Σήμερα, 4 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας, φίλοι αναγνώστες, εορτάζει, καθώς γνωρίζετε, την Αγία και Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα.
Η Αγία αυτή ήταν ένα πανέμορφο και πλούσιο μοναχοπαίδι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ηλιούπολη της Συρίας τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο φανατικός διώκτης των χριστιανών Μαξιμιανός.
Ορφάνεψε μικρή από μητέρα. Ο πατέρας της ένας πλούσιος και φανατικός Έλληνας ειδωλολάτρης με το όνομα Διόσκορος, ήταν τοπάρχης της Ηλιούπολης, δηλαδή διοικητής της πόλης αυτής και φρόντισε ώστε η κόρη του από μικρή να αποκτήσει μεγάλη ειδωλολατρική μόρφωση. Έτσι, η Βαρβάρα μεγάλωνε και ζούσε μέσα στα πλούτη και τη χλιδή, μέσα στις ειδωλολατρικές εορτές, τελετές και δοξασίες σαν γνήσια ειδωλολάτρισσα.
Κάποτε, ο πατέρας της χρειάστηκε να απουσιάσει για πολύ σε κάποια μακρινή εκστρατεία. Φοβούμενος απαγωγή της θυγατέρας του κατά τη διάρκεια της απουσίας του από κάποιον επίδοξο μνηστήρας και ήσαν πολλοί οι νέοι που θα την ήθελαν για γυναίκα τους εξαιτίας της ομορφιάς και του πλούτου της, έκτισε ένα πύργο και την έβαλε να ζει εκεί. Όρισε δε να την υπηρετούν αρκετές υπηρέτριες, μεταξύ των οποίων ήταν και μια κρυπτοχριστιανή.
Αυτή η υπηρέτρια τόλμησε σε κάποια στιγμή να μιλήσει στη νεαρή Βαρβάρα για το Χριστό. Εκείνη συγκλονίστηκε από τα όσα άκουσε και της ζήτησε – λεπτομερή ενημέρωση που έγινε τελικά κατήχηση. Στο τέλος, βαπτίστηκε κι έγινε φανατική χριστιανή. Από τότε ζούσε προσευχόμενη στο Χριστό και μελετώντας μόνο χριστιανικά βιβλία.
Ο πατέρας της, πριν φύγει για την εκστρατεία, είχε δώσει εντολή στους τεχνίτες να φτιάξουν μέσα στον πύργο ένα λουτρό με δύο παράθυρα, για να μην αναγκάζεται η κόρη του να πηγαίνει στα δημόσια λουτρά, όπως γινόταν τότε. Μαν σαν έφυγε εκείνος, η Βαρβάρα, προκειμένου να τιμήσει την Αγία Τριάδα, ζήτησε από τους τεχνίτες κι έφτιαξαν τρία παράθυρα αντί για δύο. Ακόμη, με το δάκτυλό της έκανε σε κάποιο από τους τοίχους του λουτρού το σημείο του Σταυρού και -ω του θαύματος! Ο σταυρός έγινε έντονος και ανεξίτηλος και έμεινε στον τοίχο σαν να χαράκτηκε από μεταλλικό εργαλείο.
Το θαύμα αυτό έδιωξε από την ψυχή της οριστικά κάθε αμφιβολία ότι η πίστη των χριστιανών ήταν η αληθινή και όχι αυτή των άψυχων ειδώλων.
Όταν γύρισε ο πατέρας της από την εκστρατεία, αμέσως πρόσεξε πως οι τεχνίτες είχαν παραβεί την εντολή του με το να φτιάξουν στο λουτρό τρία παράθυρα αντί για δύο.
Τους κάλεσε αμέσως για να του εξηγήσουν γιατί αθέτησαν την εντολή του. Εκείνοι του απάντησαν ότι η παράβαση έγινε μετά από απαίτηση της κόρης του. Αγανακτισμένος κάλεσε αμέσως τη θυγατέρα του, κι εκείνη βλέποντας την οργή του, τον φοβήθηκε και του απάντησε πως το έκαμε αυτό για να μπαίνει στο λουτρό περισσότερο φως. Όμως αυτός δεν πείστηκε, γιατί θεώρησε την απάντηση ως δικαιολογία και ζήτησε επιμόνως να μάθει τον πραγματικό λόγο.
Τότε εκείνη ξαναβρίσκοντας το θάρρος της, έκαμε το σταυρό της και δείχνοντάς του τα τρία της δάκτυλα, με τα οποία τον έκαμε, του απάντησε χωρίς φόβο: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα είναι το φως που φωτίζει τον κόσμο και ο Σταυρός είναι το σύμβολο της σωτηρίας των ανθρώπων! Ακούγοντας αυτά ο Διόσκορος έγινε έξω φρενών και τράβηξε το σπαθί του, για να την εκτελέσει επί τόπου. Αυτή όμως κατάφερε να ξεφύγει, εγκαταλείποντας τον πύργο. Κατέφυγε στα γύρω βουνά όπου και κρυβόταν.
Όμως, ένας βοσκός που κάποια από τις επόμενες μέρες την είδε, κατήγγειλλε στον πατέρα της την κρυψώνα της. Αυτός, σαν τη συνέλαβε, την οδήγησε στο Ρωμαίο ηγεμόνα Μαρκιανό, κατηγορώντας την ότι εγκατέλειψε τη θρησκεία τους κι έγινε χριστιανή. Εκείνος, σαν την αντίκρισε, θαύμασδα την ομορφιά της και προσπάθησε με καλοπιάσματα και υποσχέσεις να την επαναφέρει στην ειδωλολατρία.
Όταν όμως διαπίστωσε την άκαμπτη άρνησή της, διέταξε να την μαστιγώσουν χωρίς έλεος και να τη φυλακίσουν.
Όμως εκεί, κατά τα μεσάνυχτα και μέσα σ’ ένα πολύ δυνατό φως, της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός που θεράπευσε τις πληγές της και την ευλόγησε. Σαν ξημέρωσε, την οδήγησαν και πάλι στο Μαρκιανό.
Αυτός θαύμασε και απόρησε που τη βρήκε χωρίς το παραμικρό τραύμα και ρωτώντας την, αυτή του απάντησε πως τη θεράπευσε τη νύχτα “ο Ιησούς Χριστός, που είναι ο γιος του αληθινού και ζωντανού Θεού, και τον οποίο εσύ, Μαρκιανέ, δεν μπορείς να δεις, γιατί τα μάτια της ψυχής σου είναι τυφλωμένα από το βαθύ σκοτάδι της ειδωλολατρίας”.
Ο Μαρκιανός, ακούγοντας αυτά, έφριξε από το κακό του και διέταξε να ξύσουν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια και στη συνέχεια να κάψουν τις πληγές με αναμμένες λαμπάδες. Έπειτα, καθώς ήταν γυμνή και γεμάτη αίματα, διέταξε να την διαπομπεύσουν στους δρόμους της πόλης. Όμως, καθώς γινόταν η διαπόμπευσή της, ενα πυκνό σύννεφο την κάλυπτε και κανείς από το πλήθος που παρακολουθούσε δεν μπορουσε να αντιληφθεί τη γύμνια του κορμιού της!
Ο Μαρκιανός, ο πατέρας και οι ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν ντροπιασμένοι τα γεγονότα και το θέαμα, δεν ήξεραν τι να κάμουν. Τότε, ο πατέρας, οργισμένος και εκτός εαυτού, ζήτησε από τον Μαρκιανό να του επιτρέψει να τη σκοτώσει ο ίδιος.
Αυτός έδωσε την άδεια και ο άπονος και θλιβερός πατέρας άρπαξε την κόρη του από τα μαλλιά και μπροστά στον κόσμο της έκοψε το κεφάλι! Έτσι ο Διόσκορος έγινε ο δήμιος του ίδιου του του παιδιού!
Η Βαρβάρα ήταν τότε μόλις δέκα έξι χρόνων. Αλλά και η τιμωρία του παιδοκτόνου πατέρα δεν άργησε να έρθει. Στο δρόμο της επιστροφής για την κατοικία του, τον κτύπησε κεραυνός και τον έκαμε στάχτη!
*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών