Το μισάνοιγμα και όχι το πλήρες άνοιγμα του παραθύρου του παρελθόντος γίνεται εσκεμμένα,  το οποίο φέρνει  στο νου και στην ψυχή  το συναισθηματικό  παρόν του παρελθόντος  και αναλώνεται όλος ο ψυχικός συναισθηματικός σου κόσμος.

Αλλά και στο μισάνοιγμα, δεν έχω την αντοχή να κρατηθώ ασυγκίνητος και νοσταλγικά αδιάφορος, βλέποντας στο μακρινό εκείνο παρελθόν, την, προ πενήντα και πλέον χρόνων, ζωή της πόλης μας και των κατοίκων της, την διαφορετική μα και τη διαφορετικότητα και αν θέλετε, την πιο ζεστή, άδολη, άφοβη συμπεριφορά και ανιδιοτελή προσφορά των ανθρώπων.

Έτσι ένας  απογευματινός  περίπατος, στους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου και ειδικά στον φαρδύ  δρόμο της Λεωφόρου Δικαιοσύνης, συνεχίστηκε και  βρεθήκαμε στους, επί Ενετοκρατίας χτισθέντες,  στρατώνες του Αγίου Γεωργίου, δηλαδή στο σημερινό τρίτμητο κτίριο  Περιφέρειας (τ. Νομαρχίας), Δικαστηρίων και τ. Δ/νσης Ελληνικής Αστυνομίας για το οποίο κτήριο πολλά ακούγονται και γράφονται τελευταία αλλά χωρίς αποτελεσματική χρήση, παραμένοντας  «εν λόγοις»  ανεκμετάλλευτο  και μέρα με την ημέρα η κατάστασή του πάει προς το χειρότερο.

Αλήθεια γιατί η Γενική Διεύθυνση Κρατικής Περιουσίας δεν  αξιοποιεί, όχι μόνον αυτό το κτίριο, αλλά και πολλά άλλα ευρισκόμενα σε διάφορες θέσεις και που έχουν καίρια σημασία για την πόλη μας; αλλά τα αφήνει στη φθορά του χρόνου;

Προς όφελος της πλέον τουριστικής πόλης  της Κρήτης και όλων  των πολιτών, καλόν θα είναι οι εμπλεκόμενες Διευθύνσεις, όποιες είναι αυτές, να ομονοήσουν και να προβούν στην αξιοποίηση των όλων αυτών ιστορικών κτιρίων του ΚΑΣΤΡΟΥ.

Ας επανέλθουμε όμως στο Ιστορικό κτίριο των Δικαστηρίων, εις το οποίο σταθήκαμε κάτω από τα παράθυρα του 2ου Ορόφου και όπως  ήταν αναμμένα τα φώτα της αίθουσας του ορόφου αυτού,  θυμηθήκαμε τις δίκες, που πραγματοποιούνταν την εποχή εκείνη, της δεκαετίας του ‘ 60 και τις μεταμεσονύκτιες ώρες, ως και τις εισαγγελικές,  δικαστικές, δικηγορικές φυσιογνωμίες ως και τις αγορεύσεις αυτών.

Των τεράτων της μόρφωσης, της απονομής της δικαιοσύνης και της διδακτικής μεθόδου προς τους πολίτες.

Ακούσαμε, για μια στιγμή, ως από ουρανού, την φωνή του τότε εισαγγελέα, να ρητορεύει πράγματι και να διδάσκει πως: “Μηδέν ηγουμένων χρήμα τιμιότερον της αληθείας”, ακόμη ότι: «Θα πρέπει να τσιμπηθείς βαθιά από αγκάθα, για να καταλάβεις το αίσθημα του πόνου, που προκάλεσες».

Ιστορικό κτίριο των Δικαστηρίων στο Ηράκλειο
Εκείνη την ώρα αισθανθήκαμε, ως από τους αιθέρες των ουρανίων,  να ακούγονταν οι αγορεύσεις των δικηγόρων, τάδε… τάδε… υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής,  που με τις προσπάθειες και την βοήθεια τού ενός ή τού άλλου μέρους,  άφησαν, με τους λόγους τους αυτούς, το όνομά τους βαθιά χαραγμένο όχι μόνον στους  μετέπειτα συναδέλφους τους, αλλά και στους απλούς πολίτες, που παρακολουθούσαν τότε όλες τις δίκες  (“Η μνήμη τους αείζωος και  η αναφορά μου αυτή ένα ταπεινό μνημόσυνο στη μνήμη όλων εκείνων, που υπερασπίστηκαν και υπεραμύνθηκαν για την απονομή της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ).

Συνεχίστηκε ο περίπατός μας, πότε αμίλητοι και σκεπτόμενοι και πότε συζητώντας για την πόλη, που όλους μας φιλοξενεί πρόσκαιρα.

Ξάφνου εμφανίζεται μπροστά μας ένας φίλος από την εποχή εκείνη, ασπρομάλλης, ρυτιδιασμένος, στενοχωρημένος, αλλά καλοντυμένος, όπως εκείνον τον αξέχαστο παλιό καλό καιρό, που όλοι μικροί μεγάλοι, φορούσαν καθώς πρέπει ρούχα και όχι τρύπια παντελόνια.

Μετά από τον ανθρώπινο φιλικό  χαιρετισμό, ανασκαλεύοντας τις σελίδες της μνήμης μας και διηγούμενοι ο καθένας τις δικές του θύμησες, ο φίλος αυτός δάκρυσε ενθυμούμενος τις βόλτες στο νυφοπάζαρο (Πλατεία Ελευθερίας…. με  το ουζάκι με τα αξέχαστα άσπρα χοχλιδάκια ), τα αστεία στους δρόμους, τα πειράγματα, τα κρυφοκοιτάγματα, και τόσα άλλα που σχεδόν όλοι οι Ηρακλειώτες τα βίωσαν, τα έζησαν συντροφιά με αγαπημένα πρόσωπα, φίλους, συγγενείς, που ίσως σήμερα μας βλέπουν από κει ψηλά.

Το δάκρυ του ασταμάτητο, η μελαγχολία να αρχίζει να ζωγραφίζεται στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, η τόσο άλλοτε ανοικτή καρδιά του, κλεισμένη ερμητικά, ώσπου δεν άντεξα και είπα κάτι για να αλλάξω την συζήτηση της άλλοτε νοσταλγικής εκείνης περιόδου.

Όμως αυτός σκυφτός και με τα μάτια ακόμη βαθιά δακρυσμένα, μου απαντά:

Μην προσπαθείς, αγαπητέ μου παλιόφιλε, να κρύψεις και να συγχωρέσεις τους κυρίους δύο <<Χ>>, οι οποίοι  δεν μας λογαριάζουν σε τίποτε, ενώ εμείς τους κάνουμε υποκλίσεις, παρακλήσεις και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να τους περιποιηθούμε, αλλά και να τους ξεγελάσουμε ή να τους ξεφύγουμε.

Ποτέ μέχρι σήμερα δεν σεβάστηκαν ή άκουσαν τις επιθυμίες μας  ή τις τόσες θυσίες, πολλές φορές.

Ακλόνητοι,  αλύγιστοι, αδιάφοροι, αδυσώπητοι, άτεγκτοι, μα και πεζοί, στέκονται πάντα σε απόσταση αναπνοής.

Αμέσως ξεστάθηκα και ρώτησα τον παλιόφιλο μου: Με τόση σοβαρότητα αλλά και τραγικότητα, που τα λες, δεν μας λες και ποιοι είναι οι κύριοι δύο “Χ”;

Να!  καλέ μου φίλε Θα σου τους πω “Είναι Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ!”

Πράγματι η αλήθεια είναι αμείλικτη, όσο μειλίχιος και αν είναι ο τρόπος συμπεριφοράς του ανθρώπου προς αυτούς.

Παρουσιάστηκαν,  στάθηκαν σκληρά και αμείλικτα στη πόρτα του άλλοτε χαροποιού, εύθυμου και καλοσυνάτου φίλου μου και όρισαν εκείνο, που αυτοί επιθυμούσαν, χωρίς κανένας να έχει τη δύναμη ή ο,τιδήποτε άλλο, για να αντισταθεί ή να αντιστρέψει.  Ό,τι πολυτιμότερο στη ζωή του το πήραν: σύζυγο και παιδιά!

Αυτή όμως είναι η μοίρα του ανθρώπου, όσο σκληρή κι αν είναι. Το μόνο που πρέπει:  «Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» κατά που προτρέπει ο Αλεξανδρινός Ποιητής Κ. Καβάφης.

Ο άλλοτε γελαστός φίλος μας, συνέχισε:

«Μη σε τρομάζουν τα άσπρα μαλλιά, αλλά η παντέρμη μοναξιά,  γιατί αν δεν ήταν τόσο σκληρή δεν θα την είχαν τόσο πολύ τραγουδήσει, όπως και την αγάπη ή τον αληθινό έρωτα,  που αν δεν ήταν τόσο γλυκός, ούτε ένας ζων οργανισμός θα τον απολάμβανε και όπως έχει γράψει ο Ν. Καζαντζάκης: «Αλίμονο σε όποιον που ζει στην έρημο και θυμάται του κόσμου».

Με βαριά καρδιά και τρεμάμενα χείλη,  ο φίλος αυτός, μας αποχαιρέτησε και χάθηκε μέσα στους στενούς δρόμους του Μεγάλου Κάστρου.

Μετά από μια αλλοτινή υπέροχη οικογενειακή ζωή είχε μείνει εντελώς μόνος.

Η συνάντηση αυτή μάς αναστάτωσε ψυχολογικά, ως ήταν φυσικό και η μετέπειτα συζήτησή μας περιστράφηκε γύρω από τη μοναξιά.

Νιώσαμε τα συναισθήματα του φίλου, ήρθαμε, για λίγο, στη θέση του, αλλά για να ξαστερώσουμε λίγο τη συννεφιασμένη ατμόσφαιρα και να δώσουμε δυο γερά χαστούκια στους κυρίους δύο “Χ”, όπως πρέπει να πράττει ο καθένας στην παλιοζωή ετούτη, συνεχίσαμε τη περιδιάβασή μας… σιγοτραγουδώντας:

Παλιοζωή παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία

ούτε στιγμή δεν έζησα, με δίχως αγωνία.

Με αχ περνούν οι μέρες μας, με βαχ περνούν τα βράδια

οι μαχαιριές κι αν κλείσουνε, θα μείνουν τα σημάδια.

Έτσι, σιγοτραγουδώντας, το μισάνοικτο παράθυρο έκλεισε για να μισανοίξει πάλι,  σε  ένα καλοκαιριάτικο απόβραδο κοιτάζοντας και αναθυμούμενοι  τα σοκάκια και τις γειτονιές  της αγαπημένης μας πόλης των περασμένων χρόνων…