Περπατώ στους δρόμους στο Μεγάλο Κάστρο, αρά κι’ απού γροικώ την ελληνική γλώσσα.

Βλέπω ανθρώπους μελαμψούς, να βαταλαλούν στα κινητά, με κελεμπίες και φέσια, απ’ όλα τα μιλέθια της γης. Γκαστρωμένες γυναίκες με φερετζέ να σέρνουν πολλά κοππέλια όπως η όρνιθα στις παιδικές μου μνήμες, έσερνε τα κλωσσόπουλά της.

Στα χωριά μας τα δημοτικά σχολεία δεν λειτουργούν, το μόνο που βλέπεις είναι γεροντοπαλίκαρα με κασωμένους γιακάδες στα πουκάμισά τους αφού οι κοπελιές μεταξεσύρανε στις μεγάλες πόλεις, στις καφετέριες για να βρούνε γαμπρούς από την πόλη, που έχουνε χέρια αφράτα ωσάν τη φρατζόλα.

Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, ρωτήστε την Αρχιεπισκοπή:

Κάθε ντις και ντάη, οι νέοι μας σκοτώνονται στους δρόμους, βαρύς ο φόρος αίματος για την Κρήτη.

Κι όσα παιδιά μας σπουδάσουνε φεύγουνε και αφήνουν την πατρίδα μας στα κρύα του λουτρού.

Τ’ αρχοντικά στα χωριά είναι ρημαγμένα, η αγροτική παραγωγή μας γίνεται μόνο από Αλβανούς, Βούλγαρους και Πακιστανούς.

Τα πολιτικά μας κόμματα έχουν να αντιμετωπίσουν συμμορίες και σπείρες που έχουν για ορμητήρια τα πανεπιστήμιά μας διαθέτοντας όπλα και ναρκωτικά, καλύπτοντάς τα πρόσωπα τους με κουκούλες.

Σε λίγο θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια της ελευθερίας μας. Όμως… εγώ θωρώ πως έχουμε κακά θεμέλια, ωσάν το ξεροτρόχαλο που χτίζουνε κοπέλια.

 

*Ο Νίκος Σκουραδάκης  είναι από τους Ασσυρώτους, το σημερινό Κρυονέρι  Μυλοποτάμου