Εξαιτίας του κορονοϊού θυμήθηκα τα Στεφανιανά. Πρόκειται για ένα χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά στη δυτική πλαγιά των Κερδυλίων ορέων και σε υψόμετρο 500 μέτρα περίπου. Το χωριό πήρε το όνομα αυτό επειδή οι κάτοικοι του παλιότερα το στεφάνωσαν με κερί, εξαιτίας κάποιας επιδημίας, που είχε ενσκήψει στο χωριό και, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πέθαιναν τ΄ αγόρια.
Παρόμοια τάματα γίνονται και στον τόπο μας. Για παράδειγμα αναφέρω ότι κατά το παρελθόν πολλά ξωκκλήσια στην περιοχή μας ήσαν ζωσμένα με κερί για τον ίδιο ή παρόμοιο λόγο. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το ζώσιμο του Ιερού ναού του Αγίου Μηνά στην Επισκοπή. Η εκπρόσωπος του οικείου πολιτιστικού συλλόγου είχε πει τότε ότι αυτή η διαδικασία λέγεται “περισχοινισμός”. Είτε όμως περισχοινισμός λέγεται, είτε ζώσιμο, είτε στεφάνωμα πρόκειται για το ίδιο πράγμα και για την ίδια διαδικασία. Απλώς ταυτολογούμε.
Κατά συνέπεια μία τέτοια συνήθεια, σχετική με θέματα υγείας, είναι η ίδια και απαράλλαχτη σε ολόκληρη την επικράτεια και μάλιστα δια μέσου των αιώνων. Έτσι οι Έλληνες μπορεί να καταφεύγουν στους γιατρούς και στα γιατροσόφια, αλλά για κάθε ενδεχόμενο κάνουν και τάματα.
Τα τάματα, όπως είναι γνωστό, έχουν τις ρίζες των στην αρχαιότητα. Τα έκαναν για να ευχαριστήσουν τους θεούς ή για να τους εξευμενίσουν. Τάματα κάνουν και σήμερο στους αγίους για τους οποίους πιστεύουν ότι μπορούν να περιμένουν μέχρι και 40 χρόνια. Πάντως όταν ακούω για τάματα το μυαλό μου πηγαίνει στους Δελφούς, στην Ολυμπία και στους αγίους.
Η κουβέντα για το όνομα αυτού του ρομαντικού χωριού έγινε παρουσία μου στα Στεφανιανά τον Νοέμβριο του 1970, μέσα σε ένα μπακάλικο ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Πώς όμως βρέθηκα εκεί;
Στις αρχές, λοιπόν, εκείνου του Νοεμβρίου η μονάδα, στην οποία υπηρετούσα πήγε στα Κερδύλια όρη για άσκηση ανταρτοπολέμου. Είχαμε κατασκηνώσει κοντά στην κορυφή, στην νοτιοανατολική πλευρά του βουνού. Είχαμε βρει ένα πλάτωμα γεμάτο φτέρες.
Μετά από δυο-τρεις μέρες παραμονή και αφού είχαμε κάνει αναγνώριση εδάφους, αποφάσισα να κατεβώ στα Στεφανιανά σκαστός. Στο κάτω-κάτω, σκέφτηκα, άσκηση ανταρτοπόλεμου γίνεται.
Μόλις με είδαν οι ιδιοκτήτες του καταστήματος να μπαίνω με χιλιοϋποδέχτηκαν. Δεν με είδαν σαν πελάτη αλλά σαν φιλοξενούμενο. Βλέποντας αυτήν την οικειότητα και αυτή την ευγένεια κατασυγκινήθηκα, διότι δεν είναι λίγο πράγμα να μπαίνω άγνωστος σε ένα μαγαζί, σε ξένο τόπο και να μου προσφέρουν αμέσως καρέκλα να καθίσω και συγχρόνως κέρασμα.
Με τη σειρά μου τους χιλιοευχαρίστησα και τους είπα ότι το χωριό μου μοιάζει με το δικό των, διότι είναι και αυτό σκαρφαλωμένο σε δύο υψώματα ανατολικά του γέρου/ Ψηλορείτη, ατενίζοντας και αυτό στο βάθος του ορίζοντα το Αιγαίο από υψόμετρο 650 μέτρα. Τους είπα ακόμη ότι και στο χωριό μου ενέσκηψε κάποτε κάποια επιδημία, που την έδιωξε κακήν-κακώς η ίδια η Παναγία, σύμφωνα με την παράδοση μας, κυνηγώντας την με ένα ραβδί λυγιάς, ενώ η πιο χτυπητή και πιο ευδιάκριτη ομοιότητα ήταν κατά τη γνώμη μου το φιλότιμο των κατοίκων και των δύο χωριών.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας για τις Γωνιές, την Κρήτη και τα Στεφανιανά. Είναι μία υπέροχη ανάμνηση, που άντεξε στο πέρασμα μισού αιώνα χωρίς να ξεθωριάσει, όπως γράφω σ’ ένα βιβλίο μου, που θα κυκλοφορήσει μόλις ανακληθούν τα μέτρα για τον κορονοϊό με τίτλο «Δημοσθένους ανάλεκτα».
Υπέροχες αναμνήσεις έχω και από την υπέροχη μονάδα μου, που βρισκόταν κοντά στην κοινότητα της Θέρμης. Την αποκαλούσαμε «τάγμα αετών». Αυτήν τη φράση την είχαμε κάνει σύνθημα. Όταν φωνάζαμε αυτό το σύνθημα ακουγόμαστε από την Περαία μέχρι τον Χορτιάτη.
*Ο Δημοσθένης Μαρκατάτος είναι συνταξιούχος δικηγόρος