Υπάρχουν άνθρωποι που σπαταλούν τον χρόνο και χαραμίζουν τη ζωή, αυτό το «μέγα καλό και πρώτο». Άνθρωποι που ψάχνουν πώς θα σκοτώσουν τον χρόνο, αυτό το πολύτιμο δώρο που μας χαρίστηκε και είναι ανεξαγόραστο, γιατί η αξία του δεν έχει τιμή. Υπάρχουν όμως και ορισμένα προνομιούχα πλάσματα που ξέρουν να διακρίνουν την ομορφιά, να δημιουργούν ομορφιά και να μας τη δείχνουν μετατρέποντάς τη ζωή σε βίο.

Ανάμεσα στους δεύτερους ανήκει και η Μαρία Στασινοπούλου που αφιέρωσε τη ζωή της στα γράμματα, και το έργο της είναι πλούσιο. Ανήκει στη γενιά των φιλολόγων που υπηρέτησαν τη μέση εκπαίδευση και πέτυχαν να πραγματώσουν μια μεταρρύθμιση που έφερε έναν αέρα ανανέωσης και μια ελπίδα αλλαγής στο εκπαιδευτικό σύστημα, που σήμερα δυστυχώς φαίνεται να λείπει, γιατί η Πολιτεία αδιαφορεί και το γόητρο των δασκάλων συνεχώς υποβαθμίζεται. 

Η Μαρία Στασινοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης και ασχολείται με τη μελέτη και κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Με τον σύντροφο της ζωής της, Δημήτρη Δασκαλόπουλο, που είναι και ποιητής, εξέδωσαν πολύτιμες βιβλιογραφίες του Καβάφη, του Γ. Σεφέρη και πρόσφατα του Μανόλη Αναγνωστάκη, έργα σημαντικά για τους μελετητές. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κίχλη τα βιβλία της Στασινοπούλου «Κυρία, ακόμα με θυμάστε;», «Χαμηλή βλάστηση», «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» και πέρυσι «Του καιρού που επιμένει». 

 Τα έργα αυτά είναι μικροδιηγήματα που αποτυπώνουν στιγμές ζωής, ανακαλούν μνήμες από καθημερινούς ανθρώπους και καταστάσεις που αφήνουν μια γεύση ειρωνικής και ευχάριστης διάθεσης. Αποτυπώνεται συχνά μια λαϊκή σοφία που παρηγορεί τον αναγνώστη. Ο καιρός που επιμένει είναι και ο χρόνος που περνά και η κατάλληλη στιγμή που ερεθίζει τη συγγραφέα και την εμπνέει να μας μεταδώσει τα βιώματά της. Αρκετά συνδέονται με την καθημερινή ζωή της Αθήνας, όπου ζει. Όπως ο φιλοπερίεργος ταξιτζής που στη ρουτίνα του επαγγέλματός του αναζητά κουβέντα με τον επιβάτη και καμαρώνοντας αυτοχαρακτηρίζεται, ταλαιπωρώντας τη γλώσσα. 

Φιλοπερίεργος Ταξιτζής
Με δυσκολία καταφέρνω να βρω ταξί – μεσημέρι σε κεντρικό δρόμο της Καλλιθέας. Περιμένω πάνω από ένα τέταρτο. Μόλις το πετυχαίνω, μπαίνω μέσα με ανακούφιση. «Θησείο προς Ακρόπολη», του λέω, «να πάρουμε ένα φάκελο και μετά θα πάμε Κολωνάκι». «Γιατρό ή δικηγόρο;» με ρωτά. «Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αχρείαστοι να είναι», απαντώ βαριεστημένα. «Με συγχωρείτε δηλαδή που ρωτάω. Ξέρετε εγώ είμαι λίγο καλαμπουρτζής. Είμαι σατιρικού περιεχομένου», μου διευκρινίζει. 

Η γνώση της ζωής και οι παρέες διδάσκουν συχνά. Αν στο στιγμιότυπο που αναφέρει αλλάξετε τον ρουφιάνο με τον αχάριστο, ήταν η συμβουλή που μου έδιδε συχνά η μάνα μου.

Της ζωής τα μαθήματα
Γερόντια, συνταξιούχοι, στο παρά πέντε του φινάλε, πίνουν στον καφενέ της πλατείας τα μεσημεριανά τους ουζάκια και αμπελοφιλοσοφούν. «Εγώ μπορώ να κάνω παρέα με οποιονδήποτε παραβατικό. Τρεις κατηγορίες δεν αντέχω με τίποτε: τον ρουφιάνο, τον τσιγκούνη και τον βλάκα», λέει ο κυρ. Νίκος, τέως τομεάρχης του ΟΤΕ.

Λυπάμαι γιατί δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ ολόκληρο το βιβλίο με τα μικρά διαμαντάκια που περιέχει. Όλα διαθέτουν μια λεπτή χαριτωμένη διάθεση και συγκροτούν μια φιλοσοφία ζωής ενός ανθρώπου που ξέρει να παρατηρεί και να καταγράφει τη στιγμή που κάποτε από τραγωδία μετατρέπεται σε κωμικό επεισόδιο. Θα παραθέσω ένα ακόμα.

Γοητεία
Δεν ήξερε τι ακριβώς είναι η γοητεία. Εκείνο που απολάμβανε όμως από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του ήταν η διάθεση των φίλων να τον εξυπηρετούν και να είναι πλάι του στις δύσκολες στιγμές. Και ήρθε το τσιτάτο από τον Καμύ, ο οποίος και άλλες φορές του είχε δώσει λύσεις: «Γοητεία είναι ένας τρόπος να παίρνεις την απάντηση –ναι, χωρίς να έχεις κάνει κάποια ξεκάθαρη ερώτηση». 

 Καλή ανάγνωση. Θα το απολαύσετε.

 

*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος