Εχω καιρό που σκέφτομαι να σας πω ένα περιστατικό. Φυσικά θα παραξενευτείτε με τις κομμουνιστικές καταστάσεις και θα κάνετε το σταυρό σας φωνάζοντας την Παναγίτσα για βοήθεια.

Εγώ έρχομαι από τη γειτονική χώρα, την Αλβανία. Μικρή και άτυχη και αυτή η βαλκανική χώρα. Γεννήθηκα και έζησα στον τόπο. Η μεγαλύτερη πόλη στο νότο είναι το Αργυρόκαστρο. Γεωγραφικά μια άγρια πόλη με μεγάλο ιστορικό παρελθόν και με τόσες ελληνικές ομοιότητες. Η μισή πόλη μιλάει  ελληνικά. Η πόλη αυτή μας πρόσφερε το μεγάλο δικτάτορα ηγέτη κομμουνιστή Χότζα.

Στο Αργυρόκαστρο έζησα τέσσερα χρόνια ως μαθητής σε ένα παιδαγωγικό σχολείο. Πήρα ένα δίπλωμα για δάσκαλος στα δημοτικά σχολεία. Όμως, σ’ εκείνο το σχολείο υπήρχε κάτι ξεχωριστό. Στην ίδια τάξη υπήρχαν συμμαθητές και Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες οι οποίοι θα δούλευαν σαν δάσκαλοι στα αλβανικά δημοτικά σχολεία της χώρας.

Στην τάξη μου το ενα τρίτο των μαθητών ήσαν Βορειοηπειρώτες. Θυμάμαι την Αναστασία, τον Μιχάλη, την Βασιλική, την Βιολέτα… και τα τέσσερα χρόνια που περάσαμε μαζί μου προσφέρουν τόση νοσταλγία και πάθος για μια καινούργια αντάμωση.

Εκείνοι τα χρόνια, μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα για πρώτη φορά άκουσα τη λέξη “Καλημέρα”. Αυτή η λέξη μου φάνηκε πάρα πολύ όμορφη και μελωδική. Στο θρανίο μου καθόταν κα η Γεωργούλα, η συμμαθήτριά μου Βορειοηπειρώτισσα απ’ την οποία πρωτάκουσα τη λέξη “καλημέρα”. Ονειρεύτηκα πάρα πολλά πράγματα με την Γεωργούλα και την “καλημέρα” στο κέντρο. Τέσσερα χρόνια δεν είναι λίγος καιρός για να κάνεις όνειρα και σχέδια τουλάχιστον μετά από τέσσερα χρόνια με την Γεωργούλα δίπλα στο ίδιο θρανίο θα μπορούσες να δηλώνεις δυνατά: “Ξέρω ελληνικά!”. Όμως, αυτό παρέμεινε ένα άπιαστο όνειρο κι εγώ ήρθα στην Ελλάδα μετά από 20 χρόνια ως  οικονομικός μετανάστης, χωρίς να ξέρω τίποτα απ’ την ελληνική γλώσσα. Συγγνώμη, μόνο τη λέξη “καλημέρα” ήξερα.

Ο κομμουνισμός δεν πάει με τους διεθνείς κανόνες της ανθρωπότητας. Έχει άλλους αυστηρούς νόμους σε όλα τα διεθνή θέματα. Ούτε η λέξη “καλημέρα”, ούτε η ελληνική γλώσσα άρεσε στον κομμουνισμό. Όχι μόνο δεν του άρεσαν, τις μισούσε κιόλας και τις απαγόρευε. Παντού, στην τάξη, στους διαδρόμους, στους κήπους απαγορευόταν η συνεννόηση και η κουβέντα των μαθητών στα ελληνικά. Δηλαδή απαγόρευε την ελληνική γλώσσα. Απαγορευόταν το καλημέρα που μου άρεσε τόσο πολύ. Με άλλα λόγια, στη φίλη μου την Γεωργούλα απαγορευόταν να μιλάει και να χαιρετάει στην μητρική της γλώσσα Να μιλούσε μόνο στην αλβανική γλώσσα.

Παρ’ όλο που η εθνικότητα της Γεωργούλας ήταν ελληνική, εκείνο το μικρό κοριτσάκι έπρεπε να βγει εκτός του περιφρακτικού τοίχου του σχολείου για να κουβεντιάσεις ελληνικά. Διαφορετικά, θα τιμωρούνταν σκληρά μέχρι διωγμό από το σχολείο. Δεν μου άρεσε αυτή η διαταγή, όμως το δεχτήκαμε όλοι. Ο διευθυντής της εστίας όταν άκουγε ελληνικά, ανεβοκατέβαινε το σκαλοπάτι των ορόφων και ούρλιαζε δυνατά “ποιος μιλάει ελληνικά;” Γιατί άραγε;

Ούτε τότε ούτε τώρα μπορώ να καταλάβω και να εξηγήσω το λόγο. Οι λαοί γενικά είναι ειρηνικοί και φιλικοί. Χαμογελάνε  στον καλό γείτονα και ανταλλάσσουν και το καλημέρα και ένα κρασί. Μια γλώσσα σε μια άλλη εκτός από το καλό τι κακό θα μπορούσε να προσφέρει; Η ελληνική γλώσσα είναι χιλιάδες χρόνια πιο παλαιά από την αλβανική γλώσσα. Σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου βρίσκεις ελληνική παρουσία. Χιλιάδες λέξεις έχει προσφέρει στην αγγλική γλώσσα. Μια μεγάλη συνεισφορά έχει και στο αλβανικό λεξικό.

Κάποτε, ο πλανήτης δεν γνώριζε τα σύνορα. Δεν υπήρχαν κράτη. Ο πληθυσμός ήταν μικρός, με λίγα μηδενικά. Τα σύνορα και οι μοιραστές ήρθαν πολλούς αιώνες αργότερα. Οι γλώσσες έχουν ομοιότητες στις λέξεις και στους γραμματικούς κανόνες.

… Ο κομμουνισμός διέπρατε ένα έγκλημα. Η Γεωργούλα, η συμμαθήτριά μου, ελληνικής καταγωγής δεν πρέπει να μιλάει την μητρική γλώσσα. Δεν πρέπει να μιλάει την γλώσσα με την οποία έκλαψε και γέλασε στα πρώτα βήματα σ’ αυτό τον κόσμο Γιατί, γιατί, γιατί…

Μπεκίμ Τσαποκου