Του Παναγιώτη Σαπουντζή*

Η λέξη Πάσχα προέρχεται από την εβραϊκή pesah (Πέσαχ είναι το ιουδαϊκό Πάσχα) και αυτή από το ρήμα «pasàch» που σημαίνει «αυτός προσπέρασε». Το ρήμα απαντάται στο βιβλίο της Εξόδου κατά τη διήγηση της πάταξης των πρωτότοκων γιων των Αιγυπτίων όπου ο Κύριος «προσπέρασε» ή «προστάτευσε» τις οικίες των Εβραίων χωρίς να τους βλάψει, και αποδίδεται από τους Εβδομήκοντα ως «παρελεύσεται» (Εξ. 12:23) ή «εσκέπασε» (Εξ. 12:27). Συνεπώς, λανθασμένα αποδίδεται από κάποιους το Πάσχα ως «διάβαση», πιθανόν έχοντας κατά νου τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας. Η λέξη αποδίδεται πιστότερα ως «διέλευση» πάνω από κάτι ή «passover» στα αγγλικά. Ο εορτασμός του εβραϊκού Πάσχα ξεκινά το βράδυ της 14ης και ολοκληρώνεται την 15η του μηνός Νισάν, που σύμφωνα με το εβραϊκό ημερολόγιο συμπίπτει με την πανσέληνο που έπεται της εαρινής ισημερίας.

Η καθορισμός της ημερομηνίας του χριστιανικού Πάσχα κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες αποτέλεσε αιτία διαιρέσεων και σχισμάτων. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ. επιχείρησε να δώσει λύση στο ζήτημα καθορίζοντας μία κοινή ημέρα εορτασμού για όλους τους χριστιανούς. Η Σύνοδος όρισε να εορτάζεται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία (πρώτη εαρινή πανσέληνο) και ανέθεσε στον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, πόλη στην οποία άκμαζε εκείνα τα χρόνια η αστρονομία, να γνωστοποιεί στις υπόλοιπες εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα. Η απόφαση της Συνόδου καταδεικνύει πως το ζήτημα προσδιορισμού της ημέρας του Πάσχα αποτελεί απλώς και μόνο πρόβλημα υπολογισμού της ημερομηνίας αστρονομικών φαινομένων, δηλαδή, της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου που έπεται. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εξέφρασε εναργώς το σκεπτικό αυτό: «η Α’ Οικ. Σύνοδος, θελήσασα να ορίση την ημέραν εορτασμού του Πάσχα, […] έθετο ως σταθεράν βάσιν του υπολογισμού την εαρινήν ισημερίαν, δηλ. ώρισε τα κατά τον εορτασμόν ουχί ημερομηνιακώς, αλλ’ αστρονομικώς, και τούτο διότι το κανονικώς ενδιαφέρον δεν είναι η ημερομηνία, αλλ’ η ισημερία».

Η απόφαση της Οικουμενικής Συνόδου δεν έφερε άμεσα το ποθούμενο αποτέλεσμα. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα σύγχρονα αστρονομικά μέσα και ο υπολογισμός των κύκλων της σελήνης γινόταν μέσω μαθηματικών προσεγγίσεων, όπως ο κύκλος του Μέτωνα. Διαφορές στους υπολογισμούς μεταξύ  Ρώμης και Αλεξάνδρειας συνέχισαν να υφίστανται και ο κοινός εορτασμός κατέστη εφικτός μερικούς αιώνες αργότερα. Έκτοτε, η χριστιανοσύνη γιόρταζε το Πάσχα από κοινού, έως την υιοθέτηση του Γρηγοριανού (νέου) ημερολογίου από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το 1582. Η μεταρρύθμιση του ημερολογίου υπήρξε επιβεβλημένη λόγω των συσσωρευμένων σφαλμάτων του Ιουλιανού (παλαιού) ημερολογίου· ήδη το 1582 η ημερολογιακή εαρινή ισημερία εμφάνιζε απόκλιση 10 ημερών από την πραγματική. Συνεπώς, βασικός στόχος της μεταρρύθμισης του ημερολογίου ήταν ο υπολογισμός του Πάσχα σύμφωνα με τα αστρονομικά δεδομένα και κατά συνέπεια τις επιταγές της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. H Ελλάδα υπήρξε η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923 με την Εκκλησία της Ελλάδος και τις περισσότερες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες εκκλησίες να ακολουθούν, υιοθετώντας όμως τον εξής παράδοξο συμβιβασμό: ενώ χρησιμοποιούν το Γρηγοριανό (νέο) ημερολόγιο, συνεχίζουν να υπολογίζουν το Πάσχα με βάση το Ιουλιανό  (παλαιό) ημερολόγιο. Το παράδοξο αυτό έχει ως συνέπεια στο σφάλμα της ελλιπούς Μετωνικής προσέγγισης, που συνεχίζουν να χρησιμοποιούν οι Ρωμαιοκαθολικοί, να προστίθεται για τους Ορθοδόξους το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου. Συνεπώς, το Ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται κάποιες χρονιές μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο ή ενίοτε ακόμα και τη δεύτερη Κυριακή μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο! Καθώς δε συσσωρεύονται τα σφάλματα του Ιουλιανού ημερολογίου το Πάσχα μετατοπίζεται ολοένα προς το καλοκαίρι. Ο παχύδερμος συντηρητισμός του οποίου δέσμια είναι η Ορθόδοξη εκκλησία δεν ιδρώνει από την καταστρατήγηση όρων Οικουμενικών Συνόδων και ποσώς συγκινείται από αστρονομικά συμβάντα. Αγνοεί την ισημερία όταν αυτή πραγματικά συμβαίνει· για τον ορθόδοξο η ισημερία θα λάβει χώρα περίπου δεκατρείς ημέρες αργότερα. O Άγγλος φιλόσοφος και θεολόγος Ρότζερ Μπέικον  έγραφε τον 13ο αιώνα αναφερόμενος στην απόκλιση της ημερολογιακής από την αστρονομική πανσέληνο: «καθένας που κάνει υπολογισμούς γνωρίζει πως η νέα σελήνη διαφέρει κατά τρεις ή τέσσερις ημέρες από την πραγματική, και κάθε χωρικός μπορεί να το διαπιστώσει στρέφοντας τα μάτια του στον ουρανό».

* Ο Παναγιώτης Σαπουντζής (PhD) είναι μεταδιδακτορικός συνεργάτης, Ινστιτούτο, Εφαρμοσμένων & Υπολογιστικών Μαθηματικών Ίδρυμα Τεχνολογίας & Έρευνας