Σάββατο 10 Ιουνίου 2023, Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», ένας γίγαντας της Μουσικής, ένας θρύλος του ελληνικού τραγουδιού αφήνει την στερνή του πνοή. Η σπουδαία καρδιά που έκανε τις καρδιές των Ελλήνων και του κόσμου ολόκληρου να πάλλονται στους ήχους της μουσικής του, η καρδιά του Γιάννη Μαρκόπουλου, άφησε τον στερνό της παλμό. Σίγησε! Η σύζυγος και πολύτιμη συνεργάτης του όλα αυτά τα χρόνια, Βασιλική Λαβίνα και η κόρη τους Ελένη, η Λέγκα όπως συμβολικά την αποκαλούν, ανακοίνωσαν με θλίψη πως «η μουσική ψυχή της Ελλάδας σίγησε».
Κι ήθελα, λέει, να είχα κάτι από τη δική του μελωδική έμπνευση να τον αποχαιρετήσω με «μαλαματένια λόγια», τώρα, που «Χίλια μύρια κύματα» τον ταξιδεύουν «μακριά στ’ Αϊβαλί», στο δικό του Αϊβαλί, το γεμάτο έμπνευση και φως! Γιατί εκεί ανήκει ο Γιάννης Μαρκόπουλος: Στο φως, δίπλα στους άλλους γίγαντες, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη.
Παιδί της Ιεράπετρας ο Γιάννης, γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1939. Ανατράφηκε στην Ιεράπετρα που τότε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μεγάλο ψαροχώρι, παραριγμένο στο Νότιο Κρητικό Πέλαγος, με τους άδολους και αγνούς κατοίκους του να ασχολούνται άλλοι με τη θάλασσα, άλλοι με το λάδι ή το αμπέλι και το χαρούπι. Μ’ αυτά κέρδιζαν την επιβίωσή τους.
Κι αν είναι να μιλήσει κανείς για κείνη την εποχή, θα χρειαστεί πολλά «παραπονεμένα λόγια»: Άγονο περιβάλλον σε όλη την αγροτική ύπαιθρο, απογυμνωμένο από πολιτισμικά ερεθίσματα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, με ένα ραδιόφωνο στο καφενείο του χωριού, με μόνο πρόγραμμα το ηρωικό Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) για θέατρα και συναυλίες ουδείς λόγος.
Από συγκοινωνία εξίσου αποστερημένη η ελληνική ύπαιθρος, με ένα οδικό δίκτυο υποτυπώδες έως ανύπαρκτο. Και αυτά ακόμη τα αγροτικά προϊόντα μεταφέρονταν από κάποιο φυσικό λιμανάκι με καΐκια και βάρκες στην πλησιέστερη παραθαλάσσια κωμόπολη, για να βρουν τον προορισμό τους. Κι είναι να απορείς πώς από μια τέτοια άγονη ύπαιθρο, προέκυψε ένας άνθρωπος που έμελλε να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στον πολιτισμό.
Μέσα στις συνθήκες αυτές ένα και μόνο πράγμα μπορούσε να σε σώσει: Το ταλέντο. Κι ο Γιάννης αναμφίβολα είχε ταλέντο. Το απέδειξε έμπρακτα. Βέβαια ευτύχησε να έχει κι έναν πατέρα «Άρχοντα» με το πολιτισμικό περιεχόμενο της λέξης. Γιατί ό,τι πολιτιστικό προσπαθούσε να κινηθεί τότε στην Ιεράπετρα, γύρω από την οικογένεια Μαρκόπουλου και λίγες ακόμη οικογένειες κινήθηκε.
Ο πατέρας Γιώργος Μαρκόπουλος, δικηγόρος, παιδί και ο ίδιος του δικηγόρου Γιάννη Μαρκόπουλου, αναμείχθηκε πολύ πρώιμα στα πολιτιστικά της Ιεράπετρας και όποτε ασχολήθηκα με αρχειακή έρευνα της περιοχής, συναντούσα το όνομά του σε παρόμοια θέματα. Αργότερα υπηρέτησε Νομάρχης Ευρυτανίας, Πρέβεζας και Χανίων. Δημιούργησε μια εκλεκτή οικογένεια με την σύζυγό του Ελένη, κόρη του Μανώλη Αεράκη, εμπόρου από την Σητεία. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Γιάννη, την Δήμητρα (Μιμίκα), τον Μάνο και τον Μάριο, όλα αξιόλογα και χρήσιμα κοινωνικά μέλη.
Κι ο Γιάννης έδειξε από μικρός την κλίση του στη Μουσική. Στο Ωδείο Ιεράπετρας πήρε τα πρώτα του μαθήματα στην Θεωρία της Μουσικής και στο βιολί κι έπαιζε κλαρίνο στην δημοτική μπάντα της μικρής μας πόλης. Εδώ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική, απ’ εδώ ξεκινούν τα πρώτα του μουσικά ερεθίσματα. Ως μαθητής ακόμη οργάνωνε χορωδία στο σχολείο του.
Τελειώνοντας το εξατάξιο Γυμνάσιο Ιεράπετρας πέρασε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή για Φιλοσοφικές και Κοινωνικές Σπουδές, αλλά αυτές φαίνεται πως ήταν απλώς το πρόσχημα για να βρίσκεται στην Αθήνα και να θεραπεύει τις εσωτερικές του ανάγκες, τις ανάγκες του για Μουσικές Σπουδές, στις οποίες και προσηλώνεται. Επιδίδεται στο ταλέντο του αθόρυβα και ανυποψίαστα και εργάζεται με μόχθο και αφοσίωση.
Χωρίς διασυνδέσεις και κυκλώματα που θα του επιφέρουν δόξες, έστω και πρόσκαιρα, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ακολουθεί το ταλέντο του, υποτάσσεται σ’ αυτό, υπακούει σ’ αυτό, υπηρετεί μόνον αυτό και ό,τι κάνει, το κάνει μόνο γι’ αυτό. Ούτε για δόξες, ούτε για τιμές και για πλούτη. Όλα αυτά ακολούθησαν, δεν προσχεδιάστηκαν. Εκείνος θεράπευε τις εσωτερικές του ανάγκες, το ταλέντο του. Με απλά λόγια: Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι αυτοδημιούργητος. Λατρεύω τους αυτοδημιούργητους, φτάνει μόνο να ακολουθούν την οδό του ήθους, γιατί τότε αποδεικνύουν μόνοι τους την αξία τους!
Και το τάλαντο του μεγάλου δημιουργού δεν άργησε να ξεδιπλωθεί. Στα 1960, ο αυστηρά επιλεκτικός Αλέκος Πατσιφάς, που ως Αλεξανδρινός είχε το μεγαλείο να αναγνωρίζει και να βοηθά τους νέους στους οποίους διέκρινε κάποια αξία, θα δεχθεί να εκδώσει στην νεο-ιδρυθείσα δισκογραφική του εταιρεία Fidelity το πρώτο του δισκάκι με δύο τραγούδια, «η Βαγιά» και «το Κοριτσάκι». Ερμηνευτής, ο παντελώς άγνωστος Γιάννης Βασιλούνης. Θα επιμείνω σ’ αυτό το δισκάκι για να λυθούν κάποιες ανακρίβειες.
Κατ’ αρχάς ο τίτλος του τραγουδιού είναι η Βαγιά, όχι η Βάγια. Το πρώτο παραπέμπει σε Φοινικόδεντρο (κλάδοι Βαΐων), το δεύτερο σε γυναικείο όνομα. Και μπορεί βεβαίως κι εδώ το δένδρο αυτό, η Βαγιά, συμβολικά να υπονοεί κάποιο κοριτσάκι (μπορεί ας πούμε «το Κοριτσάκι» της άλλης πλευράς του δίσκου), όμως η Βαγιά ήταν συγκεκριμένο πανύψηλο δένδρο στην αυλή του Αγίου Γεωργίου, δίπλα ακριβώς από το πατρικό του Γιάννη. Ως προς τον στιχουργό υπάρχει αντίφαση:
Στα κείμενα του YouTube φέρεται στιχουργός ο Νίκος Γκάτσος, ενώ στο ίδιο YouTube η εκφωνήτρια που προαναγγέλλει το τραγούδι δηλώνει: Στίχοι-μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος. Δίκιο έχει απολύτως τεκμηριωμένα η εκφωνήτρια. Επ’ αυτού συμφωνεί και ο φίλος μου Μάνος, αδελφός του συνθέτη.
Και η δικαίωση για τον νεαρό συνθέτη δεν θα αργήσει. Το 1961, στην ιστορικής σημασίας συναυλία που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης στο «Κεντρικόν» επέλεξε να εκπροσωπηθούν οι νέοι δημιουργοί με «την Βαγιά» του Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνευτής ο Τέρης Χρυσός. Το 1964 βραβεύεται επίσης από το φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τη μουσική του στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Μικρές Αφροδίτες». Η ανοδική πορεία του Γιάννη Μαρκόπουλου έχει αρχίσει.
Άπειρες οι ταινίες τις οποίες καλείται να επενδύσει με τις μουσικές του συνθέσεις. Πάμπολλοι οι δόκιμοι ποιητές των οποίων τα έργα μελοποιεί. Οι συνθέσεις του διαδέχονται η μία την άλλη και η κάθε μια ξεπερνάει σε ποιότητα την προηγούμενη. Το έργο του αρέσει και συγκινεί. Γίνεται παγκοσμίως γνωστός. Η συνεργάτης και σύζυγός του Βασιλική Λαβίνα, η τραγουδίστρια με το ιδιαίτερο χρώμα της φωνής, τον συντροφεύει παντού από το 1979, αφού με την εκφραστική της φωνή μπορεί να ερμηνεύει έντεχνο και παραδοσιακό τραγούδι.
Δεν θα ασχοληθώ όμως με το τεράστιο σε όγκο και σε σημασία μουσικό τους έργο. Εξάλλου γι’ αυτό έχουν μιλήσει πολλοί και ο Μαρκόπουλος δεν θα παύσει να απασχολεί τους ειδικούς με τις σπουδές τους πάνω στο πολύτιμο έργο του. Μαζί απέκτησαν μια κόρη την Ελένη και έζησαν μια ήρεμη και δημιουργική ζωή, χωρίς να σκανδαλίσει ποτέ κανείς την κοινή γνώμη. Θέλω μόνο να αναφέρω τη μεγάλη κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε στη Λήδρα, όπου εγκαταστάθηκε το 1969 επιστρέφοντας από το Λονδίνο.Ήταν επίσης ευλογία το γεγονός ότι από νωρίς συναντήθηκαν με τον θρυλικό Νίκο Ξυλούρη, τον Μέγα Αρχάγγελο της Κρήτης. Μαζί θα γράψουν εποχή, θα μεγαλουργήσουν. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συνεργασία των δύο είχε το ανάλογό της, μόνο με εκείνη των Θεοδωράκη-Μπιθικώτση, αλλά ας αποφευχθούν οι συγκρίσεις από έναν μη ειδικό.
Θέλω, τελειώνοντας, να τονίσω με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Γιάννης Μαρκόπουλος στις δημιουργίες του δεν ενεργοποιεί μόνο το μουσικό του ταλέντο. Μαζί του κινητοποίησε όλο το σύστημα των αξιών και των παραδόσεων που κουβαλούσε μέσα του, από την οικογενειακή του παράδοση. Έμπλεος ηθικών και πνευματικών αξιών και βαθιά χαραγμένος από τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας που είχαν εγχαραχθεί μέσα του από τις επιρροές του πατέρα, δεν ενδίδει σε πρόσκαιρα οφέλη και καιροσκοπισμούς.
Στην Ελλάδα του μιμητισμού και της ξενολαγνίας, τότε στη δεκαετία του 1960, που ό,τι ήταν ξένο ήταν αυτονοήτως και ανώτερο, ήρθε ο Γιάννης Μαρκόπουλος να αντισταθεί και να διακηρύξει με το λόγο και τη μουσική του: Επιστροφή στις ρίζες. Κι όχι με έναν άγονο τρόπο που ενοχοποιεί και αρνείται την πρόοδο, αλλά με έναν δημιουργικό τρόπο που προσβλέπει στο μέλλον, χωρίς να παραγνωρίζει το παρελθόν. Μικρό δείγμα έχομε ήδη στο παραπάνω μικρό δισκάκι: «Το Κοριτσάκι» στη δεύτερη πλευρά, αποτελεί έναν συνδυασμό Καλαματιανού με ελαφρό ελληνικό τραγούδι, που ξαφνιάζει. Κι εκεί έμεινε σε όλη του τη δημιουργία, πιστός σ’ αυτήν την αρχή: Να ατενίζει το μέλλον χωρίς να αγνοεί το παρελθόν.
Βυθισμένος στην ελληνική παράδοση και την ιστορία, διαποτισμένος από τις πίκρες και τα φαρμάκια, τα πανηγύρια, τις χαρές και τις λύπες του ελληνικού λαού, κατάφερε να πιάσει το σφυγμό του, να κινηθεί στους ρυθμούς της καρδιάς του και να μετατρέψει όλα αυτά σε νότες.
Κι όταν χρειαστεί διαμαρτύρεται με τη φωνή του Αρχάγγελου Ξυλούρη: Ζαβαρακατρανέμια Ίλεος, Ίλεος, Λάμα, λάμα, Νάμα, νάμα, νέμια, αλληλούϊα! Να, γιατί αγαπήθηκε αδιακρίτως διαχωριστικών γραμμών, να γιατί τραγουδήθηκε τόσο πολύ, να γιατί θα συνεχίσει να συγκινεί και να συνεπαίρνει την ελληνική ψυχή, να γιατί θα συνεχίσει να τραγουδιέται και να ακούγεται στους αιώνες.
* Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης, τακτικό μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών