Πριν από μερικές ημέρες, πλήττοντας μέσα στο σπιτικό μας, αποφασίσαμε με τη  γυναίκα μου να κατηφορίσουμε προς την πόλη.

Ζεστό απογευματινό και η ενδυμασία μας ελαφριά και ανάερη. Περπατώντας μέσα στο φαρδύ δρόμο της πόλης (την ανακαινιζόμενη λεωφόρο Δικαιοσύνης) και παρατηρώντας τα  τωρινά καταστήματα αναπολήσαμε τη δεκαετία εκείνη του 1960, που ο φαρδύς αυτός δρόμος δεν είχε τη σημερινή του μορφή αλλά ούτε και τους τωρινούς καταστηματάρχες.

Έτσι στη θύμηση, άθελά μας, ξετυλίχτηκε εκείνο το κουβάρι των αναμνήσεων, που κάθε άνθρωπος, επί της γης, κουβαλά και που ηθελημένα ή άθελα, κάποιες φορές ξετυλίγεται φέρνοντάς τον, μπροστά σ΄ένα παράθυρο του παρελθόντος.

Έτσι  άρχισε το αυτόματο ξετύλιγμα και  νά…! Μπροστά   εμφανίστηκε το δασκαλικό καφενείο, που σήμερα δεν έχει καμιά σχέση με τέτοιου είδους εργασία.

Ήταν ένα αρκετά μεγάλο κατάστημα, (σήμερα COSMOTE) στη δεξιά  μεριά  της αρχής της καθόδου του δρόμου, με δυο τρία σκαλοπάτια, όπου κάθε βραδάκι μαζευόντουσαν οι περισσότεροι των  δασκάλων, για να συζητήσουν διάφορα επαγγελματικά ή προσωπικά θέματα ή και να παίξουν τάβλι ή κανένα χαρτάκι ή ακόμα να διαβάσουν την εφημερίδα τους, ξαπλωμένη στην ειδική ,καλαμένια εφημεριδοθήκη. (Βλέπετε, η φιλία τότε ήταν πολύ ζεστή και αληθινή).

Και ως  να είναι αυτή η στιγμή  που ακούγεται στ΄αυτιά μου  η βραχνή και μπάσα  φωνή ενός γεροδασκάλου  αείμνηστου… Ένα καρτεράααακι, σε παρακαλώ!

Σ’ αυτό το υπέροχο, ζεστό, φιλικό, ανθρώπινο, πνευματικό κέντρο, γνώρισα αθάνατες μορφές του εκπαιδευτικού τότε κόσμου, που με την πνευματικότητά τους, την ηθική τους, τις γνώσεις τους, γαλούχησαν τους σημερινούς μεσόκοπους, που κατέχουν τα διάφορα πόστα, είτε σε δημόσιες υπηρεσίες, Υπουργεία, ΔΕΚΟ, είτε διακρίνονται στον εργασιακό ή  επαγγελματικό στίβο της πόλης μας.

Πρώτοι των πρώτων οι αείμνηστοι εκείνοι  δημοδιδάσκαλοι, μας δίδαξαν πως η ανθρωπιά πεθαίνει τελευταία, πως η αδικία, η ασυνειδησία και η αχαριστία είναι οι μεγαλύτερες αμαρτίες στις οποίες  μπορεί να υποπέσει ο άνθρωπος, πως το κρητικό φιλότιμο πρέπει να διαφυλαχτεί  βαθιά μέσα  στην πραγματικά ζεστή καρδιά του Κρητικού και να κάνει την εμφάνισή του όταν και όποτε πρέπει, πως η  πιο μακριά (σε μήκος–κλωστή) λέξη είναι η φιλία, που όταν κατορθώσεις να την τυλίξεις μέσα σου, έχεις  δεθεί καλά σε ένα μεγάλο πλατάνι, που όσο δυνατοί αέρες κι αν φυσούνε, όσες μπόρες κι αν πέσουν, ΕΣΥ εκεί αλώβητος γιατί σε προφυλάσσουν η κλωστή και ο πλάτανος: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΣΟΥ.

Πραγματικές αξίες από ψυχές ανιδιοτελών ανθρώπων.

Πιο κάτω, αναπολώντας τα περασμένα και ανασκαλεύοντας τη μνήμη μας φτάσαμε στο τότε ζαχαροπλαστείο του  ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΥ, (σήμερα βέβαια κατάστημα άλλου εμπορικοί είδους), στο οποίον επιτρεπόταν  η είσοδος και παραμονή των μαθητών της ΣΕΑΠ.

Αλήθεια, πόσες ωραίες στιγμές ,καρδιοχτύπια, ειδύλλια, έρωτες, συναντήσεις, δεν έχει ο κάθε νέος ή νέα της εποχής εκείνης να διηγηθεί για το συγκεκριμένο κατάστημα! Πόσες σκέψεις δεν περνούν, σαν κινηματογραφική ταινία, από τη θύμηση του καθενός, που έτυχε να καθίσει στις βιεννέζικες εκείνες ξύλινες καρέκλες  του για να απολαύσει την ωραία και νοστιμότατη πάστα ή να βυθιστεί  στη απολαυστική  γεύση του υποβρύχιου (βανίλια) περιμένοντας τη… δική του παρέα!

Ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων ως  κινηματογραφική ταινία, θυμηθήκαμε  τον κινηματογράφο «ΑΠΟΛΛΩΝ» της λεωφόρου. Ένας από τους λιγοστούς χειμερινούς της εποχής εκείνης, που έπαιζε  τον Ταρζάν σε νέες περιπέτειες κλπ, καουμπόικα – ινδιάνικα, Βουγιουκλάκη, Αλεξανδράκη και τόσα άλλα  διδακτικά έργα μεγάλων Ελλήνων και ξένων παραγωγών  που αναπολώντας τα, χαρακτηρίζω την εποχή εκείνη χρυσή. Τον ταξιθέτη  με τον φακό να σε οδηγεί στην υπάρχουσα κενή θέση, τον μικροπωλητή, που στα διαλείμματα, πέραν των άλλων ακουγόταν να διαλαλεί την πραμάτεια του: Πασατέμπο-ηλιόσπορους – λεμονάδες – πορτοκαλάδες – φιστίκια – μαντολάτα – καραμέλες – ορίστε θα πάρετε; Κι ό,τι  ήθελες σου το πρόσφερε σε  ένα χωνί από εφημερίδα… με πασατέμπο ή ηλιόσπορους.

Η γαλαρία, γεμάτη από λογιών – λογιών παιδιά και λιγοστά  ερωτευμένα   ζευγαράκια να φωνάζουν διάφορα, που ενίοτε σε έκαναν να γελάς ασταμάτητα. Στην πρώτη θέση ο “τύπος”  της πόλης  να σχολιάζει ή να δίνει εντολές στον πρωταγωνιστή  του έργου. Αξέχαστες εποχές μα και ανεπανάληπτες, αλήθεια,  στιγμές  γέλιου, χαράς, ξεγνοιασιάς, αθωότητας που σήμερα νομίζω μας λείπουν.

Η πόλη βέβαια τότε δεν είχε τόσους πολλούς κατοίκους και οι περισσότεροι ήταν γνωστοί μεταξύ τους ανταλλάσσοντας με σεβασμό, ευγένεια  και ειλικρινή αισθήματα, τον κάθε τύπου χαιρετισμό.

Τι ευτυχία  θα ήταν αν και σήμερα οι τόσοι πολλοί συμπολίτες μας, σεβόντουσαν  την πόλη και χαιρετούσαν  με το ύφος της τότε εποχής!

Στον  φαρδύ αυτό δρόμο της Δικαιοσύνης ακοίμητος φρουρός – βράχος το αιωνόβιο κτηριακό συγκρότημα των δικαστηρίων, όπου εργάζονταν  υπάλληλοι, δικαστές και δικηγόροι τις βραδινές  και πολλές φορές τις μεταμεσονύκτιες ώρες, όταν επρόκειτο για κακουργήματα.

Ωσάν να ακούω τις βροντερές φωνές  των  αείμνηστων βετεράνων του δικηγορικού σώματος  να αγορεύουν, προβάλλοντας  στους λόγους τους τέτοια στοιχεία και επιχειρήματα,  προτάσεις που αποτελούν ως  σήμερα αρχές και διδάγματα, τα οποία  έχουν μείνει στην ιστορία του δικηγορικού σώματος.

Σταματήσαμε για λίγο στη θέση που ήταν τότε το ξεχωριστό της εποχής  ζαχαροπλαστείο, που ανέφερα παραπάνω, γιατί δίπλα του υπήρχε το υπεραστικό πρακτορείο των λεωφορείων της Δ. Κρήτης για Ρέθυμνο και Χανιά, στο οποίον αρχηγός και κουμανταδόρος ήταν ο αείμνηστος “κύριος Μηνάς”.

Ό,τι ήθελες έπρεπε να πας σε αυτόν. Λίγο φωνιακλάς, αλλά πάντα εξυπηρετικός και  όταν με έβλεπε μου φώναζε: Δάσκαλε έλα να πάρεις το δέμα της μάνας σου.

Η στάση μας ήταν μικρής διάρκειας, (αφού δεν περιμέναμε τίποτα και κανέναν τώρα πια) μα μεγάλη σε αναμνήσεις, φέρνοντας στη θύμησή μου τα δέματα, που μου έστελνε η αείμνηστη μανούλα μου, που περιείχαν ρούχα, που έλαμπαν από καθαριότητα, ζεστό φαγητό, χρήματα, όσα μπορούσε και ένα γράμμα με τα νέα της οικογένειας, το οποίον  τελείωνε: “Να έχεις παιδί μου την ευχή μου και στην ξερή πέτρα να βρίσκεις νερό να πίνεις.

Ο  Θεός μαζί σου!”.

Αυτά τα δύο –η ευχή της μάνας (των γονέων) και η πίστη στον Θεό όταν συνοδεύουν τον άνθρωπο τίποτα δεν φοβάται και κανένα εμπόδιο δεν θα σταθεί μπροστά στον δρόμο – στόχο του.

Ας παροτρύνουμε τους νέους μας να ακολουθούν α) το δρόμο της αγάπης, της ελπίδας, του πολιτισμού και της προσφοράς και β) τις  οικογενειακές συμβουλές –καθοδηγήσεις και να είναι βέβαιοι  ότι τα όνειρά τους, οι στόχοι τους, οι επιθυμίες τους θα πραγματοποιηθούν.

Οι αναμνήσεις πολλές οι συγκινήσεις περισσότερες, οι οποίες μάς ανάγκασαν  να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής σιγοψιθυρίζοντας:

«Ένα ρολόι είναι η ζωή,

μα πίσω δε γυρίζει

κι ανέγυρίσει θύμησες,

το νου σου πλημμυρίζει».