Το φετινό Φθινόπωρο θα έχει έναν παραπάνω λόγο να είναι μελαγχολικό.
Την περασμένη Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το θάνατο του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Ένας χρόνος από τη μέρα που ο Μίκης όλης της Ελλάδας, ο εμβληματικός παγκόσμιος Έλληνας, πέρασε στην αθανασία, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο έργο, μια πολύτιμη παρακαταθήκη για την τέχνη και τον πολιτισμό της χώρας μας.
Οι επαναστατικές μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη που ενέπνευσαν έναν αιώνα αγώνων του λαού μας, και συνεχίζουν να εμπνέουν μέχρι σήμερα, ήχησαν στο χώρο των Παλιών Φυλακών του Ωρωπού, σε συναυλία-αφιέρωμα που διοργάνωσε το ΚΚΕ την περασμένη Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου, στη μνήμη του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη.
Εκεί, στο χώρο όπου και ο ίδιος φυλακίστηκε από τον Οκτώβρη του 1969 μέχρι τον Απρίλη του 1970 από τη δικτατορία, έχοντας ήδη φυλακιστεί, τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό και στη συνέχεια εξοριστεί μαζί με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας. Τις διώξεις βεβαίως ο Μίκης Θεοδωράκης τις είχε βιώσει και νωρίτερα, το 1947, όταν εξορίστηκε στην Ικαρία, και στη συνέχεια το 1949, όπου μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου και βασανίστηκε φριχτά.
Πολλές και ποικίλες ήταν οι εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν φέτος σε ολόκληρη τη χώρα, τιμώντας τον έναν χρόνο μνήμης από το θάνατο του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη. Όμορφα φωτίστηκε και η κυριακάτικη νύχτα στο πληγωμένο Αρκαλοχώρι, με την παρουσία εκεί δύο εμβληματικών ερμηνευτών των έργων του, της Μαρίας Φαραντούρη και του Μανώλη Μητσιά. Ο Μίκης δεν έχει ανάγκη μνημοσύνων. Εμείς νιώθουμε την ανάγκη να τον τιμάμε και να τον κουβαλάμε εντός μας, γιατί θα είναι πάντα η φωνή της Ελλάδας μέσα στη νύχτα! Όλα τα αφιερώματα για τον Μίκη, είναι υποσχέσεις που δίνουμε στα παιδιά μας…
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1925 στη Χίο. Έζησε μια ζωή μυθική και περιπετειώδη. Ανυπότακτη πάντα φύση ο ίδιος, συμβατή όμως με την έμπνευση και τη δημιουργία, αποτέλεσε ένα σπάνιο φαινόμενο δημιουργού, που το έργο του διαπερνά το μέλλον κάθε εποχής. Ο μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης «σήκωσε» έναν ολόκληρο λαό όρθιο να τραγουδάει τους στίχους του Ρίτσου, του Γκάτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Λειβαδίτη, του Καμπανέλλη, του Νερούντα και τόσων άλλων μεγάλων ποιητών, κάνοντας γνωστή τη μουσική, τις αξίες και τον πολιτισμό μας στα πέρατα της οικουμένης.
Περισσότερα από 50 τραγούδια-σταθμούς του Μίκη Θεοδωράκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, σε μια πανδαισία πολιτισμού όπου συνυπάρχουν η μουσική, το θέατρο, ο χορός και ο κινηματογράφος. Από τους «Λιποτάκτες» στον «Επιτάφιο», από το «Άξιον εστί» μέχρι τη «Ρωμιοσύνη» και το «Canto General», o Θεοδωράκης δημιουργεί και καθορίζει την ανανέωση του ελληνικού τραγουδιού.
Τα τραγούδια του Μίκη γίνονται γρήγορα κτήματα της ανάγκης να εκφραστεί ελεύθερα ένας ολόκληρος λαός. Τα ποιητικά έργα «ντυμένα» με την επαναστατική μουσική του Θεοδωράκη, μετουσιώνονται σε εγερτήρια άσματα, σε ελεγείες και σε ύμνους ηρώων.
Γιος του Κρητικού Γιώργη Θεοδωράκη, από τον Γαλατά Χανίων, και της Ασπασίας Πουλάκη, από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, ο Μίκης Θεοδωράκης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας, όπως τη Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, τον Πύργο Ηλείας, την Πάτρα και την Τρίπολη Αρκαδίας, εξαιτίας των αλλεπάλληλων μεταθέσεων του πατέρα του, που ήταν δημόσιος υπάλληλος.
Το πάθος του Μίκη Θεοδωράκη για τη μουσική αναδείχθηκε από τα παιδικά του κιόλας χρόνια. Το 1937, στα 12 χρόνια του, εγγράφεται και φοιτά στο Ωδείο της Πάτρας, απ’ όπου παίρνει και τα πρώτα θεωρητικά του μαθήματα στη μουσική, ενώ ταυτόχρονα μαθαίνει βιολί. Σε ηλικία 13 χρονών γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Από νεαρή ηλικία αισθάνεται και εκφράζει την απέχθειά του απέναντι στην καταπίεση και τον φασισμό, πράγμα το οποίο συντελεί στην αυθόρμητη στράτευσή του στην Μαρξιστική ιδεολογία. Προσηλωμένος στο όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και της ισοτιμίας, που εξέφραζαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ο Μίκης Θεοδωράκης εντάχθηκε και στρατεύτηκε στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, ενώ έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Νομική της Αθήνας. Στην Αθήνα επίσης, ο Μίκης γνώρισε τη Μυρτώ Αλτίνογλου, ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ. Δέκα χρόνια αργότερα, η γυναίκα αυτή θα γίνει σύζυγός του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης συμμετείχε ενεργά σε όλες τις μεγάλες μάχες και στην ηρωική αντίσταση του λαού μας στην κρίσιμη ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944. Οι μέρες αυτές σημάδεψαν βαθιά την ψυχή του Μίκη, ώστε να δηλώσει ο ίδιος τον Μάρτη του 2015: «Στον τάφο μου θέλω να γράφει: ”Πολέμησε τον Δεκέμβρη”. Πάντα είχα μέσα μου τον ήχο της μάχης». Λίγο μετά την απελευθέρωση, περίμεναν τον Μίκη Θεοδωράκη, τέσσερεις περίοδοι δοκιμασίας. Το 1947 η εξορία του στην Ικαρία. Το 1948 η παράνομη δράση του στην Αθήνα. Το 1948-49 η εξορία του και πάλι στην Ικαρία. Το 1949-50 η Μακρόνησος.Η στέρηση της ελευθερίας του, οι κακουχίες, οι βασανισμοί, η ωμή βία και ο φόβος του μαρτυρίου και του θανάτου, διαμόρφωσαν τον ψυχικό κόσμο του Μίκη, ενώ όλα αυτά αποτέλεσαν πλούσιο υλικό και έμπνευση για την τεράστια δημιουργία που ακολούθησε.
Το ένα έργο έφερνε το άλλο, δημιουργώντας ολοένα και περισσότερους δεσμούς και έναν διαρκή δημιουργικό διάλογο, ανάμεσα στα έργα του και το πλατύ ελληνικό κοινό.
Σε εκείνες τις στιγμές της απομόνωσής του, οι απουσίες μετατρέπονται σε παρουσίες, ο μονόλογος σε διάλογο, το όνειρο σε υπόσχεση και ο θρήνος σε τραγούδι.
Οι συνεχείς διώξεις του Μίκη Θεοδωράκη που ξεκίνησαν από το 1961, καταδεικνύουν το γεγονός ότι οι εξουσίες τον θεωρούσαν ανέκαθεν επικίνδυνο. Όσο μάλιστα μεγάλωνε η αποδοχή του μέσα στο λαό, τόσο πιο επικίνδυνος θεωρούνταν ο ίδιος. Ύστερα ήρθε η χούντα για την οποία αποτέλεσε «κόκκινο πανί» ο Μίκης. Απαγόρευσε την κυκλοφορία κάθε έργου του, ενώ τον ίδιο τον φυλάκισε και τον εξόρισε. Στα χρόνια της χούντας του 1967 περνάει στην παρανομία. Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθούν φυλακίσεις, κατ’ οίκον περιορισμοί και εκτοπίσεις.
Καταλήγει στις φυλακές Ωρωπού όπου η υγεία του επιδεινώνεται. Μετά από τη θύελλα των διαμαρτυριών και τη συγκρότηση επιτροπών από διεθνείς προσωπικότητες που ζητούσαν επιτακτικά την απελευθέρωσή του, ο Θεοδωράκης αποφυλακίστηκε το 1970 και έφυγε για το Παρίσι.
Τα περισσότερα έργα του Μίκη γράφτηκαν κάτω από συνθήκες διωγμών: «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» (Γενική Ασφάλεια), «Επιφάνια Αβέρωφ» και «Μυθιστόρημα» (Φυλακές Αβέρωφ), «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τραγούδια του Αντρέα», «Νύχτα θανάτου», «Τα Λαϊκά» (Βραχάτι-κατ’ οίκον περιορισμός), «Δέκα Αρκαδίες»-και ανάμεσά τους το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού – (εξορία – Ζάτουνα), «Raven» και «Τραγούδια του Αγώνα» (στρατόπεδο Ωρωπού), «Canto General» και «Μπαλάντες» , «Επιτάφιος» (εξόριστος στο Παρίσι). Στην εισαγωγή του βιβλίου του με τον τίτλο «Να μαγευτώ και να μεθύσω», (Εκδόσεις Λιβάνη), ο Μίκης γράφει: «Δεν είμαι ποιητής. Όμως, όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν».
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται, να αγωνίζεται και να αντιτίθεται στο άδικο. «Κρατούσε πάντα τη “λάμπα” ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθουνε, να βρουν συντροφιά…», κάνοντας έργο και πράξη τους υπέροχους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Έφυγε από τη ζωή «σαν κομμουνιστής» – σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία στην πολιτική του διαθήκη – σε ηλικία 96 χρόνων, στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
Ο Μίκης ταξίδεψε, πήγε στον άλλο κόσμο, αλλά «δεν έγινε σύννεφο, ούτε άστρο πικρό της χαραυγής», τηρώντας το πρόσταγμα του μεγάλου μας ποιητή Νίκου Γκάτσου, σε ένα από τα πολύ όμορφα ποιήματά του, που μελοποίησε ο ίδιος ο μεγάλος μας δημιουργός. Έγινε φεγγαροδροσιά, που πέφτει τα μεσάνυχτα στη διψασμένη αυλή μας…