Οι πρώτοι οργανωμένοι ανθρώπινοι οικισμοί στην Κρήτη δημιουργήθηκαν κατά τη νεολιθική περίοδο. Τέτοιος οικισμός ήταν η αρχαία πόλη της Κνωσού. Αποτέλεσε το κέντρο του μινωϊκού πολιτισμού, του πρώτου και σημαντικότερου πολιτισμού της Ευρώπης και της Μεσογείου, πού αναπτύχθηκε στην Κρήτη και στα νησιά του νότιου Αιγαίου (π.χ. Σαντορίνη) κατά τη μινωϊκή εποχή (ca. 3200-1100 π.Χ.). Αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι εκτός από τεχνογνωσία σχετική με την πολεοδομία, την οικοδομική και την κεραμοποιία, αναπτύχθηκε σημαντικά η υδραυλική και γενικά ό,τι σχετίζεται με την ύδρευση και αποχέτευση.
Αναπτύχτηκαν οι βασικές αρχές σχεδιασμού, κατασκευής και λειτουργίας σε μια σειρά επιστημονικών πεδίων, όπως είναι η υδρογεωλογία, τα υδραγωγεία, η υγιεινολογία, τα λουτρά, τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης και ακόμη τη χρήση του νερού για αναψυχή. Αυτά διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις τοπικές υδρολογικές συνθήκες. Έτσι, φαίνεται ότι οι μηχανικοί υδατικών πόρων της μινωϊκής εποχής είχαν ένα πολύ καλό επίπεδο γνώσης βασικών εννοιών και αρχών διαχείρισης υδατικών πόρων και υγρών αποβλήτων με βιώσιμο τρόπο, επιτρέποντας στους Μινωϊτες να ζουν σε αρμονία με τη φύση και το περιβάλλον τους.
Μετά το ca. 1420 π.Χ., ο μινωϊκός πολιτισμός άρχισε να φθίνει και επισκιάστηκε τεχνολογικά από την ανάπτυξη του μυκηναϊκού πολιτισμού στην ηπειρωτική Ελλάδα. ΄Ισως υπάρχει συνέχεια μεταξύ των δυο πολιτισμών, δια μέσου ενός άλλου πολιτισμού, αυτού των Μινυών (ca. 2000-1500 π.Χ.), που φαίνεται να υπήρξε ο σύνδεσμος μεταξύ του μινωϊκού και του μυκηναϊκού. Κατά την αποξήρανση της Κωπαΐδας τον 15ο αιώνα βρέθηκαν ευρήματα υδρογεωλογικών έργων, που σύμφωνα με τον Στράβωνα (ca. 65 π.χ-23 μ.X), οι Μινυείς είχαν κατορθώσει να αποξηράνουν τη λίμνη της Κωπαΐδας, εφαρμόζοντας τεχνικές όμοιες μ’ αυτές των μινωϊτών. Έτσι, οι προηγμένες μινωϊκές υδροτεχνολογίες επεκτάθηκαν στην ηπειρωτική χώρα.
Επίσης, οι τεχνολογίες αυτές, παρά τις σκοτεινές περιόδους που ακολούθησαν, συνεχίστηκαν και αναπτύχτηκαν περαιτέρω κατά την αρχαϊκή, κλασσική και ελληνιστική περίοδο. Στην Κρήτη, κατά την ελληνιστική περίοδο (ca. 323-67 π.Χ.), οι τεχνολογίες που σχετίζονται με την ύδρευση, την αποχέτευση και γενικά την υγιεινολογία αναπτύχτηκαν ακόμη περισσότερο με βάση τη γνώση και την εμπειρία των Μινωϊτών. Τα επιτεύγματα αυτής της περιόδου, που αφορούσαν το σχεδιασμό και την κατασκευή και λειτουργία έργων υδατικών πόρων, ήταν εντυπωσιακά.
Αργότερα, κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου (ca. 67 π.Χ.-330 μ.Χ.), η Κρήτη συμμετείχε στους μιθριδατικούς Πολέμους, απωθώντας αρχικά επίθεση των Ρωμαίων (71 π.χ.). ΄Ομως, αργότερα καταλήφθηκε μετά από τριετή εκστρατεία υπό τον Quintus Caecilius Metellus, με τρεις εξοπλισμένες λεγεώνες. Κατά τη Ρωμαϊκή κατοχή, η Κρήτη ήταν μια ενιαία ρωμαϊκή επαρχία, με πρωτεύουσα τη Γόρτυνα.
Δημιουργήθηκαν δημόσια κτίρια με ψηφιδωτά υψηλής τεχνικής και τουαλέτες, υδρευτικά, αρδευτικά και αποχετευτικά δίκτυα και άλλα υδραυλικά έργα, σε μια σειρά πολεοδομικών ενοτήτων, κυρίως σε μεγάλες πόλεις (όπως στη Γόρτυνα, στην Ιεράπυτνα, τα Άπτερα, τη Λύκτο και τη Λεβήνα).
Όμως, οι Ρωμαίοι δεν πρόσθεσαν σημαντική πρόοδο στις βασικές γνώσεις των αρχών και τεχνικών, που σχετίζονταν με την πολεοδομία, την οικοδομική και κυρίως την υδραυλική και είχαν αναπτύξει νωρίτερα οι Μινωΐτες και φυσικά οι αρχαίοι Έλληνες. Αντίθετα, η κλίμακα των ρωμαϊκών υδραυλικών έργων ήταν σημαντικά μεγαλύτερη, όπως τα υδραγωγεία της Γόρτυνας και της Χερσονήσου και οι δεξαμενές στα Άπτερα. Το ίδιο ίσχυε και για άλλα υδραυλικά εργα, όπως είναι οι υδατογέφυρες, οι υδαταγωγοί και οι υδροσήραγγες. Όμως, η εφεύρεση της τεχνολογίας του σκυροδέματος (η λεγόμενη caementitium opus) κατά την περίοδο αυτή έδωσε τη δυνατότητα οικονομικής κατασκευής μεγαλύτερης κλίμακας.
Από το 330 έως το 1204 μ.Χ. η Κρήτη ήταν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Hantax ήταν η έδρα του δούκα της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι εφαρμοσμένες υδροτεχνολογίες στις κρητικές πόλεις ήταν λιγότερο ή περισσότερο ίδιες με αυτές, που εφαρμόστηκαν αργότερα κατά την αραβική περίοδο. Στο τέλος της βυζαντινής περιόδου η Κρήτη πέρασε στα χέρια των Ενετών. Από την αρχή της Ενετικής περιόδου (1204-1668 μ.Χ.) δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στα θέματα ύδρευσης. Ενδεικτικά παραδείγματα υδραυλικών έργων που κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή είναι το υδραγωγείο Μοροζίνη στο Ηράκλειο και οι υδατοδεξαμενές στη Φορτέτσα Ρεθύμνου, στη Γραμβούσα και άλλα μικρότερα φρούρια.
Στην οθωμανική περίοδο (1669-1898 μ.Χ.) το νερό συνδέθηκε με τη θρησκεία. Σε όλες τις κρητικές πόλεις κατασκευάστηκαν πολλές και σημαντικές κρήνες, αρκετές των οποίων σώζονται ακόμη σήμερα. Χαρακτηριστικές είναι αυτές στην Ιεράπετρα (στην είσοδο του Τζαμιού), στα Χανιά (στο Αρχαιολογικό Μουσείο) και στο Ηράκλειο (στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου). Η αιγυπτιακή περίοδος (1830-1840 μ.Χ.) ήταν συνέχεια της οθωμανικής περιόδου. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή συντηρήθηκαν και λειτούργησαν υδραυλικές κατασκευές που είχαν κατασκευασθεί κυρίως από τους Ρωμαίους και τους Ενετούς.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Κρήτη ενώθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα και σιγά-σιγά άρχισαν να αναπτύσσονται και να εφαρμόζονται και στην Κρήτη όπως και σε άλλα μέρη του κόσμου, οι σύγχρονες υδροτεχνολογίες. Αυτές βασίστηκαν στην παραδοσιακή γνώση του παρελθόντος, καθώς και στις νέες τεχνολογίες, όπως αυτές των αντλιών, των σωλήνων και των γεωτρήσεων.
Εν κατακλείδι, η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας των υδατικών πόρων στην Κρήτη, χαρακτηρίζεται από ασυνέχειες και παλινδρομήσεις. Τεχνολογικά επιτεύγματα, όπως αυτά της μινωϊκής εποχής ή των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων δεν ξεχάστηκαν εντελώς παρά τις σκοτεινές περιόδους που μεσολάβησαν. Έτσι, φαίνεται ότι υπήρξαν «γέφυρες» που συνέδεσαν το παρελθόν με το μέλλον, που συχνά δεν ήταν ορατές.
Ένα από τα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά του μινωϊκού πολιτισμού ήταν η υδραυλική και αρχιτεκτονική κατασκευή και λειτουργία των συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης των αποβλήτων και των νερών της βροχής στα ανάκτορα και στις πόλεις της εποχής εκείνης. Στη δομή των περισσότερων μινωϊκών ανακτόρων και πόλεων τίποτε δεν είναι πιο αξιοπρόσεκτο από τα πολύπλοκα και πολύ λειτουργικά υδραυλικά συστήματα. Έτσι, συμπεραίνεται ότι οι αρχαίοι υδρολόγοι και μηχανικοί και ιδιαίτερα οι Mινωΐτες ήταν γνώστες σε κάποιο βαθμό των βασικών αρχών των επιστημών υδατικών πόρων και περιβάλλοντος, δηλαδή πολύ πριν από την καθιέρωσή τους στη σύγχρονη εποχή.
Τέλος, από αυτήν την πολύ σύντομη περιγραφή και ανάδειξη τεχνολογιών, που σχετίζονται με τους υδατικούς πόρους και τα υγρά απόβλητα και τη διαχρονική εξέλιξή τους μπορούν να αντληθούν σημαντικά μαθήματα και διδάγματά, όπως είναι τα παρακάτω:
(α) Δεν υπάρχουν ουσιαστικές θεμελιώδεις διαφορές σχεδιασμού και κατασκευής υδατικών έργων από τη μινωϊκή εποχή μέχρι σήμερα. Οι βασικές διαφορές αφορούν την κλίμακα, τον διαθέσιμο εξοπλισμό και την αποκτηθείσα εμπειρία.
(β) Οι εκάστοτε επιλεγόμενες τεχνολογίες διαφοροποιούνταν όχι μόνο ανάλογα με τις χρονικές περιόδους, αλλά και ανάλογα με τις υδρολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής και φυσικά τη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων.
(γ) Ο άρτιος σχεδιασμός και η προσαρμοστικότητά τους στο περιβάλλον (διαπιστώνονται βασικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες) είναι αξιοσημείωτες.
(δ) Ο χρόνος λειτουργίας τους, σε πολλές περιπτώσεις, φθάνει χιλιετίες.
(ε) Η πρόβλεψη για μελλοντικές αυξημένες υδατικές ανάγκες επίσης ήταν εμφανής.
(ζ) Η ολοκληρωμένη διαχείριση υδατικών πόρων, που βασιζόταν στην εξισορρόπηση της διαθεσιμότητας με τη ζήτησης.
(η) Τέλος, με δεδομένα τα παραπάνω, η σημερινή έννοια της βιωσιμότητας ως αρχής σχεδιασμού έργων υδατικών πόρων ίσως θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Δηλαδή, στον ορισμό της βιωσιμότητας (ή αειφορίας) ως προτύπου παραγωγής το οποίο στοχεύει στο βέλτιστο οικονομικό αποτέλεσμα, τόσο για τον άνθρωπο όσον και για το σημερινό και μελλοντικό φυσικό περιβάλλον θα πρέπει να προστεθούν και διδάγματα από το παρελθόν.
* Ο Α. Ν. Αγγελάκης είναι τεχνικός σύμβουλος της Ένωσης των ΔΕΥΑ Ελλάδος