– Οφέτος θα ‘χωμε Διογένη ένα πολύ κακό χειμώνα! Από την μια θα ξεπαγιάσομε από το κρύο και από την άλλη με την ακρίβεια τη μεγάλη, δε θα μπορούμε ν’ αγοράζομε για να… τρώμε καλά να… ζεσταινόμαστε!
– Ε, τσι κακομοίρηδες κιόλας τσ’ αθρώπους και ίντα δα γενούνε;!
– Γιατί Διογένη, δε λες τι θα γενούμε, μόνο βγάζεις τον εαυτό σου απέξω;
– Α! Να σου πω. Γιατί εγώ δα περάσω όπως επερνούσα και τ’ άλλα χρόνια…
– Ναι, μα πρέπει να ξέρεις ό,τι φέτος είναι ακριβά όλα, το πετρέλαιο, τα ξύλα, το ρεύμα κ.λπ.
– Δεν έχω εγώ ανάγκη από κιανά.
– Γιατί δεν έχεις… αρκοντήσιο, δεν έχεις καλοριφέρ, δεν έχεις ηλεκτρικές σόμπες; Ή μήπως έχεις φωτοβολταϊκά, ηλιακό θερμοσίφωνα και δε σε νοιάζει;
– Όϊ, πράμα από κιανά που λες δεν έχω, μα δε δα ξεπαγιάσω κιόλας! Γιατί έχω μια μεγάλη σόμπα τω ξυλών και ξύλα να φάνε κι οι κότες.
– Ναι, αλλά θες όμως ρεύμα στην ηλεκτρική κουζίνα να μαγειρεύεις να… φουρνίζεις, να βράζεις το νερό το οποίο χρειάζεται πάντα το σπίτι!..
– Μπρε συ Κωνσταντή, άμα έρθεις στο σπίτι δεν μπορείς να μπεις μέσα απού τη ζέστη!…
Να δεις ακόμη δυο μεγάλα πατινιώτικα τσικάλια απάνω στη σόμπα, το ένα το πιο μικιό να μαγειρεύγει αγάλια-αγάλια το φαΐ, να γίνεται… λουκούμι! Το άλλο το μεγάλο να βράζει το νερό και από κάτω στο φούρνο το τεψί να ψήνει το ψητό!..
Ε, Παναγία μου, μα να ‘σαι επαέ άμα ανοίγω το φούρνο! Δεν δα μπορείς να σταθείς απού τη μυρωδιά.
Αλίμονό μου αν είσαι… νηστικός!
– Καλός, αλλά δε θέλεις ν’ αγοράζεις πράματα για να βάζεις στο τσικάλι και στο τεψί;
– Αυτά τα πράματα Κωνσταντή που λες, όχι μόνο δεν αγοράζω, αλλά πουλώ κιόλας! Εχτός κιανά που δίδω των ανθρώπω! Ίντα τα ‘χω τα περβόλια και τα ζούμπερα;
– Μπράβο Διογένη, πολλοί θα σε ζηλέψουνε. Γιατί να ξέρεις ότι πολύς κόσμος θα στερηθεί πολλά πράματα και περισσότερο απ’ όλα τη θέρμανση γιατί δεν θα μπορεί να συνηθίζει το… κρύο!
– Τις λες εσύ Διογένη, έχεις καμιά συμβουλή;
– Ναι, έχω. Η καλύτερη θέρμανση είναι να μάθαίνεις να μη… κυρώνεις!
– Δε μου φαίνεται και τόσο καλή αυτή η συμβουλή. Εκτός και πας για ένα μήνα στη Σιβηρία να προπονηθείς και μετά να γυρίσεις… αν γυρίσεις.
Μακάρι να ήτανε όλοι σαν και σένα Διογένη, να είχανε και να κάνανε ό,τι κάνεις εσύ. Για να ‘σουνε όμως σε ένα διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία στην πόλη, να δεις τι θα έκανες;
– Εγώ μαθές, ήθελε να… γιαγιέρνω εδά απού τη… Σιβηρία! Και να σου πω και κάτι άλλο, ήθελε να σκέφτομαι τσι κακομοίρηδες τσι Ουκρανούς, απού δα να ‘ναι όλο το χειμώνα στα χιόνια, απού εκιά ψωφούνε και οι σκύλοι, χωρίς ρεύμα στο σκοτάδι, χωρίς νερό, χωρίς φαΐ (ανέ βρούνε δα φάνε) χωρίς σπίτια, (αντί σπίτια, χαλάσματα) χωρίς πορτοπαράθυρα πώς θα ζεσταθούνε και δε φτάνουνε τοσανά μόνο να πέφτουνε και οι βόμβες από πάνω ντως, να ξεκληρίζονται οικογένειες, από στρατιώτες μέχρι και μωρά κοπέλια! Παναγία μου!
Ο Θεός να μην φέρνει τέτοιες ώρες! Για κιονά λέω γω δόξα σοι ο Θεός που τα ‘χομε όλα, μόνο λίγο κρύο μας μένει…Να ‘μαστε ευχαριστημένοι!