Θέλω να σας πάρω μαζί μου σε μια βόλτα στον χρόνο με τη βοήθεια της λογοτεχνίας· να βγούμε νοερά έξω από την εκκλησία, να περάσουμε απέναντι, στη μεριά της θάλασσας, και να παρακολουθήσουμε τη μάχη ενός πιστού με το Κακό, εκεί επάνω στα βράχια, «σιμά του μοναστηρίου του αγίου Πέτρο» το μακρινό έτος 1599, και να δούμε το θαύμα που έκανε η Παναγία σε έναν στρατιώτη που την ευλαβούνταν.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Κατά το διάστημα από τον Μάρτιο του 1592 μέχρι τον Αύγουστο του 1593 μαστίζει τον Χάνδακα το «Μεγάλο Θανατικό», η φοβερή αρρώστια πανούκλα ή πανώλη. Πρόκειται για μια επιδημία πολύ καλά τεκμηριωμένη από ιστορικές και γραμματειακές πηγές, η οποία άφησε τεράστιο αντίκτυπο στην πόλη και το νησί ευρύτερα, καθώς μάλιστα εξακολούθησε να έχει θύματα για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη. Όταν εντέλει η αρρώστια τιθασεύτηκε και εξαλείφθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1595, ο Χάνδακας βρέθηκε με το ήμισυ του αρχικού πληθυσμού του, καθώς είχαν πεθάνει σχεδόν 14.000 άτομα.
Ανάμεσα στους επιζήσαντες ήταν ο ορθόδοξος (ή ίσως ουνίτης) ιερέας Ιωάννης Μορεζήνος, εφημέριος στην οικογενειακή εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης, περίπου στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το Πολιτιστικό Κέντρο. Ο Μορεζήνος γεννήθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα και πέθανε το 1713, ήταν δηλαδή ακριβώς συνομήλικος με τον, επίσης Χανδακινό, διάσημο ζωγράφο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (1541-1614) και με τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Γεώργιο Χορτάτση (περ. 1550-1610). Ο ευλαβής ιερέας απέδωσε σε θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας τη σωτηρία του από τη μάστιγα της πανούκλας που γνώρισε η πόλη του, και αποφάσισε να της δείξει την ευγνωμοσύνη του συγγράφοντας μία συλλογή εξήντα θαυμάτων της, παλαιότερων, νεότερων ή και σύγχρονων με την εποχή του, υπό τον τίτλο «Κλίνη Σολομώντος» (φράση από το Άσμα Ασμάτων). Κάθε θαύμα συνδυάζεται με μία ιδιότητα ή χαρακτηρισμό της Παναγίας, και συνοδεύεται από διδακτικά σχόλια και την απαραίτητη νουθεσία.
Ένα τόσο εκτενές βιβλίο χρειάστηκε ασφαλώς αρκετά χρόνια για να γραφτεί, δεδομένου μάλιστα ότι ο συγγραφέας έπρεπε να ανατρέξει σε μεγάλη ποικιλία πηγών για να αλιεύσει τις διηγήσεις του. Μόνο πέντε από τις εξήντα αναφέρονται σε θαύματα που ήταν σε θέση να γνωρίζει από ιδία εμπειρία ή από αυτόπτες μάρτυρες – για όλες τις υπόλοιπες χρειάστηκε να αναδιφήσει σε «πολλά βιβλία εκκλησιαστικά και ιστορικά», όπως ο ίδιος μάς πληροφορεί. Φτάνουμε έτσι στους πρώτους μήνες του 1599, όταν ο Μορεζήνος φαίνεται να έχει ολοκληρώσει τη συλλογή του, και ετοιμάζεται να την κάνει γνωστή προς δόξαν της «Αειπαρθένου Μαρίας». Και τότε ξαφνικά, τον Απρίλιο, όλη η πόλη γίνεται μάρτυρας ενός νέου μεγάλου θαύματος, το οποίο ο ιερέας θεωρεί απαραίτητο να προσθέσει ως τελευταίο, και με το οποίο εικονοποιεί την ιδιότητα της Παναγίας ως «Καταπαύσεως». Το θαύμα αυτό θα είναι, ελπίζει, και το πιο αποτελεσματικό από όλα για τους αναγνώστες του βιβλίου, γιατί είναι αυτό που έγινε στα χρόνια τους και μπορεί να αποτελέσει περίτρανη απόδειξη της δύναμης της Θεοτόκου και για τους πιο δύσπιστους. Αρχίζει λοιπόν την εξιστόρησή του:
«Τον παρόντα χρόνον, απού ετελειώθη το βιβλίον ετούτο της αγίας και θαυμαστής Κλίνης του αληθινού Σολομώντος, τον 1599, τον μήναν τον Απρίλιον, εγενήκασιν εδώ εις την Κρήτην [=Χάνδακα] μίαν ημέραν μεγάλα θαυμάσια, το οποία τα θεωρούμεν ακομή όλοι εις τα αμμάτια μας, και πάσα κακόγνωμος άπιστος απού δεν θέλει δώσειν πίστιν εις τα πρωτύτερα θαυμάσια της θαυμαστής Παρθένου Μαρίας, μην βαρεθεί να έλθει έως εδώ να τα ιδεί με τα αμμάτια του και από τούτα ας πιστεύει και τα περασμένα. Και τί να ακούσετε όσοι είστε έξω της Κρήτης, διότις όλοι οι Κρητικοί είδετέ το και κατέχετέ το και ακομή ζούσινε εκείνοι απού τα επαρελάβασι, μα οι έξω της Κρήτης ακούσατε».
Μετά από αυτό το σύντομο προοίμιο, που μας τοποθετεί στον χρόνο και με το οποίο προσφωνεί τους αναγνώστες, ειδικά τους «κακόγνωμους άπιστους», θα αρχίσει η κυρίως αφήγηση, που θα ακολουθήσει μία οργανωμένη, κλιμακωτή δομή, μέχρι την ολοκλήρωση της ιστορίας.
Απρίλιος του 1599 λοιπόν, και η πόλη φανταζόμαστε ότι έχει ξαναβρεί τους κανονικούς της ρυθμούς, τέσσερα χρόνια μετά το τέλος της νόσου. Στην αρχή, ο αφηγητής μάς συστήνει το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας του: Στον Χάνδακα υπηρετεί ένας πολύ ευσεβής ξένος μισθοφόρος («ένας ξένος άνθρωπος εις την τάξιν των σολδάτων»), ο Ιωάννης-Μαρίας, που τόσο πολύ ευλαβείται την Θεοτόκο, ώστε δεν διανοείται να αρχίσει κάθε μέρα τη βάρδια του χωρίς να προσκυνήσει δύο ονομαστά παλλάδιά της μέσα στην πόλη, την Παναγία τη Μεσοπαντίτισσα («την Κυρίαν απού είναι εις το μητροπόλεον», κατά τη διατύπωση του κειμένου) και την Παναγία τη Μεσοφορίτισσα, στον φερώνυμο ναό της αγοράς. Φανταστείτε λοιπόν τον ήρωά μας, μετά την προσκύνηση στον Άγιο Τίτο και στην Κερά του Μέσα Φόρου (της εντός των τειχών αγοράς δηλαδή) να κατεβαίνει κάθε πρωί εδώ, έξω από τη μονή του Αγίου Πέτρου, στο μέρος που από την Τουρκοκρατία, και μέχρι σήμερα, αποκαλείται «Μπεντενάκι», για να κάνει την περιπολία του πάνω στο θαλάσσιο τείχος.
Ο αφηγητής στη συνέχεια μάς τοποθετεί στον χώρο:
«Μίαν των ημερών είχε να πάγει να κάμει βίγλαν εις τα τείχη του αιγιαλού απού λέγουνται “τα κάτω της Εβρακής”, απού είναι σιμά του μοναστηρίου του αγίου Πέτρο, τα οποία είναι υψηλά και αποκάτω είναι χαράκια μεγάλα, οδιά να σκορπούσι τα κύματα όταν γίνεται φουρτούνα της θαλάσσου, οδιά να μη χαλά η θάλασσα τα τείχη απού είναι εις το χείλος της θαλάσσου. Εις εκείνα τα τείχη επεριπάτει αυτός ο Ιωάννης Μαρίας και ήκανεν την ημέραν την βίγλαν του, διότις και ημέραν και νύκταν βιγλίζουν εκεί. Και ο μισόκαλος και ανθρωποκτόνος διάβολος, φθονώντας του ανθρώπου οδιά την ευλάβειαν απού είχεν εις την Παρθένον Μαρίαν, εκεί απού περιπάτει σιμά της θαλάσσου, εβάλθηκεν να τόνε γκρεμνίσει, και εκεί απού επεριπάτει μοναχός του, γρικά και αρπούσιν τονε τινές απού δεν τους εθεώρει και σηκώνουσίν τονε και ρίκτουσίν τονε κάτω απού τα τείχη εκείνα τα υψηλά, εις έναν τόπον απού είναι μεγάλος φόβος να στραφεί τινάς να ιδεί κάτω, και οδιά το ψήλος και οδιά την ταραχήν απού κάνει η θάλασσα εις τα μεγάλα χαράκια απού είναι εκεί, και ριζιμιά και κομμένα· και εκεί απού τον έριξαν εκείνοι οι δαίμονες απού δεν τους εθεώρει, μόνον απού εγρίκα πως τόνε σηκώνουσι και ρίκτουσίν τονε, μόνον απού τον εφύλαξεν η χάρις της Παρθένου και δεν εβγήκεν η ψυχή του, μα όλον το κορμίν εχαλάστην. Ετσακίστησάν του πόδια και χέρια και κατήνα [σπονδυλική στήλη] και όπου είχεν κόκκαλον έγινε κομμάτια, απού ήτονε μεγάλη λύπησιν να τον ιδεί τινάς».
Τον αντιλήφθηκαν φαίνεται οι περίοικοι ή περαστικοί, φανταζόμαστε και μοναχοί από τον Άγιο Πέτρο μαζί με αυτούς, και πήγαν με ένα φορείο να τον πάρουν να τον πάνε στο νοσοκομείο να ξεψυχήσει, επειδή έβλεπαν ότι δεν είχε ελπίδα σωτηρίας.
Στη συνέχεια, ο αφηγητής θα παρακολουθήσει την πορεία της ανάρρωσης του Ιωάννη-Μαρία από κοντά, και θα μας την αφηγηθεί σε χρονική σειρά. Έτσι, σταδιακά, παρακολουθούμε τον αγώνα του κεντρικού ήρωα, αφού βγήκε από το νοσοκομείο, να προσεύχεται, να δίνει τα τελευταία του χρήματα για να γίνουν λειτουργίες στην Παναγία, και κατόπιν να ζητιανεύει για να ζήσει, μέχρι που κάποια στιγμή ζήτησε να τον μεταφέρουν έξω από τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Τίτου:
«Μίαν των ημερών τόνε σύρνουσι και πάσιν τονε καθώς το εζήτηξεν εις την μητρόπολιν, εις τον ναόν του αγίου Τίτου, όπου είναι μία εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου, την οποίαν εικόνα εβγάνουσιν πάσα Τρίτη εις την μέσην του φόρου και λιτανεύουσιν οι ιερείς. Και όλην την ημέραν εκείτετονε εκεί χαμαί εις το έδαφος του ναού και επαρακάλειεν την Υπεραγίαν, και ωσάν εβράδιασεν, πάγει ο εκκλησιάρχης να σφαλίσει την εκκλησίαν, και αυτός του λέγει: “Παρακαλώ σε διά τον Θεόν να με αφήσεις να απομείνω εδώ μέσα εις την εκκλησίαν να παρακαλώ, την νύκταν όλην, την μεγαλοδύναμον Παρθένον να μου δώσει τίποτας βοήθειαν και λογιάζω να υγιάνω, διότις την νύκταν την περασμένην την είδα εις τον ύπνον μου και είπε μου να έλθω εδώ να ιαθώ”».
Τώρα μπαίνει στην ιστορία και το μόνο άλλο φυσικό πρόσωπο που μιλά σε ευθύ λόγο, ο νεωκόρος του ναού, που απαγορεύει επιτακτικά στον ήρωά μας να διανυκτερεύσει μέσα στην εκκλησία. Όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που παρελαύνουν στην αφήγηση είναι τρόπον τινά «κομπάρσοι», έχουν βουβό ρόλο, και αναφέρονται αόριστα (π.χ. «οι ιατροί», «όλος ο λαός της Κρήτης» κλπ.) ή αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή τους από ρήματα σε πληθυντικό αριθμό που δεν έχουν συγκεκριμένο υποκείμενο (π.χ. «τόνε σύρνουσι»).
Ωστόσο, σε ευθύ λόγο θα μιλήσει δύο φορές και ένα υπερβατικό πρόσωπο, η αποδέκτρια των ικεσιών του Ιωάννη-Μαρία, η κεντρική φυσιογνωμία ολόκληρου του βιβλίου του Ιωάννη Μορεζήνου, η Παναγία:
«Και αυτός ο πτωχός ελυπήθην περίσσα πως τον εβγάλασιν έξω του ναού, μα δεν επολπίστην, μα έλπιζεν πως και εκεί έξω θέλει του βοηθήσειν η χάρις η μεγάλη της μεγαλοδυνάμου Παρθένου Μαρίας και ολονυκτίς επροσεύχετονε και εδιάβαζεν της Θεοτόκου τον χαιρετισμόν.
Και προς την μέσην της νυκτός γρικά μίαν φωνήν και λέγει: “Ιωάννη Μαρία, σηκώσου απάνω”· και με την δύναμιν της φωνής εκεινής κάνει να ανασηκωθεί, και γρικά τα μέλη του όλα γερά και στένεται εις τα πόδια του, μα ακομή δεν εδύνετονε να περιπατήσει, πούρι στραταρίζει ολίγον και πάγει εις την πόρταν της εκκλησίας και η πόρτα ήτονε αντίκρυς της αγίας εικόνος της υπεραγίας Θεοτόκου […]. [Και] η πλουσιόδωρος Δέσποινα τελείως ηθέλησεν να τον ιατρεύσει, και εκεί απού ήστεκεν εις την πόρταν γρικά ωσάν γλυκύν αέρα και περικουκλώνει τονε και από τον αέραν γρικά μίαν φωνήν και λέγει του: “Ιατρεύτηκες και όλος είσαι υγιής”, και με την φωνήν γρικάται όλος υγιής τελεία και επάτειεν καλά και εγρίκα την δύναμίν του πλέον παρά πρωτύτερα».
Το άλλο πρωί, που ο εκκλησιάρχης, έκπληκτος, τον βρίσκει τελείως θεραπευμένο, τρέχει να πει το νέο στον εφημέριο, κι εκείνος στον μητροπολίτη.
Οι εκκλησιαστικοί άνδρες, αφού διαπίστωσαν του λόγου το αληθές, εξετάζοντας τον ίδιο τον Ιωάννη-Μαρία και πολλούς αυτόπτες μάρτυρες, βεβαιώνονται για το θαύμα, και δίνουν εντολή να χτυπήσουν οι καμπάνες του ναού.
Στη συνέχεια, κλήρος και λαός, καθολικών και ορθοδόξων μαζί, λιτάνευαν την εικόνα της Μεσοπαντίτισσας επί τρεις ημέρες. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του γεγονότος ότι οι αυτόπτες μάρτυρες όλων αυτών των θαυμάτων ζουν στην πόλη και μπορούν να διαβεβαιώσουν την αλήθεια:
«Ετούτα τα θαυμάσια είδαμεν εις τούτον τον καιρόν, και δεν είναι ούτε μικρός ούτε μέγας εις το Κάστρον της Κρήτης απού να μην τα κατέχει ετούτα, όχι να τα ήκουσεν, μα να τα είδεν με τα αμμάτια του, και ακομή εις ημάς ευρίσκουνται εκείνα τα προσώπατα εις τα οποία ενήργησεν η χάρις της Παρθένου και δύνεται πάσα ένας να τα ιδεί και να τα ερωτήσει.
Και ετούτο μάς εφανίστην να τεθεί εις το τέλος του βιβλίου, όχι να μην έχομεν άλλον θαύμα να βάλομεν εις τον ύστερον Δυνατόν, διότις είναι τόσα όσον περισσεύουσι τα άστρη του ουρανού και τες σταλαματιές του νερού και πάσαν την άμμον, μα οδιατί τα είδαμε με τα μάτια μας και είναι μαρτυρημένον από όλην την Κρήτην».
Με τη διαβεβαίωση αυτή για την αλήθεια της ιστορίας του, ο Μορεζήνος ολοκλήρωσε την εξιστόρηση του εξηκοστού θαύματος. Στη συνέχεια, θα γράψει έναν σχετικά εκτενή ηθικοδιδακτικό επίλογο, που ταυτόχρονα αποτελεί επίλογο ολόκληρου του συναρπαστικού βιβλίου του. Ενός βιβλίου που το πρώτο του αφήγημα έλαβε χώρα στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στη Βασιλεύουσα, και το τελευταίο στον Χάνδακα του 1599, «σιμά του μοναστηρίου του Αγίου Πέτρο», δηλαδή λίγα μέτρα από το σημείο όπου σήμερα, ακριβώς 420 χρόνια αργότερα, βρισκόμαστε εμείς και νιώθουμε το μεγαλείο του φερώνυμου ναού.
Η ιστορία του Ιωάννη-Μαρία είναι ένα πραγματικό διήγημα, με τα χαρακτηριστικά που απαιτεί η σύγχρονη θεωρία για το γραμματειακό αυτό είδος, όπως διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες: είναι σχετικά σύντομο σε έκταση, γραμμένο σε πεζό λόγο, εστιάζει σε έναν ανθρώπινο χαρακτήρα και σε ένα συμβάν αποφασιστικής σημασίας στη ζωή του· τα δευτερεύοντα πρόσωπα υπάρχουν μόνο για να σκιαγραφήσουν καλύτερα τον πρωταγωνιστή, και η αφήγηση χαρακτηρίζεται από ενότητα χώρου (στην παλιά πόλη του Χάνδακα, από τον Άγιο Πέτρο μέχρι τον Άγιο Τίτο), ενότητα χρόνου (όσες ημέρες χρειάστηκε η ίαση του Ιωάννη-Μαρία) και ενότητα δράσης με αλυσιδωτή πλοκή, που οδηγεί σε κλιμάκωση: από την κατάσταση του ετοιμοθάνατου πολυτραυματία που είχε πέσει σε αφασία, ο ήρωας αρχίζει να μιλάει, κινείται ελάχιστα, περπατάει με μεγάλη δυσκολία, και τέλος θεραπεύεται εντελώς.
Είμαστε σήμερα τυχεροί που η Κλίνη Σολομώντος κυκλοφορεί σε σύγχρονη, επιστημονική έκδοση, από την Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών (2007) και τρεις άξιες συναδέλφους (Ελένη Κακουλίδη-Πάνου, Ελένη Καραντζόλα, Μαρία Χαλβατζιδάκη), πράγμα που μας δίνει τη δυνατότητα να διαβάσουμε απρόσκοπτα τη συλλογή του Μορεζήνου, και να χαρούμε τη ζωντανή της γλώσσα, τη μελετημένη δομή, και τη βαθιά θρησκευτική πίστη του συγγραφέα.
* Η κ. Τ.Μ. Μαρκομιχελάκη είναι επίκουρη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το κείμενο αποτελεί συντομευμένη μορφή της ομιλίας που εκφωνήθηκε στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό των Πρωτοαποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 23 Ιουνίου, στον ιερό ναό του Αγίου Πέτρου των Δομινικανών, και αφιερώνεται στη μνήμη του πατρός Ηλία Βολονάκη, για τις σαράντα ημέρες από την εκδημία του