Συναντήθηκαμε στην οδό Ρούσου Χούρδου, πριν 40 περίπου χρόνια, ενώ πλησίαζα την ηλικιακή ωριμότητα κι αυτός τα τριάντα του χρόνια. Ήταν πολύ νέος δικηγόρος, κεφάτος, με όρεξη για δουλειά, έκανε τα πρώτα δειλά του βήματα, προσεκτικά, όπως έπρεπε.

Ακολούθησε ένα επάγγελμα που δεν του ταίριαζε, από οικογενειακή (πατρική) επιβολή, αλλά ο νους κι η καρδιά του λαχταρούσε κι έβρισκε στον ελεύθερο χρόνο του καιρό να ασχοληθεί με τις τέχνες που “εξ απαλών ονύχων” τον είχαν πλησίασει- κι η μάνα είχε επηρεάσει (καθορίσει) τις ενδιαθέσεις του.

Το σκληρό επάγγελμα των συγκρούσεων και των αντιθέσεων από την μια πλευρά-από την άλλη ο κήπος των τεχνων (η ποίηση, η ζωγραφική, το θέατρο).

Ο ευαίσθητος δικηγόρος δεν άντεξε πολύ, οδηγήθηκε στα δικά του «Κλαυδιανά δίκρανα», νικήθηκε, μα δεν έχασε τον πολεμο.

Γρήγορα ανασυγκροτήθηκε, η Καλή Τύχη δεν άργησε να τον πλησιάσει. Μια εξαιρετική ύπαρξη, σαν καλή νεράιδα ευλόγησε τη ζωή του.

Η αγάπη έπεσε σαν ασημένια βροχή, ομόρφυνε τα πάντα γύρω του, ο καλόγνωμος ευαίσθητος νέος, που μόλις είχε βγει από μια συντριπτική καταιγίδα, έγινε πρίγκιπας του παραμυθιού.

Γιώργος Λεμπιδάκης, Τελευταίες φωτογραφίες. Καφενείο Ν. Αϊβαλιώτη.
Τελευταίες φωτογραφίες. Καφενείο Ν. Αϊβαλιώτη. (alkman.gr)

Και επειδή η αγάπη όλα τα θέλει κι όλα τα μπορεί, θα περάσουν 25 ανέφελα χρόνια.

Άρχισαν σκέψεις, εικόνες, ήχοι, γύριζα πίσω 5 χρόνια, ήταν η μέρα των γενεθλίων μου…

Ήταν μια πρωινή συνάντηση, σαν χαρούμενη είδηση -δεν είναι σχήμα λόγου.  Ο φίλος μου κρατούσε ένα βιβλίο και μου το πρόσφερε με ευχαρίστηση αλλά και σεμνότητα, κάπως αμήχανος – σαν να ντρεπόταν λίγο.

Παρατήρησα το βιβλίο, διάβασα τον τίτλο και τον εκδότη, πολύ χαρούμενη στιγμή, ένα δώρο αυτή τη μέρα σκέφτηκα – δεν ήξερε ότι ήταν γιορτινή για μένα.  Μα οι άνθρωποι συναντιώνται πολλές φορές πέραν των τυπικών πραγματικών περιστατικών. Είχα ξυπνήσει πριν λίγο μέσα από ένα όνειρο πολύ όμορφο, μου φαινόταν να συνεχίζεται – σαν να μουν κάτω από τα σεντόνια μου ακόμα.

Γιώργος Λεμπιδάκης την εποχή της Ρ. Χούρδου (1985-90)
Την εποχή της Ρ. Χούρδου (1985-90)

Μου μιλούσε αργά και προσεκτικά, απάγγειλε στίχους, άνοιγε κουτιά φαντασίας, έβγαζε εικόνες και αισθήματα – μα κάποτε μυρωδιές έστιβαν την ατμόσφαιρα.

Είναι που δεν γίνονται τα αναμενόμενα, που τοποθετεί νέα στοιχεία και δεν ξέρω.

Όταν τέλειωσε ο καφές και το πρωινό ξεφυλλίστηκε σαν ώριμο τριαντάφυλλο, τον αποχαιρέτησα εγκάρδια, ως συνήθως, μα σαν να ειχε μείνει ένας αχνός, ήχων και σχεδίων.

Άνοιξα το βιβλίο, τι κι αν ήξερα πολλά από τα ποιήματά του, υπήρχαν και άλλα πιο ενδιαφέροντα.

Μα είναι ο ίδιος; αναρωτήθηκα. Μήπως η συγκέντρωση του υλικού του άλλαξε τα πράγματα, δημιούργησε το πλήρες κάδρο, ολόκληρη την εικόνα της τέχνης του και το ταλέντο του ξεδιπλώνεται, με πολύ πιο μεγάλες διαστάσεις;

Ένιωθα περίεργα,  θυμόμουνα  τα παιδικά του ποιήματα, που πρώτη φορά μου απάγγειλε σήμερα- γιατί τα είχε ξεχάσει τόσα χρόνια;

Ήταν μια απόδειξη ενός πολύ σημαντικού ταλέντου, που εκδηλώθηκε πολύ νωρίς- ήταν παιδί θαύμα;

Δεν είχε σημασία, παρά μόνο το βιβλίο του. Σημειώσα γρήγορα δυο ποιήματα-θα σας αρέσουν.

Οι ποιητές

Στο σπίτι μου συχνάζουν ποιητές

του σήμερα, του αύριο, του χτες

με τα παλτά τους, τα γυαλιά και τις ρυτίδες τους

πόσο μου λένε μυστικά απ’ τις σελίδες τους.

Μα όταν ξυπνώ από τα γνώριμά τους  βήματα

μου ‘χουν τελειώσει ο καφές και τα βουτήματα

αμήχανα κοιτάω τον άδειο δίσκο

να τους προσφέρω ένα στίχο μου δε βρίσκω.

Δεν ήταν πια κοντά μου ο εκλεκτός φίλος, μα καταλάβαινα την σκωπτική του διάθεση, ο καφές και τα βουτήματα σάς ενδιαφέρουν περισσότερο σαν να ‘λεγε – και υποτιμάτε  αρκετά τους ελάσσονες.  Μου έδειξε έξω τα σμήνη των χελιδονιών…

  Αποδημητικά πουλιά

Τ’ αποδημητικά πουλιά

δεν έχουν χώρα και πατρίδα

τα ζεστά κλίματα αγαπούν

ομαδικά για εκεί πετούν

με την ελπίδα.

Ένα πουλί ήσουνα κι εσύ

στα μάτια σου σκιά του πόνου

με μάγεψε το πέταγμά σου

και σπάθισες με τα φτερά σου

τον ουρανό μου.

Τα σμήνη των χελιδονιών

σου λεν την άνοιξη αγάντα

φαινόμενα όμως κι εποχές

με τις ανθρώπινες ψυχές

δεν μοιάζουν πάντα.