-Πώς πάει η ζωή κουμπάρε, πηγαίνει καλά;

-Όι, δεν πάει μπλιό καλά η ζωή κουμπάρε!…

-Γιατί η ζωή κουμπάρε είναι… γλυκιά!

-Ναι, άμα τσι βάνεις… ζάχαρη!

-Καλά τα λες, γι’ αυτό θα πρέπει να προσπαθούμε κάθε μέρα που περνά να μην την πικραίνουμε με ριτσινόλαδο!

– Η ζωή κουμπάρε είναι καλή, μέχρι να μπορείς να τηνέ ζεις. Μέχρι να μπορείς να φροντίζεις μόνος σου τον εαυτό σου. Αλίμονό σου και δεν μπορείς πια!

-Μπρε συ κουμπάρε, κι αμέ γιατί στα γεννέθλια μας μας εύχονται και στα εκατό και χαιρόμαστε;

-Εσύ είσαι ακόμη πιο μικρός και δε γατέχεις πράμα.

Όταν ήμουνα κι εγώ νεότερος και μου λέγανε και στα 100 εχαιρόμουνα, μα τώρα που είναι στα 90 το γροικώ και τρομάζω! Καλλιά ‘χω ν’ ρθει ο χάρος τώρα που έχω ακόμη τα σωστά μου, δηλαδή απού τα 400, έχουνε μείνει μια 300αρια ακόμη! Μπορώ και σέρνομαι λιγάκι χωρίς να με νταντέβουνε, αλλά σε ένα δυό χρόνια ακόμη ήντα  θα γενώ;

-Μα εγώ σε βλέπω κουμπάρε και πας μια χαρά.

Ε, πως περπατάς με τα… τρία, πως σέρνεις το ένα σου πόδι και κουτσαίνεις, πως εκαμπούριασες, πως δεν βλέπεις δεν ακούς καλά, πως συρώνουνε και λίγο τα σάλια σου κ.λπ. Αυτά είναι… περαστικά!…

-Μακάρι να ‘τανε κουμπάρε μόνο αυτά. Αυτά που εσύ βλέπεις μα τ’ άλλα που δεν βλέπεις, τα εσωτερικά; Η καρδιά κάθε τρεις χτύπους χάνει και ένα, ο πνεύμονας βήχει και κάνει σαν την χαλασμένη εξάτμιση, το ζάχαρο… εσωγλύκανε, η πίεση όλο και με… πιέζει πιο πολύ!

Ο ένας νεφρός ήντα θα σου κάμει μοναχός, δεν προλαβαίνει! Για να μη σου τα πολυλογώ, μόνο ο… προστάτης μου είναι γερός!…

Γι’ αυτό κουμπάρε να μη μου πεις και στα 100 γιατί θα παρεξηγηθούμενε!

Εδά απούναι που λες ογλήγορα ακόμη να ποθάνω να ξεμπλέξω! Άμα η ζωή είναι χειρότερη απού το θάνατο προτιμώ το θάνατο!

-Μα σαν πολύ θλιβερά και δραματικά δε μου τα λες μπρε κουμπάρε; Τα γεράματα έχουνε κι αυτά τις χαρές τους, διότι αρχίζει η ζωή να αποκτά πάλι ουσία.

-Ναι σαν το φρούτο που καμώνεται και πέφτει και το τρώνε οι σκουλήκοι….

-Μπορεί τα προηγούμενα χρόνια να σε είχανε παραμερίσει οι δικοί σου αλλά από τώρα και ύστερα θα σου συμπαρασταθούνε, θα σε φροντίζουνε, θα σε σέβονται, θα σε αγαπάνε για να μη στενοχωριέσαι και θα νιώσεις ότι ξαναγεννιέσαι, θα νιώσεις γύρω σου σαν το μωρό παιδί να σε πλημμυρίζει η αγάπη και η στοργή!

Την χαμένη σου μπόρεση, θα σου την αναπληρώσουνε οι άλλοι, οι δικοί σου άνθρωποι. Και κάνει το ίδιο. Τότε θα λες κουμπάρε, θέλω να ζήσω και στα εκατό!…

Να σου λένε, φάε παππού το φαγητό σου να… μεγαλώσεις!

Να ζήσεις ήθελα να πω (εδώ διαφέρει κάπως ο παππούς με το μωρό). Να πάρεις τα εγγονάκια σου στην ποδιά σου, να τους πεις τις ιστορίες από τις εμπειρίες της ζωής σου, που διψάνε ν’ ακούνε γι’ αυτές και θα δεις ότι θα πεις: Τι άλλο θέλω πια από τη ζωή μου; Είναι ευτυχής!

-Ναι κουμπάρε καλά τα λες όλα αυτά, αλλα εγώ είμαι έρημος και μόνος, δεν έχω κανένα δικό μου άνθρωπο στη ζωή μου!