Η γλώσσα, όπως είναι γνωστό και ομολογούμενο από επιστήμονες και λογοτέχνες, είναι ένας «ζωντανός οργανισμός» που διαρκώς εξελίσσεται.
Η ομιλούμενη νέα ελληνική γλώσσα αποτελεί μια θάλλουσα και φυσική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα λαλούνται χιλιάδες λέξεις, ίδιες απαράλλαχτες, όπως π.χ., άνθρωπος, ζωή, λόγος, θεός, φίλος, έρωτας, πόλις, οίκος, δήμος, θάλασσα, ουρανός, λέγω, πράττω, αγαπώ, χαίρω κ.λπ. Και ακόμη, δεκάδες χιλιάδες λέξεις, που παράγονται από τις ίδιες ρίζες. Και χαιρόμαστε που αυτός ο γλωσσικός πλούτος διοχετεύθηκε στις γλώσσες πολλών χωρών, κυρίως ευρωπαϊκών. Οι λέξεις Ευρώπη, δημοκρατία, λέξεις ελληνικές, μένουν ανεξίτηλες στους αιώνες!
Ωστόσο, αυτή η γόνιμη συνάφεια της νεοελληνικής γλώσσας με την αρχαία ελληνική εμπεριέχει και ορισμένες αναπόφευκτες δυσκολίες. Και αυτό είναι ένα φυσικό επακόλουθο. Καθώς εξελίσσεται η γλώσσα, δημιουργεί διαρκώς νέους τύπους και κανόνες.
Συνήθως, όταν μιλάμε για την αρχαία ελληνική, τη διδασκόμενη στα σχολεία, αναφερόμαστε κυρίως στην αττική διάλεκτο, με παγιωμένους γραμματικούς τύπους και συντακτική δομή. Φυσικά, και εκείνη η γλώσσα δεν έπαψε να εξελίσσεται. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στη γλώσσα του Θουκυδίδη και στη γλώσσα των λογοτεχνικών κειμένων των ελληνιστικών χρόνων.
Θα ήταν βέβαια ευχής έργο να μπορούσαν όλοι να διδαχτούν αρχαία ελληνικά. Τότε θα μάθαιναν ευκολότερα και την κοινή νεοελληνική γλώσσα!
«Υποτάξου πρώτα ‘ς τη γλώσσα του λαού,
και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την»
Διονύσιος Σολωμός
Θα επιχειρήσουμε λοιπόν παρακάτω να αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου φαίνονται οι εγγενείς δυσχέρειες, καθώς η γλώσσα μάχεται μέσα από εμπόδια να χαράξει τον δρόμο της, άλλα να απορρίψει, άλλα να αγκαλιάσει, άλλα να αφομοιώσει!
Λέμε, π.χ., τις λέξεις: η νίκη, η χώρα, η βρύση και η πόλη, η γνώση, η εξέλιξη. Στον πληθυντικό, για την πρώτη ομάδα έχουμε, οι νίκες-των νικών, οι χώρες- των χωρών, οι βρύσες-των βρυσών, και για τη δεύτερη, οι πόλεις-των πόλεων, οι γνώσεις-των γνώσεων, οι εξελίξεις-των εξελίξεων. Ποιον κανόνα να εφαρμόσεις εδώ γι’ αυτές τις διαφορετικές καταλήξεις; Δεν έχει νόημα βέβαια να πεις ότι οι λέξεις με τις καταλήξεις –εις –εων του πληθυντικού αντιστοιχούν στα «παλιά τριτόκλιτα». Προς το παρόν λειτουργεί η απομνημόνευση των λέξεων.
Παρόμοια περίπτωση, σχετικά με τις κλίσεις, είναι και η χρήση λόγιων Μετοχών. Λέμε, π.χ., «των προαναφερθέντων προβλημάτων», αλλά σπεύδομε να πούμε και «των προαναφερθέντων περιπτώσεων». Το σωστό βέβαια θα ήταν «των προαναφερθεισών περιπτώσεων», αλλά εκτός από λογιότατη θα ήταν και κακόηχη έκφραση. Η γλώσσα όμως θα το εξομαλύνει με απλή περίφραση, «των περιπτώσεων που έχουν προαναφερθεί».
Μεγάλο ζόρισμα πέφτει στην κλίση των επιθέτων, κυρίως αυτών που αντιστοιχούν στην «παλιά τρίτη κλίση», όπως π.χ., τα επίθετα σε –υς, π.χ., βαθύς, βαθιά, βαθύ, γλυκύς(γλυκός), βραδύς, ευθύς, ηδύς, θρασύς, οξύς κ.λπ., στα οποία τείνουν να καταργηθούν κάποιες πτώσεις, κυρίως η Γενική πληθυντικού. Δύσκολα π.χ. θα μπορούσε να πει κανείς, των ευθιών, των οξιών, των ηδιών (ας πούμε λοιπόν, των ευθέων, των οξέων, των ηδέων, όσο μπορούν να αντέξουν).
Τα ίδια θα δούμε και στα επίθετα σε –ης (και –ώδης), κυρίως σε όσα τονίζονται στην παραλήγουσα, π.χ. ο ακριβής (η ακριβής, το ακριβές), ευγενής, σαφής, ο συνήθης (η συνήθης, το σύνηθες), πλήρης, υπερμεγέθης, κλινήρης, αυθάδης, πετρώδης, αμμώδης, ευώδης, λοιμώδης κ.λπ. Θα είναι λοιπόν σωστές οι φράσεις: ο συνήθης διάλογος, η συνήθης δικαιολογία, το σύνηθες φαινόμενο. Η Γενική έχει κατάληξη –ους, π.χ., του ακριβούς, του σαφούς, του συνήθους κ.λπ. Και βέβαια, το ουδέτερο του πληθυντικού σε –η, π.χ., τα συνήθη, τα σαφή, τα υπερμεγέθη, τα πετρώδη. Μπορεί να ξαφνιαστείτε (αλλά σίγουρα θα το ακούσετε κι αυτό) με τη φράση «τα εδάφη είναι πετρώδες»!
Συχνά θα χρειαστεί να γράψετε τις λέξεις επώνυμος, διώροφος (σωστά, με ω), ενώ στο β΄συνθετικό είναι οι λέξεις όνομα, όροφος, με ο. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα βασικό κανόνα στη σύνθεση, όταν το β΄συνθετικό αρχίζει από ο, τρέπεται σε ω, ενώ το ε και το α τρέπονται σε η, π.χ., συν-ώνυμος, επ-ώδυνος, δι-ώροφος, συν-ωμοτώ, εξ-ώλης και προ-ώλης (εκ, προ + όλλυμι), στρατ-ηγός (στρατός+άγω), στρατ-ηλάτης (στρατός + ελαύνω), ποδ-ηλάτης, υπ-ήκοος (υπό+ακούω), βαρ-ήκοος κ.λπ. Δεν ισχύει όμως ο κανόνας στα σύνθετα ρήματα με α΄ συνθετικό πρόθεση, π.χ., υπ-ακούω, απ-ελαύνω, απ-όλλυμι. Οι εξαιρέσεις, π.χ., στη λέξη κακούργος (κακός+έργον), είναι για να έχουν πρόσθετη δουλειά οι φιλόλογοι!
Τα επιρρήματα σε –ως αρέσκονται στην ποικιλία. Άλλα τρέπονται σε –α, π.χ., ομαλά, συχνά, ξαφνικά, καλοπροαίρετα κ.λπ., άλλα έχουν και –ως και –α, π.χ., βεβαίως-βέβαια, ιδιαιτέρως-ιδιαίτερα, δικαίως-δίκαια, ανεξαρτήτως-ανεξάρτητα, και άλλα επιμένουν μόνο στη λόγια κατάληξη –ως, π.χ., προφανώς, πιθανώς, ακριβώς, προηγουμένως, αυτοπροσώπως κ.λπ.
Κάποιες λέξεις ή φράσεις, προφανώς όχι σωστές γραμματικά, τείνουν να γίνουν αποδεκτές, ως να ήταν σωστές, λόγω της συχνής χρήσης. Τέτοια, π.χ., είναι η Προστακτική με αύξηση, π.χ., επέβαλε, υπέβαλε, αντέγραψε κ.λπ. Είναι από αυτά, που η γλώσσα τα βάζει σε αναμονή, για να τα εξομαλύνει σε ευθετότερο χρόνο!
Τελειώνοντας, μένουμε στη διαπίστωση ότι η εξέλιξη των γλωσσών, γιατί πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο, είναι φυσικό να επιφέρει τέτοιες αναταράξεις, ώστε να καθίσταται αδύνατη μια γλωσσική χειραγώγηση. Η προσπάθεια για επιβολή της Εσπεράντο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κωμικό εγχείρημα. Τελικά, όπως λέει ο Ουμπέρτο Έκο, η ιδέα της τέλειας γλώσσας είναι μια ουτοπία. Ένα όμως θα είναι πάντα σίγουρο, ότι η γλώσσα επαφίεται με απόλυτη εμπιστοσύνη στα χείλη του λαού!