Η πόλη μας, το Ηράκλειο, από τα παλιά χρόνια θεωρούταν μια διψασμένη πόλη. Μέχρι τον 17ο αιώνα οι κάτοικοί της υδρεύονταν από δεξαμενές, πηγάδια και κάποιες κρήνες που υπήρχαν. Φανερή πολλές φορές η έλλειψη νερού, ανάγκαζε τους κατοίκους να το αγοράζουν από πωλητές νερού που το έφερναν σε τουλούμια από τα πηγάδια του Κατσαμπά.
Έτσι ο διψασμένος Χάνδακας αναζητούσε και με το παραπάνω αυτό το τόσο πολύτιμο φυσικό αγαθό, ώσπου στις 25 Απριλίου 1628, γιορτή του τότε πολιούχου της πόλης Αγίου Μάρκου, (φαίνεται ότι αργότερα ήρθε η σειρά του Αγίου Μηνά να είναι ο πολιούχος της πόλης μας, γιατί βρισκόμαστε σε περίοδο Βενετοκρατίας), από τα στόματα της κρήνης, από τα λιοντάρια, άρχισε να τρέχει άφθονο νερό. Ένα πραγματικό δώρο του γενικού προβλεπτή Φραγκίσκου Μοροζίνι προς τους κατοίκους του Χάνδακα που τελείωσε μέσα σε 14 μήνες.
Αυτό το νερό προερχόταν από πηγές βορείων πλαγιών του Γιούχτα. Σήμα κατατεθέν της πόλης μας λοιπόν τα λιοντάρια, που τόσα είδαν, άκουσαν και υπέστησαν τόσα χρόνια τώρα! Τέτοιες μέρες, με τις ανυπόφορες ζέστες του καλοκαιριού, μας δροσίζουν, καλωσορίζουν τον κάθε περαστικό και επισκέπτη, χαρίζοντας μια όαση δροσιάς!
Ξεφυλλίζοντας το πλούσιο αρχείο εφημερίδων της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, έρχομαι κάποιες δεκαετίες πίσω, στις αρχές περίπου της δεκαετίας του εξήντα και διαβάζω τις χρονογραφικές σημειώσεις του διευθυντή της Μεσογείου Αριστοτέλη Γραμματικάκη, που με τον δικό του μοναδικό και χαρισματικό τρόπο μας αφιερώνει.
Έχουν σχέση κι αυτές με τον Μοροζίνη, τον Μοροζίνη της μπύρας, της δροσιάς και της απόλαυσης:
«Σαν μαρμαρόκτιση, πλουμοσκάλιστη, κομψή βρυσούλα στην πλατεία ενός χωριού, που τρέχει γάργαρο παγωμένο νερό, και περνάν τα ζεστά καλοκαίρια οι άνθρωποι απ’ εμπρός της και απλώνουν τις απαλάμες τους και δροσίζονται, μοιάζει το ημιϋπαίθριο μπαρ που κούρντισε τελευταία ο κ. Κυπριωτάκης στη νότια γωνία της πλατείας Νικηφόρου Φωκά.
Στο πάλαι ποτέ Μεϊντάνι. Αλλά μόνο μοιάζει; Είναι πραγματική βρυσούλα. Με τη διαφορά – αχ αυτή η διαφορά πόσο σημαντική είναι- ότι δεν τρέχει γάργαρο δροσιστικό νερό που το προσφέρει ο καλός Θεός δωρεάν και άφθονο σε όλους. Τρέχει παγωμένη και δροσιστική μπύρα που την φτιάχνουν οι άνθρωποι και την πουλάν στάλα – στάλα, με το ποτήρι. Και οι άνθρωποι δεν είναι Θεοί. Άνθρωποι είναι. Και σαν τέτοιοι θέλουν παράδες για να σου δώσουν τη μπύρα.
Μια φορά δεν είναι άσχημη η έμπνευσις. Στην πλατεία Νικηφόρου Φωκά βράζει τα μεσημέρια και τα βραδυνά η κίνησις. Βράζει και καίει. Οι πολίτες πηγαινοέρχονται βιαστικοί, ιδρώνουν, ζεσταίνονται, αγωνιούν, διψούν καθώς περιπλανώνται στεγνοί και ξαναμμένοι στη Σαχάρα της βιοπάλης. Για όασι λοιπόν μπορεί να το πάρουμε αυτό το μικροσκοπικό μπάρ.
Για όασι, από την οποίαν περνώντας όσοι διαθέτουν μερικές δραχμές θα μπορούν να δροσισθούν και ταυτόχρονα να αποκτήσουν την απαραίτητη για την συνεχή βιωτική μάχη ευδιαθεσία, που φέρνει το λιγοστό οινόπνευμα που περιέχεται μέσα στο ποτήρι της μπύρας».
Τα παραπάνω όλα αυτά, γύρω από την αναζήτηση δροσιάς διαδραματίζονται στο κατάστημα-μπαρ του Κυπριωτάκη.
Όμως δεν κατέχει αυτός τον τίτλο του Οασοδερβίση της πλατείας του συντριβανιού – Μεϊντανιού. Ο αρθρογράφος μάς κάνει λόγο για κάποιον προκάτοχό του, σε παλιότερες εποχές, τον Μανούσο. Ο Μανούσος είχε κρεμάσει στην πλάτη του μια ωραιότατη πολυστόλιστη μπιχλιμπιδωτή συσκευή γεμάτη από γλυκό δροσιστικό χαρουπόζουμο.
Ο Μανούσος με την τόσο γλυκιά και όμορφή φωνή του, την γεμάτη ρωμαντισμό μιας αξέχαστης εποχής, προέτρεπε τους μουστερήδες να δροσιστούν:
«Τρέξτε παιδιά να πιήτε, μπούζι να δροσιστήτε,
γιατί ‘ναι κρύο κρύο, στο πενταράκι δύο.
Γιατί ‘ ναι με κανέλλα, το φτιάχνει μια κοπέλα,
γιατί ‘ναι με λεμόνι, τα χείλη σας παγώνει»!
Αυτός ήταν ο Μανούσος, που περιφέροταν με το ωραίο μπιχλιμπιδωτό μπρούτζινο μπουζοντεπόζιτό του, με τις βρυσούλες του και τα κουδουνάκια του, έλαμπε στον
ήλιο και προκαλούσε ρυθμικά τη διψασμένη του πελατεία:
«Πάρτε παιδιά να πιήτε, μπούζι να δοσιστήτε».
Σήμερα οι «Μοροζίνηδες» έχουν πραγματικά πληθύνει και οι άνθρωποι εύκολα μπορούν να δροσιστούν, τόσο με τη μπύρα, αλλά και με διάφορα άλλα ποτά, συνήθως
ξενόφερτα, που η δροσιά τους συνήθως είναι πρόσκαιρη.
Άσε βέβαια που υπάρχουν τα κλιμαστικά, οι ανεμιστήρες που παρ’ όλο το φάσμα της κλιματικής αλλαγής που βίαια επέρχεται, προσπαθούν να μας δροσίσουν, μέσα
στις μεγάλες κάψες του καλοκαιριού!