Στην σημερινή κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται στην γηραιά ήπειρο και τη Μέση Ανατολή, με την συνεχιζόμενη διένεξη Ρωσίας και Ουκρανίας, την σταδιακή απαγκίστρωση των ΗΠΑ από πρότερες δεσμεύσεις της και την φαινομενικά απόμακρη στάση της Κίνας, απ’ όλα αυτά, πολλοί ειδικά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αναρωτιούνται τι θα μπορούσαν να αντιγράψουν οι ΗΠΑ από την κινεζική πολιτική, καινοτομίες και συμπεριφορές που θα βελτίωναν έτι περαιτέρω τη θέση τους στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αφού σήμερα, ο κυριότερος εχθρός των ΗΠΑ είναι αυτή η συνεχώς και πολλαπλώς ανερχομένη ασιατική χώρα.

Ωστόσο, ισχυρίζονται, αυτό ουδόλως υπαινίσσεται ότι κάποιος πρέπει να δρα ακριβώς όπως άλλοι, αλλά η χώρα τους, αγνοώντας τις πολιτικές από τις οποίες έχουν ωφεληθεί εκείνοι και αρνούμενη να προσαρμοστεί, είναι αναμφίβολα σίγουρος τρόπος για να συνεχίσει να βιώνει απώλειες. Σήμερα, η ανάγκη για αποτελεσματικότερο ανταγωνισμό με την Κίνα είναι ίσως το μόνο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής στο οποίο συμφωνούν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι. Αυτή η συναίνεση διαμορφώνει τον, κατ’ όνομα, αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ, καθοδηγεί την προσπάθεια ενίσχυσης των εταιρικών σχέσεων στην Ασία και ενθαρρύνει έναν διευρυνόμενο εμπορικό πόλεμο υψηλής τεχνολογίας.

Ωστόσο, εκτός από το να κατηγορούν την Κίνα ότι ενσωματώνει τεχνηέντως την τεχνολογία των ΗΠΑ και παραβιάζει προηγούμενες εμπορικές συμφωνίες, αρκετοί πολιτικοί αναλυτές που προειδοποιούν για την άνοδο της Κίνας, σπάνια εξετάζουν τα ειδικότερα μέτρα που την βοήθησαν να πετύχει κυριαρχία σε πολλούς τομείς.

Έτσι, η προσέγγιση στην λειτουργία και στην κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας, ελπίζουν ότι ίσως προσφέρει κάποια χρήσιμα μαθήματα στην Ουάσιγκτον. Σίγουρα, ένα μεγάλο μέρος της ανόδου της Κίνας οφειλόταν σε καθαρά εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Το, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολυπληθέστερο έθνος του κόσμου είχε διαχρονικά τεράστιες δυνατότητες ισχύος, αλλά αυτό το δυναμικό καταπιέστηκε για περισσότερο από έναν αιώνα από βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις ή λανθασμένες μαρξιστικές οικονομικές πολιτικές.

Μόλις οι ηγέτες της εγκατέλειψαν παλιότερες πολιτικές εμμονές και εισήλθαν στα μυστικά και στις βαθύτερες έννοιες της αγοράς, ήταν αναπόφευκτο ότι η ισχύς της χώρας θα αυξανόταν σταθερά. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι προσπάθειες της προηγηθείσας Κυβέρνησης Μπάιντεν να αναπτύξει εθνική βιομηχανική πολιτική, μέσω μέτρων για μείωση του πληθωρισμού, αντικατοπτρίζουν την καθυστερημένη μίμηση των προσπαθειών της Κίνας.

Αλλά η άνοδος της Κίνας δεν οφείλεται αποκλειστικά στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις ή στον εφησυχασμό της Δύσης. Έχει διευκολυνθεί τα μέγιστα από την ευρεία προσέγγισή της στην εξωτερική πολιτική, την οποία οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης καλό θα ήταν να μελετήσουν σοβαρά. Εν πρώτοις, η Κίνα έχει αποφύγει τα δαπανηρά αδιέξοδα που έχουν παγιδεύσει επανειλημμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Παρ’ όλο που η δύναμή της έχει αυξηθεί, διστάζει να αναλάβει δυνητικά δαπανηρές δεσμεύσεις στο εξωτερικό. Δεν υποσχέθηκε άμεση εμπλοκή για να υπερασπιστεί το Ιράν, για παράδειγμα, ή για να προστατεύσει τους διάφορους οικονομικούς εταίρους της στην Αφρική, την Λατινική Αμερική ή την Νοτιοανατολική Ασία. Προμηθεύει τη Ρωσία με στρατιωτικά πολύτιμες τεχνολογίες έναντι υψηλού τιμήματος, αλλά δεν στέλνει θανατηφόρα όπλα, στρατιωτικούς συμβούλους, ούτε δικά της στρατεύματα εκεί για να την βοηθήσει να κερδίσει τον πόλεμο. Ο Σι Τζινπίνγκ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν μπορεί να αναφέρονται στη συνεργασία τους, αλλά η Κίνα συνεχίζει να κάνει σκληρές διαπραγματεύσεις στις συναλλαγές της με τη Ρωσία, κυρίως απαιτώντας να αποκτήσει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε τιμές ευκαιρίας, αφού η ευρωπαϊκή αγορά για τους Ρώσους θα παραμένει, άγνωστο για πόσο ακόμα, κλειστή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, επιδεικνύουν περίεργη εμμονή πάνω στην κινούμενη άμμο της εξωτερικής πολιτικής, ανατρέποντας δικτάτορες ή ξοδεύοντας τρισεκατομμύρια δολάρια προσπαθώντας να εξάγουν τη δική τους κουλτούρα και δημοκρατία σε μέρη όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ ή τη Λιβύη. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ηγέτες των ΗΠΑ εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αποτελεί επίτευγμα της εξωτερικής τους πολιτικής, κάθε φορά που αναλαμβάνουν την προστασία μιας ακόμη χώρας, ακόμη και όταν αυτή έχει περιορισμένη στρατηγική αξία ή δεν μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην προώθηση των συμφερόντων τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον επίσημα δεσμευμένες να υπερασπίζονται περισσότερες χώρες από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία τους, και η προσπάθεια να εκπληρώσουν αυτές τις δεσμεύσεις βοηθά στην εξήγηση γιατί ο «αμυντικός» προϋπολογισμός των Η.Π.Α. είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον της Κίνας.

Αν δεν προσπαθούσαν να επιβληθούν σε ολόκληρο τον κόσμο, ισχυρίζονται πολλοί, ίσως οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να διαθέτουν σιδηροδρομικές, αστικές συγκοινωνίες και υποδομές αεροδρομίων παγκόσμιας κλάσης, όπως έχει η Κίνα, καθώς και χαμηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα. Αυτό δεν είναι, φυσικά, επιχείρημα του σημερινού προέδρου για την απειλούμενη αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και την αποκοπή όλων των αμερικανικών δεσμεύσεων από τους συμμάχους, αλλά υποδηλώνει ότι πρέπει να είναι κάπως προσεκτικότεροι στις όποιες δεσμεύσεις. Ένα σχετικό μάθημα έλαβε η Ευρώπη με τις ανακοινώσεις του νέου πλανητάρχη, που επιμένει ότι οι σύμμαχοί τους πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Αφού η Κίνα μπορεί να γίνει ισχυρότερη και πιο επιδραστική χωρίς να δεσμεύεται να προστατεύσει δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο, γιατί δεν μπορεί η Αμερική, αναρωτιούνται σήμερα πολλοί, εκεί στον νέο κόσμο!

Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας