• «Και μην έργω κουκέτι μύθω γη σεσάλευται…»
  • [Με έργα (στ’ αλήθεια) κι όχι πια με λόγια τραντάζεται η γη…]
  • ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθεύς δεσμώτης, 1080

Η επιβίωση ενός έθνους στους αιώνες, και ακόμα περισσότερο η άνθισή του, απαιτεί μελέτη, σχεδιασμό και προσπάθεια μακράς πνοής και οπωσδήποτε δεν μπορεί να αφεθεί στη ροή των πραγμάτων ή στην καλή του τύχη ή στον καλό θεό της Ελλάδας (που συχνά πυκνά επικαλούμαστε).

Το μικρό μέγεθος της χώρας (επιδίωξη των Άγγλων και Γάλλων από το 1821, την οποία πέτυχαν), δεν βοήθησε ώστε να αναπτυχθεί αυτοπεποίθηση εθνική και πνεύμα υψηλόφρον. Δεν κάνουμε μακροπρόθεσμη σκέψη. Δεν πιστεύουμε στο μέλλον, στο υψηλό και στο μεγάλο. Και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο μικροπραγμονούμε και μας ελκύουν οι «αρπαχτές».

Όμως, φοβάμαι ότι «οι καιροί (πλέον) ου μενετοί»! Σε κάθε περίπτωση, αλλά ιδιαίτερα σε θέματα όπως το συγκεκριμένο (δηλαδή της επιβίωσης), πρέπει να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα, το δάσος και όχι το δένδρο, όπως συχνά λέγεται.

Αν δούμε λοιπόν τη συρρίκνωση του ελληνισμού κατά τα τελευταία 100 χρόνια, θα διαπιστώσουμε ότι χάθηκε ο ελληνισμός όλων των χωρών της Μαύρης Θάλασσας, ο ελληνισμός του Πόντου, της Κωνσταντινούπολης, των παραλίων και της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής (Λίβανος, Συρία), της Αιγύπτου και της Βόρειας Αφρικής, του Ιράν και αλλού. Βέβαια και της Κύπρου, τουλάχιστον γεωγραφικά.

Ένας ελληνισμός ακμαίος, εύρωστος, πράγματι με αυτοπεποίθηση και καλλιέργεια, χάθηκε. Στην ίδια χρονική περίοδο, είναι απογοητευτικό να βλέπεις την εξέλιξη της Τουρκίας (της οποίας την πρωτεύουσα είχαμε σοβαρά απειλήσει πριν 100 χρόνια), σε σύγκριση με τη δική μας πορεία αλλεπάλληλων συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Αναλογιζόμενοι όλα αυτά, δεν πρέπει να ανάψει ένα «αλάρμ»; Δεν πρέπει να χτυπήσει ένα καμπανάκι;

Βέβαια, συζητώντας για τη μελλοντική επιβίωση, ανάπτυξη ή και άνθιση της χώρας, πολλοί πολλά θα έχουν να προτείνουν. Άλλος τους εξοπλισμούς, άλλος τη γεωργία, άλλος τη βιομηχανία (ας μην ξεχνάμε ότι πριν 100 χρόνια η Ελλάδα είχε αυτοκινητοβιομηχανία: Θεολόγου, Μπουχάγιερ, Ταγκαλάκης) και βέβαια -ίσως όλοι- τον τουρισμό, που όχι μόνο φέρνει χρήμα αλλά δρα κάπως και σαν «ελαφρό αναισθητικό», σκεπάζοντας με τη λάμψη του, σ’ ένα βαθμό, τα άλλα προβλήματα.

Καλά όλα αυτά και όλα θα πρέπει να επιστρατευθούν, όμως, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να φροντίσουμε πρώτα απ’ όλα και πολύ σοβαρά, το έδαφος κάτω από τα πόδια μας.

Πρώτη προϋπόθεση για να προσβλέπει, με την όποια αισιοδοξία, η Ελλάδα στο μέλλον, είναι φυσικά το να υπάρχουν Έλληνες. Δεν είναι αυτό ταυτολογία ή σχήμα λόγου. Όλες οι μελέτες, αλλά και η ίδια η Στατιστική Υπηρεσία, βεβαιώνουν ότι ο πληθυσμός φθίνει.

Δεν είναι το ζητούμενο να καλυφθεί το κενό, ο χώρος. Αυτό θα καλυφθεί από τους μετανάστες (νόμιμους και παράνομους) σχεδόν αυτόματα και φυσικά. Το ζητούμενο είναι, αυτοί που θα κατοικούν αυτόν τον τόπο να συνεχίσουν να είναι συνειδητοί φορείς μιας ιστορίας, μιας κουλτούρας και ενός ήθους που θα θυμίζει Ελλάδα, με ό,τι αυτό νοηματοδοτεί σήμερα σ’ εμάς.

Ανάγκη λοιπόν επιτακτική να σταματήσει ή και ν’ αναστραφεί η μείωση του ελληνικού πληθυσμού με κάθε τρόπο. Ανάγκη δηλαδή να δούμε το δημογραφικό μας πρόβλημα.

Και, ακριβώς επειδή τελικά το ζητούμενο είναι η μεταφορά του νοήματος «Ελλάδα», δεν θα μπορέσει αυτό να γίνει αν φθαρεί βάναυσα η γλώσσα μας, ο Λόγος. Αυτό, επειδή ο Έλληνας του μέλλοντος, αν χαθεί ο πλούτος του ελληνικού Λόγου, θα έχει αδυναμία να μετάσχει του νοήματος «Ελλάδα», αλλά -ακόμα χειρότερα- δεν θα βλέπει το λόγο να το κάνει.

Ανάγκη επομένως, επίσης επιτακτική, η αγάπη της γλώσσας απ’ όλους μας και η καλλιέργειά της, ώστε να παίρνουμε απ’ αυτήν κάθε χυμό που έχει να μας χαρίσει.

Ούτε εύκολα, ούτε αυτονόητα είναι τα παραπάνω και σκοπεύουμε, γι’ αυτό να επανέλθουμε.

Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ. μηχανικός, π. δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.