«Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα. Βάλε στα ρούχα σου φωτιά. Βάλε στα όργανα φωτιά. Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά». Αυτοί που παρ’ όλες τις μεταμορφώσεις του και τα ιδεολογικά γκελ παρέμειναν πιστοί στη μουσική του Νιόνιου, δεν σημαίνει ντε και καλά ότι ταυτίστηκαν με τις επιλογές που υιοθέτησε στη ζωή του.
Ναι μεν μεγάλωσαν με τις μουσικές του, συμπορεύτηκαν για ένα διάστημα μαζί και στο τέλος οι δρόμοι χώρισαν, αναγνωρίζοντας όμως την προσφορά του σ’ αυτό που ιστορικά ονομάστηκε ελληνικό ροκ.
Γιατί είτε με ηλεκτρική κιθάρα, είτε με μπουζούκι, είτε με ούτι, ο Διονύσης υπήρξε ρέκτης και δημιουργός του είδους. Οι περισσότεροι ακροατές και συνοδοιπόροι του ανήκαν σε ομαδώσεις της αριστεράς (πάντα μειοψηφικές), λίγο διανοουμενίστικες, λίγο κάπως διαφορετικές από το αριστερό mainstream, τα κλαρίνα, τα ζεϊμπέκικα, τους καλαματιανούς, τις λαϊκές μπουζουκο-κοντυλιές με τα κλασικά ρεφρέν και τις επαναλήψεις τους.
Αντ’ αυτού είχαμε ξεκούρδιστα ακόρντα, περίεργα συνταιριάσματα, ασύγχρονα ντουμπλαρίσματα και απάτητους δρόμους. Πατώντας πάντα στην παράδοση χωρίς να μένει στάσιμος έφτιαξε ένα μοντερνικό ιδίωμα ξεχωριστό. Εύκολα αναγνωρίσιμο αλλά δύσκολα κατανοητό.
Το ξαναλέω: Αυτοί που μεγάλωσαν ακούγοντας Σαββόπουλο άκουγαν και Άσιμο και Παύλο Σιδηρόπουλο μαζί με Van Der Graaf Generator, Genesis, King Crimson, Floyd κλπ. Αυτοί που άκουσαν το «Οι πίσω μου σελίδες» το «Άγγελος Εξάγγελος» και το «Ο παλιάτσος κι ο ληστής» θέλοντας και μη πέρασαν ακουστικά στο “My Back Pages” το “Wicked Messenger” και στο “All Along the Watchtower”.
Και όταν τσακωνόταν με τον Ραφαηλίδη που σχεδόν πάντα είχε δίκιο η σύνεση και η ντροπή του στίχου του σ΄ έκανε σχεδόν πάντα να το ξανασκέφτεσαι. Μήπως τελικά η ίδια η ζωή δεν σηκώνει απόλυτες καταφάσεις και αρνήσεις αλλά η μια αλήθεια συνυπάρχει με την άλλη;
Δίνει και δίνεται σε ένα αέναο γαϊτανάκι; Ποιος άλλος εξάλλου εκτός από τον Νιόνιο, θα μπορούσε να γράψει στίχους σαν «όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες αλλά σ’ εκείνο ‘κει το μπαρ που ξενυχτάει», ή το «ο κόσμος αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία», ή το «ήρθε ο καιρός να αποφασίσεις με ποιον θα πας και ποιον θα αφήσεις»;
Καληνύχτα Διονύση, Με τα λάθη σου θα σε θυμόμαστε, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο τον μικρό ουδείς αναμάρτητος. Και γιατί εν τέλει η αγάπη δουλεύει για τον σοσιαλισμό.