Αφήνοντας πίσω μας την επέτειο των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία και βλέποντας πια την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι ευκαιρία να επιχειρήσουμε μια συνολική θεώρηση της πορείας μας αυτούς τους δύο αιώνες και κυρίως της κατεύθυνσης που πρέπει να ακολουθήσουμε συνθέτοντας το μέλλον.

Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ριζικά διαφορετικός ο προσανατολισμός που είχε η Ελλάδα στην πρώτη εκατοταεντία της από αυτόν που είχε στη δεύτερη. Αν κατανοήσουμε καλά αυτές τις δύο κατευθύνσεις, θα φανεί πιο ξεκάθαρα και ποια πρέπει να είναι η κατεύθυνσή μας για τη νέα εκατονταετία που ξεκινά.

Στον πρώτο αιώνα του ελεύθερου ελληνικού βίου κυριάρχησε η αγωνία της εθνικής ολοκλήρωσης, που συγκροτήθηκε γρήγορα μέσα στην ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Μια ανασύσταση κατά κάποιο τρόπο της Bυζαντινής αυτοκρατορίας που θα ένωνε τους Έλληνες από την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο κι από την οροσειρά του Αίμου ως την Κύπρο. Η Μεγάλη Ιδέα δεν έμεινε στο φαντασιακό επίπεδο, μετουσιώθηκε σε σταθερή εθνική ιδεολογία και καθόρισε την ελληνική πολιτική άσχετα από τη διαρκή κυβερνητική αστάθεια και τις κατά καιρούς ματαιώσεις που γνώρισε.

Η Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» έφτασε στο κατώφλι της πραγμάτωσης κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης από τον οραματικό Ελευθέριο Βενιζέλο (1910-1920). Σύντομα, όμως, γνώρισε και τα όριά της, όπως είχε έγκαιρα προβλέψει ο μεγάλος του αντίπαλος, ο διορατικός Ιωάννης Μεταξάς. Κάτω από το βάρος των εσωτερικών ερίδων μας και της μεγάλης κόπωσης που έφερε η δεκαετία των πολέμων κατέρρευσε.

Ο Ελληνισμός της Ανατολής πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα, μάτωσε και ξεριζώθηκε. Η Ελλάδα αποδύθηκε σε έναν αγώνα ανασυγκρότησης που προδιέγραψε το μεγάλο διακύβευμα της δεύτερης εκατονταετίας.

Η εθνική ολοκλήρωση είχε συντελεστεί, και με επέκταση των συνόρων της Ελλάδος και με συρρίκνωση των ορίων του Ελληνισμού. Τώρα πρόβαλε επιτακτική η ανάγκη για ανασύνταξη της οικονομίας, εγκατάσταση των προσφύγων, βελτίωση της ζωής. Η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική ευημερία έγιναν σταδιακά το νέο ιδανικό. Είναι εντυπωσιακή η ευθυγράμμιση και των δύο μεγάλων προπολεμικών παρατάξεων σε αυτή την πολιτική.

Μέσα από πολλές περιπέτειες και δυσκολίες, ακόμα και πισωγυρίσματα, η Ελλάς πέτυχε αυτούς τους στόχους. Περάσαμε πολιτικές κρίσεις, πολέμους, εμφύλιες συγκρούσεις, περιόδους φτώχειας, αυταρχικές δικτατορίες, αλλά τα ξεπεράσαμε όλα αυτά.

Η μεταπολεμική εποχή έδωσε το μεγάλο αναπτυξιακό άλμα και τον σταθερό προσανατολισμό προς τη Δύση.

Η μεταπολιτευτική εποχή έδωσε τον γόνιμο εκδημοκρατισμό, την αύξηση της κοινωνικής συνοχής και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας μας. Η Ελλάδα αποδείχθηκε μια σταθερή και ανθεκτική δύναμη, που μένει με στιβαρότητα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, που μπορεί να ξεπερνά τις κρίσεις της, να μένει προσηλωμένη λειτουργικά στους δημοκρατικούς θεσμούς και να εκπροσωπεί με καθαρότητα τις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού, σε μια διεθνή γειτονιά που δεν είναι καθόλου αυτονόητο αυτό.

Μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια καταφέραμε ως λαός αξιοθαύμαστα πράγματα, την αποκατάσταση και ένταξη του προσφυγικού Ελληνισμού, την ενσωμάτωση των πολιτικών και κοινωνικών χασμάτων στη δημοκρατική τάξη, την αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ανακατανομή.

Ακόμα και οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων δώδεκα ετών απέδειξαν την ανθεκτικότητα και δυναμική της Ελλάδος, που μπορεί σήμερα να διεκδικεί διόλου ευκαταφρόνητα αναπτυξιακά πακέτα, να υπερασπίζεται τα σύνορα και τη διεθνή της θέση και να ανταποκρίνεται σε σύνθετες εθνικές και υγειονομικές προκλήσεις.

Ο κρίσιμος προβληματισμός που προκύπτει σε αυτή την περίοδο της ανασκόπησης για την πορεία του Eλληνικού κράτους, είναι πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε και να προδιαγράψουμε μια εθνική πολιτική για το μέλλον, για τον αιώνα που έρχεται. Αφήνοντας στην άκρη τα πολλά και καίρια που αφορούν την εκπαίδευση, την υγεία, την τεχνολογία, την οικονομία, ας δούμε πώς μπορούμε να στοχαστού-με πά-νω στην διεθνή μας θέση, το αποτύπωμα της Ελλάδας στον κόσμο. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αγνοήσει τα μεγάλα διακυβεύματα της εποχής μας, αλλά εξίσου σίγουρα δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε σε αυτά.

Η στρατηγική επιλογή άρρηκτης σύνδεσης της Ελλάδας με το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει ήδη επιβεβαιωθεί. Ωστόσο, η ίδια η Ενωμένη Ευρώπη σήμερα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι αναζήτησης ταυτότητας και κατεύθυνσης. Πολλοί μιλούν για μια ενιαία ευρωπαϊκή διεθνή πολιτική ισχύος, όμως πολύ λίγα πράγματα γίνονται σε αυτή την κατεύθυνση.

Από την άλλη, αναδιατάσσεται συνολικά το ισοζύγιο ισχύος στον πλανήτη και οι παραδοσιακές δυτικές δυνάμεις αναζητούν νέους συμμάχους και νέες μεθόδους εξισορρόπησης των προκλήσεων που επιβάλλει η ανάδυση της Κίνας και άλλων παραγόντων που θα επηρεάζουν το παγκόσμιο σύστημα καθοριστικά στο μέλλον.

Σε αυτή την εποχή αβεβαιότητας ο ρόλος της Ελλάδας ως σταθερού μεσαίου περιφερειακού παράγοντα με ικανό απόθεμα διπλωματικής και ένοπλης δύναμης, αλλά και αξιοπρόσεκτης επιρροής πολιτισμικού χαρακτήρα, μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός. Το να είμαστε όμως σταθεροί δεν συνεπάγεται να είμαστε και απολύτως προβλέψιμοι.

Στην παρούσα φάση βρισκόμαστε σε φάση διεθνούς εκδίπλωσης, αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες και επιδεικνύουμε εξωστρέφεια προς διάφορες κατευθύνσεις. Όλες αυτές οι κινήσεις πρέπει να κουμπώσουν πάνω σε ένα πλαίσιο αναστοχασμού στην εθνική μας ταυτότητα και τον ρόλο που θέλουμε να έχει η Ελλάδα στον κόσμο.

Μετά το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης, μετά το όραμα της ευρωπαϊκής ευημερίας, η Ελλάδα πρέπει να συγκροτήσει, να διατυπώσει και να προβάλει ένα νέο όραμα για το μέλλον της. Η επιδίωξη της βραχυπρόθεσμης βελτίωσης της ζωής μας θα είναι πάντα σημαντική, είναι αναπόφευκτο. Ο ελληνικός λαός χρειάζεται όμως και μια δυναμική ιδέα για να δημιουργήσει. Έχουμε τις προϋποθέσεις για να σκεφτούμε και να μιλήσουμε για την Ελλάδα της Μεσογείου, της Ευρώπης και του κόσμου, της Δύσης και της Ανατολής.

Την Ελλάδα που ήδη εδραιώνει την παρουσία και επιρροή της σε πέντε θάλασσες και που στον τρίτο αιώνα της θα κάνει το νέο μεγάλο άλμα: να αναδειχθεί σε μια έξυπνη δύναμη, που η παρουσία κι ο λόγος της θα είναι κρίσιμα για την ευρύτερη περιοχή της, πέρα από τα πλαίσια οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας στα οποία συμμετέχει. Οι επιμέρους γραμμές αυτής της κατεύθυνσης θα σχεδιαστούν στην πορεία, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η ύπαρξη και η δημόσια διακήρυξη του οράματος.

Εκατό χρόνια μετά το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η ανάδειξη μιας νέας, δημιουργικής Ιδέας, όχι απλά της ευημερούσας, αλλά της ισχυρής Ελλάδας.

*Ο Γρηγόριος Αλ. Πασπάτης  είναι πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου