Ο Ευμένιος Φανουράκης (κατά κόσμον Ιωάννης) του Εμμανουήλ και της Παρασκευής (το γένος Καστρινάκη) γεννήθηκε στο Λουτράκι Μαλεβιζίου το 1887 και εκοιμήθη τη 2α Ιανουαρόυ 1956.
Υπήρξε μια από τις εξέχουσες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της Εκκλησίας της Κρήτης και συνάμα ένας εργάτης της επιστήμης, ευφυής και χαλκέντερος με ισχυρά αποτυπώματα και στις δυο αυτές δραστηριότητές του. Παράλληλα υπήρξε ηθική και σεμνή ιερατική προσωπικότητα σε όποιες θέσεις κλήθηκε για να υπηρετήσει είτε ως πρεσβύτερος ,αρχιμανδρίτης, αρχιερατικός επίτροπος είτε ως Επίσκοπος. Επίσης επί σειρά ετών άσκησε το λειτούργημα του καθηγητή με πλατειά παιδεία και παιδαγωγική συγκρότηση.
Από την παιδική ηλικία «διαφλεγόμενος εξ αγάπης προς τον μοναχισμόν και αισθανόμενος κλήσιν προς το κληρικόν στάδιον», κατά την έκφραση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Ευγενίου, εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή της Ιερουσαλήμ, δίπλα στο χωριό του. (Επικήδειος λόγος του Μητροπολίτου Κρήτης Ευγενίου εφημ.Πατρις 4/1/1956) Είναι η Μονή η οποία πρωτοστάτησε στις μεγάλες επαναστάσεις του 19ου αιώνα στο Μαλεβίζι, ιδιαίτερα με τον ηγούμενο Μελέτιο.
Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών του φοίτησε στη θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε ευδοκίμως το 1912. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο και Αρχιμανδρίτη από τον πνευματικό του πατέρα, Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιο Ξηρουδάκη. Ως Αρχιερατικός επίτροπος των Μητροπολιτών Ευμένιου και Τίτου φανέρωσε τη σύνεσή του την ικανότητα και την εμπειρία στα δύσκολα χρόνια προστατεύοντας τα συμφέροντα και το κύρος της Εκκλησίας.
Είναι γνωστή η κατάσταση στην Εκκλησία Κρήτης μετά το 1913. Ο Μητροπολίτης Ευμένιος εξορίζεται μετά την επικράτηση του κινήματος της Εθνικής Άμυνας. Το 1922 τον διαδέχεται ο Τίτος Ζωγραφίδης ενώ το1932 με το νόμο 5621/1932 οι εκκλησιαστικές επαρχίες του νησιού περιορίζονται σε τέσσερις μια σε κάθε νομό Επρόκειτο για τη Μητρόπολη Ηρακλείου, την Επισκοπή Χανίων, την Επισκοπή Ρεθύμνης και την Επισκοπή Νεαπόλεως στο Λασίθι.(Χαλκιαδάκης Εμμ., Επισκόπηση της εκκλησιαστικής ιστορίας της Κρήτης 1898-1967, σελ.11 ).
Το 1933 έχομε νέο Μητροπολιτικό ζήτημα με την εκλογή του Τιμόθεου Βενέρη ως Μητροπολίτη Κρήτης και την άρνηση του Αρκαδίας Βασιλείου Μαρκάκη να αποδεχθεί την εκλογή. Το 1935 καταργείται ο νόμος 5621/1932 και επανέρχεται ο νόμος 276 της Κρητικής Πολιτείας και η επανασύσταση όλων των επισκοπών που υπήρχαν από τη Σύμβαση του1900.
Όλο αυτό το διάστημα ο Ευμένιος Φανουράκης ως πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Αγίου Μηνά και Αρχιερατικός Επίτροπος προστάτευσε με τη γνώση και το ήθος του την ενότητα της Εκκλησίας.
Την 18η Ιανουαρίου 1936 ο Ευμένιος Φανουράκης εξελέγη Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων και εποίμανε το λαό της επαρχίας του επί εικοσαετία περίπου μέχρι την κοίμηση του το1956.
Κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του ανέλαβε μαζί με τον Επίσκοπο Ρεθύμνης Αθανάσιο να μελετήσουν και να υποβάλουν προτάσεις προς την Επαρχιακή Σύνοδο Κρήτης για το σχέδιο κατάρτισης νέου Καταστατικού Νόμου για την Εκκλησία Κρήτης το 1954.(Χαλκιαδάκης,ο.π. σελ. 19) Σε όλο το διάστημα της Επισκοπικής του θητείας ενδιαφερόταν ζωηρά για όλα τα θέματα της Εκκλησίας της Κρήτης.
Όλα τα εκκλησιαστικά προσόντα του Ευμένιου καταξιώθηκαν δια της μελέτης της χριστιανικής και της θύραθεν φιλολογίας της οποίας έκανε πάντοτε άφθονο χρήση είτε από τον άμβωνα είτε από την καθηγητική έδρα είτε από τις στήλες του καθημερινού και περιοδικού τύπου.(Σταυρινίδης Νικ.,Επικήδειος λόγος στον Ευμένιο Φανουράκη, Πατρίς 5/1/1956)
Πέρα από τις προσπάθειες του για την ίδρυση της Γεωργικής Σχολής Μεσαράς ανάλωσε τις πνευματικές και φιλοπρόοδες δυνάμεις του στην Τρίτη μεγάλη πνευματική αναγέννηση του Ηρακλείου. Προηγήθηκε ο 17ος αιώνας και το Μεσοπολεμικό Ηράκλειο.
Με το τέλος του πολέμου το Ηράκλειο γνωρίζει μια Τρίτη περίοδο πνευματικής και επιστημονικής ανάπτυξης γύρω από ένα δυνατό επιστημονικό πυρήνα που αποτελείται από τους Νικ. Πλάτωνα, Μεν. Παρλαμά, Επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο και φυσικά Ανδρέα Καλοκαιρινό, ο οποίος, νεότατος τότε, άρχισε να φανερώνει τις πνευματικές του ανησυχίες με την έκδοση το 1945 ενός αξιόλογου περιοδικού με τον τίτλο «Εποχή». (Μαστρογιαννάκης Κωστής,Μνήμη Ανδρέου Καλοκαιρινού 1922-1993,Πατρίς 14/2/1914)
Ο στενός αυτός πυρήνας (διευρύνεται στη συνέχεια με σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες), που ο Βασ. Λαούρδας θα ονομάσει (ρητολογικό θίασο) θα αρχίσει γρήγορα να ξεδιπλώνει τις δράσεις του που είναι κατά σειρά: Η επιτροπή προστασίας και περισυλλογής Μεσαιωνικών Μνημείων Κρήτης, τα Κρητικά Χρονικά, η ίδρυση της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών (Ε.Κ.Ι.Μ.),η ίδρυση και λειτουργία του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης και η καθιέρωση των Διεθνών Κρητολογικών Συνεδρίων.
Από τότε θα αρχίσει η πνευματική καρποφορία του Ηρακλείου, στην οποία η προσφορά του Ανδρ. Καλοκαιρινού υπήρξε σημαίνουσα, διαμορφωτική, αποτελεσματική και ιδιαίτερα στα οικονομικά ζητήματα καταλυτική.(Μαστρογιαννάκης ο.π.)
Σε όλες αυτές τις δράσεις η επιστημονική γνώση, η εργατικότητα και η φιλοπρόοδη διάθεση του Ευμένιου υπήρξε ουσιαστική και συνεχής μέχρι το θάνατό του. Όπως γράφει Ο Ν. Σταυρινίδης « τα ανέκδοτα εκκλησιαστικά έγγραφα τα οποία με εμβρίθεια σχολίαζε και με σεμνότητα επί σειρά ετών εδημοσίευε στα Κρητικά Χρονικά προσήνεγκον πλούσιον και ηλεγμένον υλικόν εις τον μέλλοντα ιστορικόν της εν Κρήτη Εκκλησίας». (Σταυρινίδης, ο.π.).
Η βοήθεια την οποία πάντοτε έδιδε για την έκδοση των Κρητικών Χρονικών και την αύξηση του κύρους της Ε.Κ.Ι.Μ. και το ενδιαφέρον του για την τόνωση της πνευματικής ζωής του τόπου προσέδωσαν στο σεμνό και φιλεπιστήμονα Ιεράρχη ασυνήθιστη αίγλη για την οποία ποτέ δεν εκδήλωσε μεγαλοφροσύνη αλλά έζησε μακράν των λιβανωτών σε άκρα πενία. Εάν τα τελευταία χρόνια της ζωής του εσκίασε η παρανόηση των πολλών, αυτό δεν υπήρξε αιτία μνησικακίας. Η όποια πίκρα του περιορίστηκε στο ότι το έργο του δε συντέλεσε όσο θα επιθυμούσε στη βελτίωση των πραγμάτων της πατρίδας του.
Ο Ευμένιος Φανουράκης εκοιμήθη τον Ιανουάριο 1956 και ετάφη σε μια ερημική υπώρεια του Κέδρου altus sub alto ,σχεδόν εξόριστος κατά την έκφραση του Ν. Σταυρινίδη.
Ο Μ. Παρλαμάς στη νεκρολογία του για τον Ευμένιο Φανουράκη σημειώνει: ´ ΟΛάμπης και Σφακίων Ευμένιος υπήρξε αναμφιβόλως μια από τις πλέον εκπρεπείς εκκλησιαστικάς μορφάς της Κρήτης . Ποιμήν καλός ,φίλος των γραμμάτων και της προόδου, επιστήμων εργατικός και σεμνός, σύντροφος στενός της πενίας και τραχύς πολέμιος της ιδιοτέλειας και του ψεύδους, παρέσχε με την ζωήν και το έργο του ακτινοβόλον πρότυπον Ιεράρχου. “Εάν τις τομλά”, γράφει ιδιοχείρως εις εν σημείωμά του ευρεθέν εις τα κατάλοιπά του “και εγώ δύναμαι μετά θάρρους και εν συνειδήσει να είπω , ότι από του 1912 υπηρετώ την τοπικήν μας Εκκλησίαν και κατά κοινήν ομολογίαν ανταπεκρίθην προς την υψηλήν ταύτην διακονίαν μου συν τη δυνάμει του Κυρίου.
Τούτο δε, διότι εκ φόβου Θεού και κατά πεποίθησιν ηκολούθησα στάσιν υπεράνω πολιτικών συγκρούσεων και ανωτέραν προσωπικών επιδιώξεων…..Δόξα τω Θεώ δεν εφιλοδοξησα ποτέ το αξίωμα ως σκοπόν,αλλά ως μέσον ίνα πραγματοποιήσω ιδανικόν: την εν τω αμπελώνι του Κυρίου διακονίαν μου τη χάριτι του Παναγίου Πνεύματος ανθρωπίνως ανεπαίσχυντον…î. Με την νυκτικήν αυτήν εξομολόγησιν διαγράφεται σαφώς η μορφή του αειμνήστου Ιεράρχου – σεμνή, ειρηνική και ανεπαίσχυντος, ως βυζαντινή αγιογραφία. (Παρλαμάς Μεν. Κρητικά Χρονικά, τόμος Θ, 1995).
* Ο Κωστής Σπ. Μαστρογιαννάκης είναι Φιλόλογος, πρώην Λυκειάρχης