Η ανάρτηση των δασικών χαρτών της Κρήτης, διαιωνίζει το ανύπαρκτο δασικό πρόβλημα, που ταλαιπωρεί για χρόνια την κοινωνία του νησιού μας, με σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τους πολίτες κυρίως, αλλά και για την ομαλή λειτουργία της διοίκησης και της δικαιοσύνης. Αν και οι χάρτες δεν συνιστούν τίτλο κτήσεως για το δημόσιο, είναι βέβαιο, ότι, σε επόμενο στάδιο, θ’ αποτελέσουν βασικό εργαλείο προβολής αξιώσεων του ελληνικού δημοσίου στη γη της Κρήτης.
Λύση άπαξ και δια παντός, θα έδινε η αναγνώριση από το δημόσιο της απουσίας κάθε δικαιώματος κυριότητος στις δασικές εκτάσεις του νησιού, η αναγνώριση δηλαδή της ιστορικής πραγματικότητας. Χρήσιμο στο σημείο αυτό κρίνω, να υπενθυμίσω συνοπτικά τα παρακάτω:
-Ο ισχυρισμός του δημοσίου, ότι κατέχει γη ως διάδοχο του οθωμανικού δημοσίου
δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά στοιχεία. Το οθωμανικό δημόσιο δεν είχε στην κυριότητα του δάση και δασικές εκτάσεις στο νησί, ως συνέπεια του συστήματος γαιοκτησίας, που ίσχυσε στην Κρήτη από τα πρώτα χρόνια της κατακτήσεως της από τους Οθωμανούς. Κατά το σύστημα αυτό, όλη η γη ήταν «τελείας ιδιοκτησίας εις χείρας των κατοίκων», απελευθερωμένη από τις δεσμεύσεις του οθωμανικού εμπράγματου δικαίου. Ο ιδιωτικός χαρακτήρας της γης της Κρήτης, παρέμεινε πάντα βασικό συστατικό στοιχείο του συστήματος γαιοκτησίας, ώστε η τρέχουσα αμφισβήτηση του, να είναι η πρώτη στη διαδρομή οκτώ περίπου αιώνων.
-Οι γαίες τελείας ιδιοκτησίας, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατέληγαν στην πρόσκαιρη κυριότητα του οθωμανικού δημοσίου για οποιοδήποτε λόγο (π.χ. δημεύσεις περιουσιών), εκποιούνταν αμέσως, καθώς δεν είχαν δέσμευση μη εκποίησης, όπως αντίθετα συνέβαινε στην ηπειρωτική χώρα. Οι εκποιήσεις αυτές, συνήθεις στην Κρήτη της εποχής, επιβάλλονταν από τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα του κράτους και τον τρυφηλό βίο της διοικητικής ελίτ.
-Στις γαίες «τέλειας ιδιοκτησίας» δεν υπήρχε η διάκριση σε ψιλή κυριότητα
(ρεκαμπέ) και διηνεκή εξουσίαση (τεσσαρούφ), απουσίαζε δηλαδή η θεϊκή διάσταση στην κυριότητα. Ακόμη δεν υπήρχαν εγγραφές στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο – παρά μόνο στα φορολογικά κατάστιχα, που αναφέρουν πάντα ονόματα ιδιοκτητών ακόμη και για τα δάση – και δεν συντάσσονταν «ταπία» παραχωρήσεων. Οι μεταβιβάσεις γίνονταν με πρακτικό του ιεροδικείου (διασώζονται αρκετοί τέτοιοι τίτλοι και για δασικές εκτάσεις), στα δικαστήρια όμως γίνονταν δεκτές ακόμη και προφορικές δηλώσεις.
-Ότι, πράγματι κληροδότησε το οθωμανικό δημόσιο στο διάδοχο ελληνικό ως ιδιωτική περιουσία, περιλαμβάνει τρία μόλις κτήματα σ’ όλο το νησί: τη νησίδα Δία στο Ηράκλειο και δύο βοσκοτόπους στα Χανιά. Τα κτήματα αυτά η Κρητική Πολιτεία παρέλαβε και κατέγραψε στο κτηματολόγιο της. Σ’ όλους τους προϋπολογισμούς της περιόδου της Κρητικής Πολιτείας, οι πρόσοδοι των δημοσίων αυτών κτημάτων, εγγράφονται με ασήμαντα ποσά, ως «πρόσοδοι εκ δημοσίων νομημάτων». Την εικόνα αυτή του οθωμανικού κληροδοτήματος, μας παραδίδει ο Νικ. Σταυράκης στο έργο του «Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης» (υποσημείωση της σελίδας 148), επιβεβαιώνεται όμως και από τους προϋπολογισμούς του βιλαετίου Κρήτης της περιόδου της Ημιαυτονομίας.
Όλα τα παραπάνω επαληθεύονται από πλήθος γραπτών στοιχείων, εκτός εκείνων που ανέφερα. Επιβεβαιώνονται και από το γεγονός ότι το δημόσιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, δεν προέβαλλε αξιώσεις κυριότητας σε δασικές εκτάσεις του νησιού. Αντίθετα μάλιστα, αναγνώρισε την ιστορική πραγματικότητα, σε πολλές ευκαιρίες και με επίσημο τρόπο.
Επιβεβαιώνονται ακόμη και από την ισχύουσα σήμερα νομοθεσία. Κατά το άρθρο 62 του δασικού νόμου 998/79 στην Κρήτη δεν ισχύει τεκμήριο κυριότητος, επομένως σε κάθε αντιδικία με ιδιώτη, το δημόσιο οφείλει να προσκομίζει τους τίτλους του. Στο ίδιο άρθρο επίσης αναφέρεται:
«… Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής εκδοθέντα μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος (δι’ ων το Δημόσιον θεωρεί ως ίδια δάση, δασικάς εκτάσεις και χορτολιβαδικά εδάφη των ανωτέρω περιφερειών (στις οποίες περιλαμβάνεται η Κρήτη), καταργούνται αυτοδικαίως, έστω και αν κατέστησαν τελεσίδικα».
Από την αναδρομική κατάργηση όλων, χωρίς εξαίρεση, των πράξεων «δι’ ών το δημόσιο κ.λ.π. . . .», μέχρι την παραδοχή απουσίας δικαιωμάτων του δημοσίου, η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Χρειάζεται μικρή δόση γενναιότητας από πλευράς κυβερνήσεως, για να δοθεί τέλος σε εκκρεμότητα δεκαετιών.
Η σχετική διάταξη θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προστεθεί στο άρθρο 10 του Ν. 3208/03, με την ακόλουθη ενδεικτική διατύπωση:
«Το δημόσιο δεν προβάλλει αξιώσεις στα δάση, δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις της νήσου Κρήτης, με εξαίρεση κτήματα τα οποία κατέχει από: 1. Εξαγορές, απαλλοτριώσεις, παραχωρήσεις κ.λ.π. 2. Δωρεές, αδιάθετες κληρονομίες κ.λ.π. 3. Αδιάθετα κτήματα των παλαιών Εφεδροταμείων. 4. Αδιάθετα κατάλοιπα ανταλλαξίμων εκτάσεων 5. Κτήματα τα οποία απέκτησε ως διάδοχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας με βάση γραπτά αποδεικτικά στοιχεία κ.λ.π.».
Η αναγνώριση της απουσίας δικαιωμάτων από πλευράς δημοσίου, θα έδινε αυτόματα λύση και στο θέμα της χρησικτησίας για τις δασικές εκτάσεις της Κρήτης. Η αναστολή της χρησικτησίας προκύπτει ως ερμηνεία της νομοθεσίας για την προστασία των κτημάτων του δημοσίου. Προφανώς, δεν έχει νόημα η προστασία έναντι χρησικτησίας των δασικών εκτάσεων της Κρήτης, τις οποίες το δημόσιο ουδέποτε κατείχε και για τις οποίες δεν είναι σε θέση να προσκομίσει νόμιμο τίτλο κτήσεως, όπως οφείλει κατά την διάταξη του άρθρου 62 Ν. 998/79.
Βοήθεια στο σημείο αυτό ίσως μπορεί να προσφέρει και η Δικαιοσύνη. Στο παρελθόν, στις αντιδικίες μεταξύ δημοσίου και ιδιωτών, η πλευρά του ιδιώτη διαδίκου, κατά κανόνα δεν αμφισβητούσε το κατ’ αρχήν δικαίωμα του δημοσίου. Στη μόνη περίπτωση που γνωρίζω, στην οποία η πλευρά του ιδιώτη, αμφισβήτησε το δικαίωμα του δημοσίου με κατάθεση στοιχείων, το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του δημοσίου. Μια παρόμοια απόφαση για όλη την έκταση του νησιού, θα ήταν ασφαλώς λύση στο πρόβλημα και θα ασκούσε ισχυρή πίεση στις κυβερνήσεις.
Ένα σοβαρό ζήτημα, που φαίνεται να παραμερίζεται στους αναρτημένους δασικούς χάρτες, συνιστά η ιδιοκτησία των Οργανισμών Αυτοδιοίκησης. Η νομοθεσία της οθωμανικής περιόδου για την Κρήτη, δεν αναγνώριζε την ύπαρξη δημοσίων δασών, αλλά μόνο ιδιωτικών και κοινοτικών. Τα κοινοτικά δάση – δηλαδή όλες οι δασικές εκτάσεις – ανήκαν στους κατοίκους της πλησιέστερης κοινότητας και η διαχείριση τους ρυθμιζόταν από τα άρθρα 92 – 101 του νόμου περί γαιών. Τα κοινοτικά αυτά δάση (μπαλταλίκια) αναγνωρίσθηκαν στις νέες χώρες, ως ιδιοκτησία κατά πλήρη κυριότητα των κοινοτήτων (ν. 2074/20).
Για την Κρήτη, υπάρχει και μεταγενέστερη «παραχώρηση» (άρθρο 51 ν. 4108/29), με την οποία το δημόσιο «παρεχώρησε» όλες τις «αγριάδες» στις κοινότητες του νησιού. Η «παραχώρηση» αυτή, στη συνέχεια περιορίσθηκε με … «ερμηνεία περί της αληθούς εννοίας κ.λ.π.», που περιέχεται στο Ν. 6271/34. Σημειώνω πως κατά τον χρόνο παραχώρησης, το δημόσιο δεν είχε στην κυριότητα του τα παραχωρούμενα ακίνητα, τα οποία αντίθετα, ανήκαν ήδη στην Αυτοδιοίκηση με το Ν. 2074/20.
Οι «παραχωρήσεις» αυτές, αναγνωρίσθηκαν με το άρθρο 10 ΙΙγ του Ν. 3208/03, στην κατηγορία των γαιών για τις οποίες το δημόσιο δεν προβάλλει αξιώσεις κυριότητας. Στους αναρτημένους δασικούς χάρτες, όμως οι εκτάσεις αυτές εμφανίζονται ελάχιστες (με κωδικό αριθ. 6), στοιχείο που γεννά αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των, δεδομένου ότι η «παραχώρηση» ήταν γενικής φύσεως για όλες τις «αγριάδες» σε όλη την έκταση του νησιού, όσες δεν ήταν δεκτικές δασικής εκμετάλλευσης. Αυτό, ανεξάρτητα από την αμφισβητούμενη νομιμότητα αυτής της «παραχώρησης».
Η πολιτική εκπροσώπηση του νησιού έχει πλέον το λόγο, στην προσπάθεια να δοθεί λύση στο πρόβλημα και ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη. Με τη σειρά της η Αυτοδιοίκηση, οφείλει να προσθέσει τη δική της φωνή και να μεριμνήσει, προκειμένου να περισώσει, ότι από την ιδιοκτησία της δεν έχει εκποιηθεί ή καταπατηθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους συλλόγους των νομικών και τα επιμελητήρια. Η συγκυρία των δασικών χαρτών, παρέχει την ευκαιρία, να δοθεί ένα τέλος στην κρατική αυθαιρεσία, που επί δεκαετίες ταλαιπωρεί την κοινωνία της Κρήτης και στερεί το νησί, από ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Η από μέρους του κράτους, αναγνώριση της ιδιαίτερης ιστορικής εξέλιξης της γαιοκτησίας στην Κρήτη, είναι ένα δίκαιο αίτημα, απέναντι σε μια προσπάθεια σφετερισμού ιδιωτικής περιουσίας μεγάλης εκτάσεως. Είναι τέλος χρέος όλων μας, απέναντι σ’ εκείνους με τον μόχθο και τις θυσίες τους, διαμόρφωσαν το σημερινό πρόσωπο του νησιού μας και έβαλαν τις βάσεις για την προκοπή του.
*Ο Γιάννης Δαμιανάκης είναι πολιτικός μηχανικός