Ιδιαίτερη θέση στον χώρο του ηρακλειώτικου Τύπου κατέχει ο εκδότης, αλλά και δημοσιογράφος και πεζογράφος, Γιάννης Μουρέλλος. Μια πολύπλευρη προσωπικότητα, αφού υπήρξε εκδότης πολλών εντύπων με μεγάλη δραστηριότητα, η οποία επιδίδεται ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, όταν το 1905 -σε ηλικία 19 ετών- εκδίδει το φιλολογικό-λογοτεχνικό περιοδικό «Νεότης» με συνεργάτες αξιόλογους, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Όμως, ένα από τα μεγαλύτερα δημιουργήματα του Γιάννη Μουρέλλου, είναι η εφημερίδα με τίτλο: Νέα Εφημερίς, η οποία είχε διάρκεια από το 1911-1926, εβδομαδιαία και δισεβδομαδιαία στην αρχή και καθημερινή από το 1917. Μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, άρτια, με ειδησεογραφία απ’ όλο τον κόσμο, πολιτική αρθρογραφία και φιλολογικές σελίδες.
Ήταν ο ιδιοκτήτης της και διευθυντής της. Είχε την επιμέλεια των κειμένων, καθώς και την χρονογραφική στήλη, με το ψευδώνυμο «Ιωάννης Πύργος». Συνεργάτες του υπήρξαν σημαντικοί εκδότες και διευθυντές μεταγενέστεροι, όπως ο Αθηναγόρας Μυκωνιάτης και ο Αριστοτέλης Γραμματικάκης.
Η πόλη μας, το Ηράκλειο του Μεσοπολέμου, ήταν μία πνευματική όαση. Ήταν μία πραγματική εστία των γραμμάτων και δικαιολογημένα ο μεγάλος μας ποιητής, Κωστής Παλαμάς, όλο αυτό το χαρακτήρισε ένα «θαύμα».
Πυρήνας της κίνησης αυτής, η οικογένεια Αλεξίου και συγκεκριμένα ο Λευτέρης Αλεξίου, η Έλλη Αλεξίου, ο Νίκος Καζαντζάκης, καθώς και η Γαλάτεια Καζαντζάκη.
Ηράκλειο, Οκτώβρης του 1924. Πριν από έναν αιώνα!
Στο φύλλο της Νέας Εφημερίδας και συγκεκριμένα της Δευτέρας, 13ης του μηνός στη στήλη: από την ζωήν, σας παραθέτω ένα από τα πολλά χρονογραφήματα του Γιάννη Μουρέλλου, που το υπογράφει ο ίδιος με το ψευδώνυμο «Ι. Πύργος».
Τέτοιες μέρες του φθινοπώρου, που η φύση αλλάζει, καθώς και οι συνήθειες των ανθρώπων, ο Γιάννης Μουρέλλος μας τα περιγράφει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, όλα αυτά:
«Της λεμονιάς μου τα φύλλα πέφτουν, κιτρινίζουν λίγο-λίγο αρρωσταίνουν και πεθαίνουν. Κάθομαι κάτω από έναν κλώνο της και παρακολουθώ το θλιβερό μυστήριο του θανάτου.
Σ’ ένα μικρό κλωνάρι, έχω κρεμασμένο το καναρίνι μου, που σήμερα πιο εξαιρετικά από άλλα μέρη κελαϊδεί τρελλά χαρούμενο. Ποιος ξέρει αν τα φύλλα γελούνε; Ποιος ξέρει αν το καναρίνι κλαίει;
Προς τον βοριά είναι μαζεμένα τουλούπες-τουλούπες σύννεφα. Έχουν κάτι τρομερά περίεργα σχήματα, που φέρνουν γέλιο ή φόβο. Τι περίεργα, αλήθεια, που είναι τα σύννεφα του φθινοπώρου. Σε λίγο σκοτεινιάζουν στον βορρά και προχωρούν στον νότο.
Λίγη ώρα περνά και όλος ο ουρανός σκεπάζεται. Αραιές χοντρές ψιχάλες πέφτουν στη γη και οι άνθρωποι τρέχουν. Είναι το πρωτοβρόχι. Μακριά ακούγονται βροντές, που όλο και σιμώνουν οι κοντινές, τραντάσσουν τη γη και το φως της αστραπής, μέρα μεσημέρι, πειράζει τα μάτια. Βρέχει. Το χώμα μυρίζει την όμορφη εκείνη μυρωδιά που σ’ άλλους θυμίζει τη ζωή, σ’ άλλους τον θάνατο.
Φτάνει η ωραία εποχή με τις τίμιες εκδηλώσεις της. Πέρασεν ο κάματος του ήλιου και η θλίψη του ζεστού αέρα. Τώρα θ’ ανάψει το γλυκύτατο τζάκι και η ασπρόμαυρη κατσούλα θα διπλωθεί δίπλα στη φωτιά.
Στη γωνιά του δρόμου, ο θλιμμένος καστανάς έχει στιλιώσει τη φουβού του, διαλαλώντας τα νόστιμα κάστανά του. Είναι κουκουλωμένος με το μισοσκισμένο σακάκι του, γιατί το υγρό αέρι του παγώνει τα αυτιά του. Ο καστανάς! Ο καστανάς εδώ! Και τα κάρβουνα σπιθίζουνε στα χείλη της μικρούλας φοβούς του!
Άνθρωποι είναι ανεβασμένοι στα δώματα πάνω. Κάπου κοιτάζουν τον συννεφιασμένο ουρανό και ύστερα ρίχνονται στη δουλειά. Ένας χτίστης τραγουδά πάνω στη σκεπή κάτι περίεργα τραγούδια και η δούλα του αντικρινού σπιτιού, γερμένη στο παράθυρο, γελά με πονηρά μάτια. Ένας γεροντάκος γυρνά το βράδυ κουρασμένος.
Στο αδύνατο γαϊδουράκι του έχει φορτωμένα ξύλα, που βασανίστηκε ολομερίς να βρει. Τα ζάλα του είναι βαριά και κουρασμένα. Πώς βαριέται τη ζωή.
Πώς αγαπά τη ζωή. Η μπόρα ξέσπασε. Χοντρές στάλες πέφτουν στα τζάμια. Σε λίγο, ποτάμια σέρνει ο δρόμος και οι υδρορροές χτυπούσαν στα πεζοδρόμια.
Πρόσωπα είναι κολλημένα στα τζάμια και κοιτάζουν με περίεργα μάτια το νερό που παίρνει. Ένα κουτάκι, μικρό κουτάκι, παρασέρνεται στο θολό ποταμάκι του δρόμου και τρέχει προς τον χαμό. Πάει κι αυτό στη θάλασσα. Τι δεν καταντά στη θάλασσα!». Αυτός ήταν ο Γιάννης Μουρέλλος, ο «Ι. Πύργος», ένας από τους μοναδικούς μας αρθρογράφους!