Η ανάγνωση της Βίβλου προϋποθέτει μια άλλου τύπου λογική, ένα πνεύμα συμφωνίας με την αλλότρια πραγματικότητα που παρουσιάζει, ένα πνεύμα μυθικό, ένα στοιχείο πρωτογενές, τέτοιο ώστε να συνδράμει στην αναδόμηση του αφηγηματικού Λόγου του ιερού κειμένου.

Όταν διαβάζουμε λ.χ. για την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, καταλήγουμε ν’ αποδεχτούμε σαν απαρχή της ελευθερίας του ανθρώπου αυτήν ακριβώς τη στιγμή.

«Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος», λέει ο Σαρτρ. Κι αυτή είναι η ερμηνεία της καταδίκης μέσα από την έξωση. Από την άλλη, ο άνθρωπος έχει και διατηρεί ένα έθος, κοινωνικά προσδιοριζόμενο αρχικά, αλλά και εσωτερικά βιωμένο μέσα από τον καθημερινό αναστοχασμό πάνω στα πεπραγμένα.

Ο Πλάτων μάλιστα, ετυμολογεί τη λέξη «άνθρωπος», σαν το ον που «αναθρεί όσα όπωπε» – δηλαδή, σαν το ον που στοχάζεται πάνω σ’ αυτά που έπραξε – κι αυτό σε βάση καθημερινή.

Οι θετικές επιστήμες, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, δεν πρόκειται ποτέ να κατορθώσουν να οικοδομήσουν θεωρητικά έναν κόσμο χωρίς την έννοια του Θεού: ακόμη και άθεοι φυσικοί, όπως ο Στίβεν Χόκινγκ, δήλωναν ότι «τους νόμους της φύσης τους δημιούργησε ο Θεός και ύστερα απλώς αποσύρθηκε».

Κάτι ανάλογο με αυτή τη ρήση του διάσημου επιστήμονα φαίνεται να μπορούμε να αποκομίσουμε από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής: ο άνθρωπος εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο ενός Θεού που εξαφανίστηκε αμέσως μετά, καταδικάζοντας το δημιούργημά του στην ελευθερία. Στην εφαρμογή δηλαδή των εννοιών του Καλού και του Κακού που κατόρθωσε να υποκλέψει από τον Δημιουργό του.

Στις μέρες μας, όπου τα σημεία αναφοράς μας πληθαίνουν, κι εκτός από τον Ήλιο ή τη Σελήνη, μια όσο το δυνατόν περιεκτικότερη και λεπτομερέστερη «χαρτογράφηση» του Γαλαξία μας επιχειρείται, εν τούτοις φαίνεται ότι όσον αφορά τους πολιτειακούς μας νόμους και τους θεσμούς, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς ώστε να φτάσουμε σε μια ιδεατή και δημοκρατική πραγματική σταθερότητα.

Σημεία αναφοράς δίνει ίσως μονάχα ο ίδιος ο λαός, αυτός ο λαός ο ημιμορφωμένος, που όμως μοχθεί καθημερινά, στέργοντας την οικογένεια και τις αξίες της και -κυρίως- διατηρώντας κατά τρόπο σχεδόν ασύλληπτο την κοινωνική συνοχή.

Κάποιοι διανοητές μάλιστα, φτάνουν στο σημείο -προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την πρωτόγονη θρησκευτικότητα- ότι η ίδια η κοινωνία είναι το κρυφό, δυσερμήνευτο αντικείμενο της θρησκείας.

Κάτω από το οποιοδήποτε πέπλο αυτής της κοινωνικής συνοχής, θα έπρεπε λοιπόν -σύμφωνα με τους διανοητές αυτούς τουλάχιστον- να επανεφεύρουμε την ιδέα του Θεού.

Απηχούμε εδώ ίσως τις ιδέες ενός θεοκρατικού πολιτεύματος -όπως αυτό κυριαρχούσε κατά τον Μεσαίωνα- ή απλώς προσπαθούμε να παραχωρήσουμε κάποιες σταθερές, κάποια κοινωνικά και ανθρώπινα σημεία αναφοράς σε μια δύσθυμη Αναγέννηση, που μετά την ηλεκτρονική επανάσταση μοιάζει να έχει αναχαιτιστεί ήδη από μόνη της; Και που παρ’ όλ’ αυτά, βρίσκεται ακόμη καθ’ οδόν;

Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος – φυσικός και μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας