένα εντελώς διαφορετικό και άγνωστο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα.

Διασταυρώνοντας έπειτα τις πηγές διαπίστωσα πως πρόκειται για το έργο Ο Ανήφορος, που ο Καζαντζάκης έγραψε στην Αγγλία μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Έτσι έγινε η πρώτη ταύτιση του έργου κι εκείνη τη στιγμή αντιλαμβανόμουν και εγώ τι θησαυρός έβγαινε στο φως.

Το 2017 το χειρόγραφο του «Ανήφορου» ταξίδεψε στην Αθήνα για το επετειακό αφιέρωμα με αφορμή το Έτος Καζαντζάκη, που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με το Μουσείο Καζαντζάκη και άλλους φορείς και επιστημονική επιμέλεια του Νίκου Μαθιουδάκη, δίνοντας μάλιστα το όνομά του σε μία από τις τρεις εκθέσεις που παρουσιάστηκαν. Ήταν η πρώτη επίσημη αναφορά στο «άγνωστο» έργο.

Το 2018 σε συνεργασία με τον Νίκο Μαθιουδάκη, επισκέπτη καθηγητή σήμερα του Πανεπιστημίου της Γρανάδας, προχωρήσαμε στη μεταγραφή και πληρέστερη επιστημονική τεκμηρίωση του χειρογράφου. Στο ΣΤ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών στη Σουηδία κάναμε την πρώτη παρουσίασή του στο διεθνές ακαδημαϊκό κοινό. Με τον Νίκο συνεργαστήκαμε με ισότιμη συμβολή και σεβασμό στον Νίκο Καζαντζάκη, έχοντας επίγνωση του αρχειακού τεκμηρίου που είχαμε στα χέρια μας και πιστεύοντας εξαρχής στην καθαρή του αξία.

Η θεματική έκθεση που εγκαινιάζουμε απόψε με τίτλο «Ο ΑΝΗΦΟΡΟΣ: Το γνωστό-άγνωστο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» αποδεικνύει πως ο δρόμος για την κατανόηση και τη βαθύτερη έρευνα του έργου μόλις ανοίγει. Το κυριότερο σημείο όμως είναι πως το έργο, με την έκδοση και την κυκλοφορία του πια, παίρνει τη θέση που του αξίζει στην καζαντζακική εργογραφία και στις καρδιές των αναγνωστών.

«Το αρχείο», λέει ο Ντεριντά στο βιβλίο του Η έννοια του αρχείου, «ήταν πάντα μια εγγύηση, και όπως κάθε εγγύηση, ήταν εγγύηση για το μέλλον». Αν το Μουσείο Καζαντζάκη δεν είχε διαφυλάξει το χειρόγραφο και αν το 2016 ένα απλό ερευνητικό ερώτημα δεν με είχε οδηγήσει σε μια πιο προσεκτική ματιά πάνω του, ίσως σήμερα ακόμα κανείς δεν θα μιλούσε για ένα νέο έργο του Νίκου Καζαντζάκη.

 

*Η Παρασκευή Βασιλειάδη είναι υποψ. δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α., επιμελήτρια Συλλογών Μουσείου Καζαντζάκη