Πολλά αλλάζουν στο εσωτερικό των αμερικανικών πόλεων, ειδικά μετά τη νίκη του Ζοχράν Μαμντάνι στον Δήμο της Νέας Υόρκης. Τώρα, αρχίζει να διαφαίνεται ότι η μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ, δημιουργείται από τους πολίτες των αστικών περιοχών.

Έχοντας βιώσει την πανδημία και τις άλλες πρόσφατες αναταραχές, πόλεις όπως το Σιάτλ, Σαν Φρανσίσκο, Λος Άντζελες, Μινεάπολη, Σικάγο και κυρίως η Νέα Υόρκη, αντί να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις σχετικά με την ποιότητα ζωής και την οικονομική βιωσιμότητα, υιοθετούν πολιτικές στήριξης των αποκαλούμενων προοδευτικών δυνάμεων. Στο Μεγάλο Μήλο, ο Ζοχράν Μαμντάνι, ένας σοσιαλιστής που κατέβηκε ως Δημοκρατικός, νίκησε εύκολα τον πρώην κυβερνήτη Άντριου Κουόμο, ο οποίος έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος, αφού δεν κατάφερε να εξασφαλίσει το χρίσμα των Δημοκρατικών.

Οι αριστεροί έχουν επίσης σημειώσει πρόσφατες νίκες και σε μικρότερες πόλεις. Είναι δύσκολο, να φανταστούμε πώς πολιτικοί όπως ο Μαμντάνι, ακολουθώντας την πλατφόρμα των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών, θα εφαρμόσουν την αποκαλούμενη κοινωνική ιδιοκτησία σε μια χώρα βαθιά καπιταλιστική. Οι πολίτες μπορεί να μην ανταποκριθούν στις προχωρημένες προτάσεις του Μαμντάνι, ή να θεωρήσουν την νεοϋορκέζικη Αστυνομία εμπόδιο στις ελευθερίες των κουίρ.

Οι υπερασπιστές του, εμμένουν στην άποψη ότι έχει αποκηρύξει τέτοιες απόψεις από τότε που τις εξέφρασε στην εποχή της πανδημίας Covid, και ακόμα του Black Lives Matter, δηλαδή στην περίοδο του κοινωνικού κινήματος, του 2013, κατά της αστυνομικής βίας λόγω του συστημικού ρατσισμού κατά των μαύρων, με αποκορύφωμα τις γνωστές διαμαρτυρίες που ακολούθησαν.

Αλλά έκτοτε οι δηλώσεις του, δίνουν την εντύπωση κάποιας ειλικρίνειας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η απότομη αριστερή στροφή έρχεται, καθώς οι πόλεις χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους. Σήμερα, οι μεγάλες πόλεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 15% του πληθυσμού των ΗΠΑ, από το ένα τέταρτο του 1950, ενώ τα προάστια και τα περίχωρα των πόλεων, έχουν δει εκρηκτική ανάπτυξη τελευταία, αντιπροσωπεύοντας το 86% του μητροπολιτικού πληθυσμού, από 13% στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ακόμα, οι πόλεις χάνουν τον κάποτε κυρίαρχο οικονομικό τους ρόλο. Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, με ιστορικά εδραιωμένη παρουσία στις μεγάλες πόλεις, επανεξετάζουν τώρα τις στρατηγικές τους στον τομέα των ακινήτων, μειώνοντας τον αριθμό των γραφείων τους, αφού μέχρι και το ένα τρίτο του αστικού εργατικού δυναμικού θα μπορούσε να εργάζεται εξ αποστάσεως.

Αυτές, ακριβώς, οι συνθήκες βοήθησαν στη δημιουργία μιας νέας αστικής δημογραφίας ευνοϊκής για τους ακροαριστερούς πολιτικούς των πόλεων, όπως ο Μαμντάνι. Στα αστικά κέντρα παρατηρήθηκαν απώλειες θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης και της διοίκησης, όπως η Νέα Υόρκη, όπου χάθηκαν κάπου ογδόντα χιλιάδες θέσεις εργασίας μεσαίου εισοδήματος την τελευταία πενταετία, ενώ του υψηλού και χαμηλού εισοδήματος αυξήθηκαν.

Αυτό έχει συμβαδίσει με την έξοδο εθνοτήτων μεσαίας και εργατικής τάξης, όπως Ιταλών, Ιρλανδών, Εβραίων, Αφροαμερικανών και Πορτορικανών προς τα φτηνότερα προάστια. Η αποχώρησή τους αποτέλεσε φυσικά ευλογία για την αριστερά που υποστηρίζει τον Μαμντάνι, ενώ οι υπόλοιποι ψηφοφόροι μεσαίας και εργατικής τάξης συνέχισαν σε μεγάλο βαθμό να υποστηρίζουν τον Κουόμο, τουλάχιστον μέχρι τώρα.

Χρεωμένοι στα πανεπιστήμια, οι ψηφοφόροι με υψηλή μόρφωση αλλά χαμηλούς μισθούς, αποτελούν την πρωτοπορία της αριστεράς σε πολλές πόλεις. Αρκετοί υιοθέτησαν ριζοσπαστικές θέσεις εχθρικές προς το Ισραήλ και τους Εβραίους, ειδικά τους μεγαλύτερους ηλικιακά, οι οποίοι παλιότερα έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική ζωή. Ο κάποτε ράπερ Μαμντάνι, γνωρίζει καλά πώς να προσελκύσει αυτή την αναδυόμενη τάξη.

Οι ακριβές προτάσεις του για δωρεάν φροντίδα παιδιών σε σταθμούς, μπορεί να φαίνονται φιλικές προς την οικογένεια, αλλά πολλοί από αυτούς τους ψηφοφόρους είναι απίθανο να αποκτήσουν παιδιά, αφού η πλειοψηφία των κατοίκων του Μανχάταν είναι άγαμοι και πολλοί δεν θα παντρευτούν ποτέ.

Οι σοσιαλιστές ακτιβιστές παρουσιάζονται, γενικώς, εκεί όπου έχουν λιγότερα παιδιά, όπως στις αναβαθμισμένες περιοχές του Κουίνς και του Μπρούκλιν, τη βόρεια πλευρά του Σικάγο και στις μοντέρνες περιοχές του δυτικού Λος Άντζελες. Όσοι πάλι διαδηλώνουν υπό το λάβαρο των ΛΟΑΤΚΙ+, διαδραματίζουν επίσης σημαίνοντα ρόλο σε αυτά τα κινήματα.

Ο Μαμντάνι, παρά το μουσουλμανικό του υπόβαθρο και την φιλοπαλαιστινιακή του ταυτότητα, περιπλανήθηκε έξυπνα σε φιλικές προς τους ομοφυλόφιλους περιοχές του Μανχάταν, του Μπρούκλιν και του Κουίνς.

Αυτό που ενοχλεί περισσότερο τη νέα επαγγελματική τάξη φαίνεται να είναι και τα υψηλά ενοίκια. Τα προγράμματα του Μαμντάνι, τουτέστιν πάγωμα ενοικίων, δωρεάν λεωφορεία, περιορισμοί στις εξώσεις και τα συναφή, έχουν σχεδιαστεί για να επιτρέψουν στους κατοίκους των πόλεων να παραμένουν σε αυτές, αντί να μετακομίζουν σε λιγότερο δαπανηρές περιοχές.

Αριστεροί σχολιαστές βλέπουν την συγκεκριμένη ταξική προσέγγιση ως δρόμο προς την εξουσία, ακόμη και ως το καλύτερο υποκατάστατο της πολιτικής της προηγούμενης δεκαετίας. Παρεμφερείς οικονομικές πιέσεις ριζοσπαστικοποιούν τους χίπστερ (hipsters), αυτή την σύγχρονη υποκουλτούρα που συνδέεται με την απόρριψη του κυρίαρχου πολιτισμού.

Αντιμετωπίζουν μια αγορά εργασίας που γίνεται όλο και δυσκολότερη, αφού μόλις οι μισοί κάτω των τριάντα ετών έχουν θέσεις πλήρους απασχόλησης, ακόμη και εκείνοι με ακριβά πτυχία. Οι θέσεις εργασίας τους απειλούνται τελευταία από την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών, των επιχειρηματικών υπηρεσιών και των δημιουργικών επαγγελμάτων που ιστορικά συγκεντρώνονταν στα αστικά κέντρα.

Ο πρόεδρος Τραμπ, για πολλούς, φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την παρατηρούμενη σοσιαλιστική καταιγίδα. Ακόμα και υπό τη νέα διακυβέρνηση, πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, θα συνεχίσουν να προσελκύουν νέους επαγγελματίες, ελίτ που ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο και δημιουργούς πολιτισμού, καθώς και ορισμένους μετανάστες.

Στην πόλη αυτή, ενώ ο πληθυσμός μειώνεται, οι πολύ πλούσιοι κάτοικοι, ενισχυμένοι από την χρηματιστηριακή αγορά, συνεχίζουν να ξοδεύουν πλουσιοπάροχα, ενώ καταφτάνουν καθημερινά αμέτρητοι τουρίστες, θαυμάζοντας τα λαμπερά φώτα, τους χαρακτήρες των δρόμων και τα αξιοσημείωτα πολιτιστικά αγαθά που έχτισαν προηγούμενες γενιές.

Ωστόσο τώρα, η καινούργια δημοτική διακυβέρνηση ίσως μειώσει τη χρηματοδότηση του τρέχοντος κόστους, πόσο μάλλον να προχωρήσει σε φιλόδοξα σχέδια αναδιανομής. Ο Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι απίθανο να προσφέρουν μεγάλη βοήθεια για δημόσιες συγκοινωνίες ή να χρηματοδοτήσουν νέες υπηρεσίες της πόλης.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς πόλεις όπως αυτή, μπορούν να αυξήσουν τις δαπάνες χωρίς να κρατήσουν εκείνους τους ανθρώπους. Μεταξύ 2011 και 2021, οι Νεοϋορκέζοι με ακαθάριστο εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων αποτελούσαν κατά μέσο όρο το 0,7% όλων των φορολογουμένων, αλλά πλήρωσαν το 42,4% του δημοτικού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Μεταξύ 2018 και 2022, η πόλη έχασε περίπου δέκα δισεκατομμύρια δολάρια σε έσοδα, που κατευθύνθηκαν προς τη νότια Φλόριντα. Ακόμα και ο Άντριου Κουόμο ορκίστηκε να πράξει το ίδιο σε περίπτωση που έχανε. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι νίκες των σοσιαλιστών θα μπορούσαν να αποδειχθούν ευλογίες για τα μέρη αυτά που έγιναν ορόσημα για όσους εγκαταλείπουν μέρη, όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο.

Το Ντάλας, τώρα, αναπτύσσει χρηματιστήριο για να ανταγωνιστεί τη Γουώλ Στριτ και αρχίζει ήδη να εξετάζει μια δημαρχία τύπου Μαμντάνι ως ιδανικό μέσο μάρκετινγκ. Κάποιοι συντηρητικοί, ωστόσο, μπορεί να πανηγυρίζουν για τη ριζοσπαστικοποίηση των πόλεων στην προοπτική του ασφυκτικού ελέγχου των Δημοκρατών από την αριστερά, αλλά σίγουρα αγνοούν τις υποκείμενες δυνάμεις που ενισχύουν τον σοσιαλισμό, ιδίως το κόστος ζωής και τις μειωμένες προοπτικές απασχόλησης για τους νέους, οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να εξαπλωθούν πέρα από τις ριζοσπαστικές πόλεις.

Ωστόσο, αντί η άνοδος της «ριζοσπαστικής πόλης» να αποτελεί ευλογία για τους συντηρητικούς, πιθανόν να αποδειχτεί απώλεια για τη χώρα που μπορεί να αντιστραφεί μόνο με την ανάδυση σοβαρής πραγματιστικής λογικής.

Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας