Εισαγωγή:
Για την εφετινή 82η επέτειο, δεν μπόρεσα να γράψω ούτε καν ένα κείμενο για τη σφαγή της επαρχίας Βιάννου και Δυτικής Ιεράπετρας, για να το αφιερώσω προς τιμήν των θυμάτων και των οικογενειών τους, που έμειναν πίσω να παλεύουν με τον πόνο, τη στέρηση και τις διώξεις.
Και επειδή ο τόπος αυτός, όπως η κάθε «μαύρη πέτρα» της πατρίδας μας, που προστάτεψε τη Λευτεριά και την Αξιοπρέπεια, όταν κινδύνευαν να χαθούν, μας δυναμώνουν και μας εμπνέουν κάθε στιγμή, δημοσιεύω σήμερα την σπάνια καταγραφή του Αλέξανδρου και της Μαρίας Συγγελάκη από τη Σύμη Βιάννου, που φύλαξαν στη μνήμη τους, όπως έζησαν, τα γεγονότα.
Ο Αλέξανδρος Συγγελάκης -δεκαπεντάχρονος έφηβος τότε- αφηγήθηκε 63 χρόνια μετά το πολυσυζητημένο αυτό ιστορικό γεγονός, των δυο πατατάδων, που υπήρξε η αφορμή του Ολοκαυτώματος της τραγικής Επαρχίας τον Σεπτέμβριο του 1943. Για να κρατήσει ζωντανή την ιστορική μνήμη και το απάνθρωπο πρόσωπο των πολέμων.
Αφήγηση:
«Ήμασταν στην οικογένεια 3 αγόρια και μία αδερφή, εγώ 15 χρονών, ο αδερφός μου 17.
Όταν πέσανε οι αλεξιπτωτιστές στο Ηράκλειο, κυνηγούσανε οι Γερμανοί τσι Μπαντουβάδες. Ανέβηκαν οι αντάρτες στου Χαμέτη, 50-60 άτομα, στο τέλος του 1942.
Επήγα μια φορά στω μπαρμπάδω μου το μιτάτο, στω Βροντινήδω, (η μάνα μου είναι από αυτούς) και εκιά είδα το Χρήστο τον Μπαντουβά, έναν άντρα-παλικάρι με πλάτες τόσες.
Από το Σκινιά μασε φέρνανε το αλεύρι. Ζυμώνανε σ’ έναν μεγάλο φούρνο για 100 άτομα δίπλα από το σπίτι μας (στου πατέρα του δασκάλου του Συγγελάκη). Παξιμάδια-καύκαλα και εμείς τα 15χρονα τα πηγαίναμε απάνω στο λημέρι.
Δίπλα μας καθότανε Γερμανοί (αρχηγός ο Κωστής και ο Γιάννης). Μας έβλεπαν και μας ρωτούσαν: Πού παρτί – στο μαντρί, απαντούσαμε.
Ήρθε ο Λη Φέρμορ επάνω, ήρθε στο λημέρι και έφερε τον ασύρματο. Ένας λόχος γερμανικός ήρθε απέναντι, για να διαπιστώσει με ραδιογωνιόμετρα τον ασύρματο. Αυτοί όμως τον είχαν μεταφέρει τότε στο Οροπέδιο Καθαρό. Μετά υποψιάστηκαν και γι’ αυτό εγκατέστησαν το φυλάκιο. Ήταν οι πατατάδες, γιατί έπαιρναν και πατάτες για να δικαιολογήσουν τη διαμονή τους εκεί.
Στην ουσία, όμως, μας κατασκόπευαν. Οι δύο πατατάδες έμεναν κοντά μας. Η πόρτα τους απέναντι μας, 20μ. πιο κάτω από το σπίτι μας, πολύ καλοί άνθρωποι και πολύς κόσμος στεναχωρήθηκε όταν τους σκότωσαν. Γιατί επήγαιναν και στο κυνήγι μαζί τους. Είχανε πάει και σκότωσαν ένα λαγό με το όπλο των Γερμανών, τον εψήσανε και τρώγανε και πίνανε. Ο κυνηγός και αυτός που ‘χε το σπίτι και δυο-τρεις νομάτοι, και οι δυο Γερμανοί.
Εκεί, λένε, ότι τραγούδησε ο Μανουσάκης ο Γιάννης, ο πατέρας του γραμματέα της Κοινότητας, το τραγούδι: από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη, το Γιάννη και το Μπίλυ η Λατσίδα περιμένει… (στη Λατσίδα τούς έριξαν).
Πήγαν και κοιμήθηκαν. Άρα, ήταν προετοιμασμένα όλα και ο Μανουσάκης το ήξερε.
Καθόνταν δίπλα του οι δύο γριές, άνοιξαν την πόρτα (ήταν σαφή ανοιχτά). Τις ποβγάλανε (τις έδιωξαν) τις γριές και μπήκανε και τους σκότωσαν (έλεγαν τότε ότι είχαν οι Άγγλοι διαβεβαιώσει ότι θα γίνουν αποβάσεις και ότι οι Γερμανοί θα εξαφανιστούν).
Ξημερώματα, άκουσα εγώ το ταχυβόλο που κρατούσε ή ο Ζαχάρης ή ο Γιακουμής ο Νίκος για εκφοβισμό. Ο Μπίλυ, όμως, του έσπασε το ταχυβόλο και παλέψανε. Του ρίχνουνε μια στο κεφάλι και λιποθύμησε χωρίς μαχαίρι.
Μετά από 2 λεπτά πάω. Είχανε μαζευτεί γυναίκες, τσι τυλίξανε στις κουβέρτες και τσι φορτώσανε στο μουλάρι του πεθερού μου, του Μαστραντωνάκη. Τσι πήγανε λοιπόν και τσι ρίξανε στη Λατσίδα.
Ήτανε ο Λιοκούκουδος, ο Ζαχ. Μπαντουβάς, Νίκος Γιακουμής και ο Νίκος Παπαμαστοράκης (αυτός κρατούσε μια κακοαραβίδα ιταλική).
Μετά τι θέλεις να δεις; Μάθανε οι Γερμανοί. Εμείς φύγαμε όλοι. Στο βουνό πήγαμε στην αρχή. Ύστερα κάμαμε στην Έμπαρο 8 μήνες. Άλλοι πήγανε στον Σκινιά, στο Χόντρο, στον Καραβάδο, στο Ίνι, στη Γεράπετρο και αλλού.
Το 1944, τον Απρίλιο γυρίσαμε. Μείναμε στα καταλύματα, βρεχόμαστε, κόβαμε μεσοδόκια για να στεγνώσομε, μαζεύαμε ποταμίσια και άλλα χόρτα που τρώγαμε.
Φύγαμε από τα σπίτια μας με ένα ποκάμισο. Ό,τι πάθαμε εμείς, άλλοι να μην το πάθουνε».
Η γυναίκα του, Μαρία Μαστραντωνάκη, συμπλήρωσε: «Στο Σκινιά είχαμε το νονό μας, τον Κατσουλάκη το Δημήτρη. Πήγαμε με τα πόδια όλοι, γιατί το μουλάρι το πήραν οι Γερμανοί. Μας δώσαν ένα δωμάτιο της εποχής εκείνης και κάτσαμε. Όταν φτάσαμε, ήμασταν ξεπνοϊσμένοι. Τα θυμούμαι πολύ καθαρά, σαν να ‘ναι τώρα».
Αλέξανδρος και Μαρία Συγγελάκη, Μάιος 2006
Ταβέρνα Αφροδίτη, Σύμη Βιάννου