Με τους πολέμους και με τους κοροναϊούς, έχουμε το προνόμιο στα χωριά να περνούμε καλύτερα από τις πόλεις. Όταν… ζορίζονται στις πόλεις ζηλεύουνε τα χωριά.

Και όταν περνούνε καλά στις πόλεις, ζηλεύουνε τα χωριά τις πόλεις!

Οι πόλεις και προπαντός οι μεγαλουπόλεις έχουνε τη λάμψη, την ομορφιά που δημιούργησαν οι άνθρωποι τα χωριά έχουνε τη φύση, τα έργα της φύσης. Αυτή η ομορφιά δεν πωχορταίνεται ποτέ. Της πόλης την ομορφιά σιγά-σιγά θα τη συνηθίσεις και τότε θα βαδίζεις αδιάφορος στους δρόμους.

Δεν είναι ανάγκη να κοιτάζεις πια τις βιτρίνες, ούτε δεξιά κι αριστερά τα κτήρια και αν οι καθημερινές σου διαδρομές είναι δύσκολες, θα σε κουράσουν και μετά δεν θα βλέπεις τίποτα άλλο μόνο την κούραση!

Το μυαλό σου θα είναι τότε στο χωριό σου. Πότε θα βρεις χρόνο να… ξαναδώσεις, να βγεις έξω στη φύση, να ηρεμήσει και να αγαλιάσει η ψυχή σου και αν ασχοληθείς με τα χώματα, με τα δέντρα, με τα κηπευτικά, ακόμη καλύτερα. Απο την πόλη ποιος δεν θέλει να βγει προς τα έξω; Ποιανού ο νους του δεν είναι προς τα εκεί;

Αντιθέτως κανείς από το χωριό μετά από μια ηλικία κι ύστερα, όπου έχει ζήσει τη ζωή του στη φύση στην ελευθερία, στην ηρεμία στη γαλήνη, δε θα του ‘ρθει ποτέ στο νου του η σκέψη για πολιτεία. Έχουμε παραδείγματα πολλά όπου τα παιδιά τους τους παρακαλάνε να πάνε να ζήσουνε μαζί τους στις πολυκατοικίες το διαμέρισμα και οι απαντήσεις είναι γνωστές. Καλύτερα μοναχός στο χωριό, στη φύση και ας στερούμαι, παρά σ’ ένα κλουβί της πόλης (κλουβί το λένε, ή… φυλακή).

Άλλοι έχουνε πει: Γιάντα μωρέ παιδί μου βιάζεστε να με ποθάνετε!

Κάτι ξέρανε από άλλους που πήγανε!

Οι πόλεις ήτανε καλά καλές πριν επεκταθούν πριν φρακάρουνε από αυτοκίνητα, πριν γίνουν θορυβώδεις, πριν οι μετακινήσεις ήτανε άνετες κ.λπ. Τότε που κατέβαινε όλο το Ηράκλειο (αν πούμε για τη δική μας πόλη) για περίπατο από τα Λιοντάρια μέχρι και πάνω στο Θηλέων ύστερα γυρνούσαμε όλους τους σινεμάδες μέχρι να βρούμε το έργο της αρεσκείας μας.

Όλες οι αίθουσες ήτανε πατί-πατί. Πολλές φορές παίζανε και δεύτερη φορά! Τι ωραία χρόνια! Τα ρομαντικά και τα όμορφα χρόνια χάθηκαν ήρθαν τα σκληρά τα οποία έφερε η τεχνολογία, η εξέλιξη και ο πολιτισμός και τα κατέστρεψε όλα!

Σαν να έπεσε βόμβα!

Τότε και στους χωριάτες άρεσε η πόλη διότι υπήρχανε τεράστιες διαφορές! Σαν μέρα με τη νύχτα! Η πόλη έλαμπε από τα φώτα του ηλεκτρισμού! Οι όμορφες βιτρίνες, τα ωραία κτήρια, τα μαγαζιά, τα εστιατόρια (εκεί προτοπήγαινε ο χωριάτης).

Τι καλό έφαγες στη χώρα; Τίποτα… τίποτα;! Ντα δεν επήες στα μαγειρία;

Όι κιαμέ ίντα επήες κι έκανες στη χώρα; Για τη… φρατζόλα δε ρωτούσες ήτανε αδιανόητο να πας στη χώρα και να μην κρατάς φρατζόλα!

Η πόλη ήταν χαρούμενη, το χωριό ήταν  θλιμένο και παραπονεμένο! Ζούσαν σαν τους αρχαίους! Με τα λιχναράκια περιμένεις… φως! Οι νύχτες ήταν ε πίσα σκοτάδι, σκοτάδι και στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία, στα θεάματα, παντού.

Όχι καμιά φορά ερχότανε ο Καραγκιόζης! Ο τελάλης το έκανε γνωστό και όλο το χωριό μαζευότανε στην μεγάλη και ωραία πλατεία. Η χαρά δεν περιγράφεται.

Δεν μπορείτε να καταλάβετε αν δεν έχετε δει ένα χωριό δυο χιλ. κατοίκους να γελάνε αγνά και τρανταχτά όλοι μαζί!

Ότι ώρα όμως έφτασε η τεχνολογία και στο χωριό όλα αλλάξανε μονομιάς.

Οι γνώσεις, η ενημέρωση, η ψυχαγωγία, η εξυπνάδα, η κουλτούρα κ.λπ. διαδόθηκε παντού, λες και σμίξανε τα χωριά με τις πόλεις και γίνανε ένα.

Γι’ αυτό βλέπεις εκεί που ντρεπότανε παλιά, τώρα όλοι που βγαίνουνε στα κανάλια οι καλεσμένοι λένε με περηφάνια το χωριό τους.