1) Η αστεία ιστορία που ακολουθεί, μου συνέβη στο Καστέλλι Πεδιάδας, όταν πήγαινα στην πρώτη τάξη του εκεί Γυμνασίου, τον Οκτώβρη ή Νοέμβρη μήνα του 1950. Δωδεκάχρονος και κακουλές (αδύνατος) καθώς ήμουν τότε, η μάνα μου ζήτησε από τον πατέρα μου να με βάλει οικότροφο σε κάποιο σπίτι του Καστελλιού, για ν’ αποφύγω την ταλαιπωρία και τον κίνδυνο ν’ αρρωστήσω, αν βάδιζα καθημερινά έξι χιλιόμετρα, για να πάω στο Καστέλλι κι άλλα έξι το μεσημέρι, για να γυρίσω στο χωριό μου. Ο πατέρας μου συμφώνησε και μ’ έβαλε οικότροφο στο σπίτι ενός άτεκνου ζευγαριού.
Ένα μεσημέρι, σαν σχόλασα και πριν φάμε, ο οικοδεσπότης μου μ’ έστειλε στο μπακάλικο της γειτονιάς ν’ αγοράσω σαρδέλες, για να φάμε τα κουκιά που είχε ψήσει η οικοδέσποινα μας. Εγώ, έβαλα το γυμνασιακό μου καπέλο με την κουκουβάγια, γιατί η κυκλοφορία των μαθητών του γυμνασίου χωρίς πηλίκιο απαγορευόταν αυστηρά, και πετάχτηκα στο μπακάλικο. Ο μπακάλης, τη στιγμή που πήγα, εξυπηρετούσε μια πελάτισσα. Ήταν εκεί κι ένας πανύψηλος, και γεροδεμένος Καστελλιανός, που, μόλις μπήκα μ’ έπιασε απαλά από τον ώμο και με ρώτησε: “Από πού ‘σαι κοπέλι;”. “Από το Σμάρι”, του απάντησα. Με κοίταξε στα μάτια και με ξαναρώτησε:
“Μπας κι είσαι συ το παλικάρι, που φόρτωσε στο γάιδαρο τα αδειανά τσουβάλια;”. Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω τι έλεγε ή τι εννοούσε. Και τότε που είπε: “Δεν είσαι συ το παλικάρι που λέει το τραγούδι “Πες μου, σκιας, το τραγούδι; μου ξαναπείπε. “Ποιο τραγούδι;”, κατάφερα να ψελλίσω. “Α, ούτε αυτό δεν ξέρεις;”, ήταν η απάντησή του. “Άκου το, λοιπόν, για να μάθεις κι όταν σε ξανασυναντήσω, θέλω να μου το πεις! Άκουσες;”, είπε αυτός και άρχισε να απαγγέλλει τους στίχους… του έπους, τονίζοντας μία, μία τις φράσεις του, ενώ με κοίταζε συνέχεια στα μάτια:
“Είκοσι δύο Χαρασσανοί (από το Χαρασσό) και δεκατρείς Ελιώτες (από την Ελιά), τριάντα πέντε Ξιδιανοί (από τον Ξιδά, τη σημερινή Λύττο), κι οχτώ Καρουζανιώτες (από τα Καρουζανά) άδικα γκομαχούσανε γάιδαρο να φορτώσουν με δυο τσουάλια άχερα. Κι ένας από το Σμάρι (το χωριό μου), το καλύτερό ντως παλικάρι, νευριασμένος φώναξε: “Αδειάσετέ μου, μωρέ, τα σακιά κι ανεβαστάξετέ μου (βοηθήσετέ με), να δείτε πως φορτώνουνε οι άντρες (οι γεροί άντρες) τα μιγόμια (τα γεμάτα και βαριά σακιά)!” Επανέλαβε την απαγγελία δύο φορές ακόμη; Τρεις φορές; μέχρι που ο μπακάλης του ‘πε: “Άφησε, μωρέ, το κοπέλι, γιατί θα το ανημένουμε (θα το περιμένουμε)!”.
Εγώ, πάντως, την ιστορία τη συγκράτησα! Κάπου, βέβαια, μπορεί να έχω κάμει κάποιο λάθος, αλλά το νόημα δεν αλλάζει!
Ποιός ήταν ο συνθέτης του ποιήματος, δεν έμαθα ποτέ. Υποψιάζομαι, όμως, πως πρέπει να ήταν κάποιος, μάλλον Καστελλιανός, που ή του άρεσε η σατιρική ποίηση και τον βόλευαν τα συγκεκριμένα ονόματα ή ήταν εγωιστής και ήθελε να κοροϊδεύει ή να πειράζει με το περιεχόμενο του ποιήματος τους κατοίκους κάποιων χωριών της επαρχίας Πεδιάδας, που τα θεωρούσε υποδεέστερα του Καστελλιού που ήταν τότε, χωρίς αμφιβολία, στις δόξες του από κάθε πλευρά και που οι αριθμοί και τα ονόματα των χωριών που χρησιμοιποίησε τον εξυπηρετούσαν ποιητικά.
2) Η ιστορία που ακολουθεί, είναι ανέκδοτο, γνωστό σε πολλούς.
Το άκουσα σε καφενείο του Ηρακλείου, σε παρέα που γέλασε πολύ.
Δύο γεροντήδες, λέει, ογδονταπεντάρηδες, φίλοι αχώριστοι στα γυμνασιακά τους χρόνια, είχαν από τότε να ειδωθούν ή να επικοινωνήσουν. Μια μέρα, έτυχε να συναντηθούν σ’ ένα δρόμο του Ηρακλείου (;). Μόλις αντιλήφθηκε ο ένας τον άλλο, άνοιξαν διάπαλατα τα χέρια και σαν πλησίασαν, αγκαλιάστηκαν, γεμάτοι συγκίνηση.
Έμειναν αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί κάμποσα δευτερόλεπτα, τρίβοντας και χαϊδεύοντας ο καθένας τους την πλάτη του άλλου. Ύστερα ο Κωστής, έτσι έλεγαν τον ένα, με βουρκωμένα μάτια και με τρεμάμενη φωνή είπε στον άλλο:
-Ήντα κάνεις, μωρέ Γιάννη, αδέρφι μου; Πόσα χρόνια έχομε να δούμε ο ένας τον άλλο;
-Καλά ‘μαι, Κωστή, παλιόφιλε, μα δε βλέπεις; Σουφρωμένος και ανήμπορος, κακορίζικε, και με μπαστούνι! Μα και συ, όπως θωρώ δεν πας πίσω (δεν είσαι καλύτερος)!
-Ναι, μωρέ Γιάννη. Κάθα μέρα πίνω μια χαχαλιά χάπια, για να μην αποθάνω λέει. Μα ‘γω καταλαβαίνω, Γιάννη μου, πως δεν έχω μπλιο (πλέον, πια) δυνάμεις. Φοβούμαι πως και τα κοπέλια μου με βαρεθήκανε.
-Μωρέ, ξέχασες, φαίνεται, τη μαντινάδα που λέει: Καλά το έκαμε ο Θεός που έφτιαξε τα νιάτα, ‘φτιάξε και τα γερατειά και τα ‘καμε σαλάτα!
-Έτσι ‘ναι Γάννη μου. Θυμάσαι τότε που δε χωρίζαμε μόνο τη νύχτα και που δεν τολμούσε άνθρωπος να τα βάλει μαζί σας; Παλικάρια τότε, όχι αστεία!
-Να σου πω, Κωστή, πως στο στρατό με φοβούντανε όλοι; Μόλις ξάνοιγα κανένα στα μάτια, αυτός τα χαμήλωνε!
-Αξιωματικός ήσουνε;
-Όχι απλός φαντάρος, μα με τρέμανε όλοι! Ούτε καζάνια έπλυνα ποτέ ούτε αποχωρητήρια. Κάθε φορά που μ’ έστελεν ο λοχίας, εγώ τον αγριοξάνοιγα και δεν πήγαινε κι αυτός κατέβαζε τα μάτια, μέχρι που με παραίτησε κι ούτε αναφορά μ’ έβγαλε ποτέ!
-Μωρέ, ξεχάστηκα, Γιάννη! Έχω ραντεβού με το γιατρό, μόνο δώσε μου ογλήγορα το τηλέφωνό σου, για να λέμε πότε, πότε τα περασμένα και τα νέα μας, καθώς και τα βάσανά μας.
Χώρισαν οι δυο γερόντηδες. Ο Γιάννης, που στην ουσία δεν ήταν καυχησάρης ούτε εγωιστής, σαν απομακρύνθηκε, ρώτησε τον εαυτό του:
Γιάννη, μωρέ, ήσουνε ποτέ παλικαράς; Κατέχεις, πως δεν ήσουνε! Ετσά δεν είναι; Γιάντα μωρέ, αράδιασες τόσες μπούρδες στον Κωσταντή; Να θυμάσαι ανόητε, και να μην ξεχάσεις ποτέ τούτη την αλήθεια:
Ό,τι σκατά ‘σαι εδά στα γερατειά σου, ήσουνε και στα νιάτα σου!
*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών